Εργασία

Ζυμώσεις για εθνικό κατώτατο μισθό

Στα σκαριά μελέτη από το Υπουργείο Εργασίας

Ψηλά στις προτεραιότητες της Κυβέρνησης βρίσκεται το ζήτημα της θέσπισης εθνικού κατώτατου μισθού. Μάλιστα, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ήδη βρίσκονται στα σκαριά σχετικές μελέτες και προγραμματίζονται διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους με στόχο εντός του 2020 -οπότε και υπολογίζεται ότι θα έχουμε συνθήκες πλήρους απασχόλησης- να προχωρήσει το θέμα.


Στο μεταξύ, επί τάπητος παραμένουν και οι προτάσεις νόμου που κατέθεσαν τα κόμματα Συμμαχία Πολιτών, Οικολόγοι και ΕΛΑΜ στη Βουλή, των οποίων η συζήτηση θα συνεχιστεί εντός του μήνα. Παράλληλα, σχετική πρόταση ετοιμάζει και το ΑΚΕΛ, η οποία, όμως, δεν θα περιορίζεται μόνο στη ρύθμιση του εθνικού κατώτατου μισθού, αλλά θα αφορά και άλλα εργασιακά ζητήματα.


Ποια είναι όμως η άποψη των άμεσα εμπλεκομένων επί του θέματος και πώς θα επηρεάσει την αγορά εργασίας αλλά και την οικονομία γενικότερα η θέσπιση ενός εθνικού κατώτατου μισθού; Η «Σ» μίλησε με όλες τις πλευρές και σας μεταφέρει τις θέσεις τους. Περαιτέρω, δημοσιεύουμε και τις απόψεις έγκριτων οικονομολόγων επί του θέματος.
Στα σκαριά μελέτη από το κράτος
Όπως μας ανέφεραν κυβερνητικές πηγές, η θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα διακυβέρνησης του Προέδρου Αναστασιάδη και σε αυτό το πλαίσιο προωθείται.


Όπως μας είπαν, η δρομολόγηση των ενεργειών γίνεται με θεσμικό τρόπο και με πρόγραμμα, ενώ, όπως μας τονίστηκε, πρόκειται για μία πολύ μεγάλη αλλαγή γι’ αυτό και χρειάζεται μελέτη. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Υπουργός Εργασίας Ζέτα Αιμιλιανίδου ήδη συζήτησε το εν λόγω θέμα με τους κοινωνικούς εταίρους -δηλαδή με τις συντεχνίες των εργαζομένων και την εργοδοτική πλευρά- οι οποίοι εξέφρασαν τις ανησυχίες τους σχετικά με τον μηχανισμό που θα καθορίζει τον κατώτατο μισθό, αλλά και τις επιπτώσεις που θα έχει η θέσπισή του.


Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα της μετέφεραν οι κοινωνικοί εταίροι, η Υπουργός ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από το International Labour Organization (ILO) τη βοήθειά τους ως τους καθ’ ύλην αρμοδίους, ώστε να ετοιμαστούν οι μελέτες όσον αφορά τον μηχανισμό του καθορισμού κατώτατου μισθού -ο οποίος, για παράδειγμα, μπορεί να καθορίζεται μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων- αλλά και όσον αφορά την επίδρασή του στους άλλους μισθούς.


Πηγές από το Υπουργείο μάς ανέφεραν ότι εξασφάλισαν τη συνεργασία του ILO και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ήδη οι μελέτες ξεκίνησαν. Μάλιστα, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, η πρώτη φάση των μελετών αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός Μαρτίου ή Απριλίου και θα ακολουθήσουν διαβουλεύσεις μεταξύ Υπουργείου και κοινωνικών εταίρων, ενώ η δεύτερη και τελευταία φάση των μελετών θα ολοκληρωθεί περί τα τέλη του χρόνου, ώστε μετά να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι μελέτες θα καθορίσουν το ύψος του μισθού, τα επαγγέλματα που θα καλύπτει και θα ρυθμίζει το θέμα ώστε να μην επηρεάζεται δυσμενώς το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ανταγωνιστικότητα.


Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν στη «Σ» πως η θέση του Προέδρου Αναστασιάδη είναι ότι η συζήτηση για τον εθνικό κατώτατο μισθό θα πρέπει να γίνει όταν η οικονομία φτάσει σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης -δηλαδή με ανεργία κάτω του 5%- και η Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι συνθήκες αυτές θα υπάρχουν εντός του 2020.
Οι προτάσεις των κομμάτων


Όσον αφορά τις προσπάθειες από πλευράς κομμάτων, σε δηλώσεις του στη «Σ» ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας και βουλευτής του ΑΚΕΛ, Αντρέας Φακοντής, ανέφερε πως εντός του μήνα θα επαναφέρει το θέμα για συζήτηση στην Επιτροπή. Παράλληλα, σημείωσε πως εκτός από τις ήδη υπάρχουσες προτάσεις της Συμμαχίας Πολιτών, των Οικολόγων και του ΕΛΑΜ, επεξεργάζεται και το ΑΚΕΛ δική του πρόταση, η οποία δεν θα αφορά μόνο τον κατώτατο μισθό, αλλά θα περιλαμβάνει και κάποια άλλα βασικά αιτήματα και ωφελήματα των εργαζομένων. Όπως είπε ο ίδιος, η πρόταση του ΑΚΕΛ αναμένεται πως θα είναι έτοιμη περί τα μέσα Φεβρουαρίου και θα τεθεί προς συζήτηση στην Επιτροπή μαζί με τις υπόλοιπες προτάσεις των άλλων κομμάτων.


Υπενθυμίζεται πως η πρόταση νόμου της Συμμαχίας Πολιτών καθορίζει στον νόμο τον κατώτατο μηνιαίο μισθό για όλα τα επαγγέλματα στα 1.125 ευρώ και τον κατώτατο μισθό ανά ώρα εργασίας στα οκτώ ευρώ. Η Συμμαχία Πολιτών, σύμφωνα με πληροφορίες, είναι ανοικτή σε τροποποιήσεις, όπως για παράδειγμα το να καλύπτει συγκεκριμένα επαγγέλματα και όχι όλα ή ακόμα και να αλλάξει το ποσό που εισηγείται. Στο μεταξύ, στις 13 Φεβρουαρίου 2019, το κόμμα θα διοργανώσει ενημερωτική ημερίδα επί του θέματος στην παρουσία της Υπουργού Εργασίας Ζέτας Αιμιλιανίδου και των εμπλεκόμενων φορέων.


Η δεύτερη πρόταση νόμου, αυτή του Κινήματος Οικολόγων, προνοεί την καθιέρωση εθνικού ορίου κατώτατου μισθού με κανονισμούς που θα εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Μιλώντας στη «Σ» ο πρόεδρος του Κινήματος, Γιώργος Περδίκης, εξήγησε πως με την πρότασή τους οι Οικολόγοι αφήνουν την ευθύνη του καθορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού αλλά και την επιλογή των επαγγελμάτων που θα καλύπτονται από αυτόν, στην Κυβέρνηση.


Η τρίτη πρόταση νόμου κατατέθηκε πριν από δύο περίπου χρόνια από το ΕΛΑΜ και είναι παρόμοια, αν όχι πανομοιότυπη, με αυτήν της Συμμαχίας Πολιτών.
Κάθετα αντίθετοι οι εργοδότες


Σχολιάζοντας τις εν λόγω προτάσεις, ο Γενικός Διευθυντής της ΟΕΒ, Μιχάλης Αντωνίου, μιλώντας στη «Σ», εξέφρασε την πλήρη διαφωνία του. Ο κ. Αντωνίου είπε πως η ΟΕΒ θεωρεί ότι η καθιέρωση ενός εθνικού κατώτατου μισθού θα δημιουργήσει αρνητικές καταστάσεις στην οικονομία, στην αγορά εργασίας και στην απασχόληση και θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Περαιτέρω, εξήγησε πως για να αυξηθούν οι μισθοί πρέπει να αυξηθεί το ΑΕΠ και σημείωσε πως ήδη ο ισχύων κατώτατος μισθός, που καλύπτει μόνο κάποια επαγγέλματα, είναι πολύ υψηλός.


Τη διαφωνία του με τον καθορισμό του εθνικού κατώτατου μισθού εξέφρασε με τη σειρά του στη «Σ» και ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του ΚΕΒΕ, Αιμίλιος Μιχαήλ.


Η πάγια θέση του ΚΕΒΕ, όπως είπε, είναι ότι η ρύθμιση του κατώτατου μισθού πρέπει να παραμείνει ως έχει και να καλύπτει τις ευάλωτες ομάδες. «Τόσο για την ενσωμάτωση των ευάλωτων τάξεων όσον και για την αναγκαιότητα αναθεώρησης του διατάγματος για τον κατώτατο μισθό θα πρέπει να προηγηθεί έρευνα -όπως έγινε και το 1991- που να αποδεικνύει ότι αφενός υπάρχει ανάγκη για συμπερίληψη κι άλλων επαγγελμάτων και αφετέρου να εξακριβώνεται το ύψος των μισθών τόσο για τα επαγγέλματα που καλύπτει το διάταγμα όσο και για νέα επαγγέλματα που μπορεί να ανήκουν στις ευάλωτες τάξεις», δήλωσε. Στο πλαίσιο αυτό, έδωσε ως παράδειγμα τα επαγγέλματα των βρεφοκόμων, βοηθών βρεφοκόμων, νηπιαγωγών και βοηθών νηπιαγωγών, τα οποία προστέθηκαν στο ισχύον διάταγμα το 1991, με βάση την έρευνα που είχε γίνει τότε.
Επιφυλακτικές οι συντεχνίες


Από πλευράς τους, οι συντεχνίες των εργαζομένων τάχθηκαν υπέρ του εθνικού κατώτατου μισθού, εκφράζοντας όμως και κάποιες επιφυλάξεις. Σε δηλώσεις του στη «Σ» ο ΓΓ της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας, ανέφερε πως ο κατώτατος μισθός για να μπορέσει να εφαρμοστεί στην πράξη θα πρέπει να προηγηθεί ψήφιση της νομοθεσίας για την ενιαία υπηρεσία επιθεωρητών για να υπάρχει έλεγχος της εφαρμογής του. Περαιτέρω, όπως είπε, θα πρέπει να υπάρξει μία γενικότερη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, ώστε να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι υπάρχει και μία δομή για να μπορούμε να στηρίξουμε την εφαρμογή του μέτρου.


Αφενός, όπως σημείωσε, είναι ένα μέτρο που μπορεί να στηρίξει τους εργαζομένους, ωστόσο, αν δεν υπάρξει γενικότερη ρύθμιση του τρόπου εφαρμογής των εργασιακών θεμάτων αυτήν τη στιγμή μία αποσπασματική εφαρμογή κατώτατων μισθών θα δημιουργήσει προβλήματα και στις συλλογικές συμβάσεις. «Είμαστε θετικοί, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει διάλογος στο πλαίσιο του εργατικού συμβουλευτικού σώματος για να μπορεί η όποια ρύθμιση να γίνει στοχευμένα», ανέφερε.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η θέση της ΠΕΟ. Ο ΓΓ της ομοσπονδίας, Πάμπης Κυρίτσης, δήλωσε στη «Σ» πως ασφαλώς δεν είναι αντίθετοι με την ιδέα της θέσπισης κατώτατου μισθού, όμως θεωρούν ότι εκείνο το οποίο προέχει πάνω απ' όλα είναι η κατοχύρωση της υποχρέωσης των εργοδοτών να εφαρμόζουν τις συλλογικές συμβάσεις. Όταν είναι ξεκάθαρο ότι οι συλλογικές συμφωνίες δεν γίνονται για να γίνονται αλλά γίνονται για να εφαρμόζονται, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για να θεσπιστεί ένας κατώτατος μισθός μέσα από διαβούλευση, ανέφερε. Περαιτέρω, τόνισε πως σε περίπτωση που καθοριστεί ένας κατώτατος μισθός κατώτερος από τις συμβάσεις, τότε θα υπάρχει κίνδυνος για μειώσεις των μισθών στα επαγγέλματα που καλύπτονται από αυτές.
Τι ισχύει σήμερα στην Κύπρο


Η Κύπρος είναι μία εκ των επτά ευρωπαϊκών χωρών που δεν έχουν θεσπισμένο εθνικό κατώτατο μισθό που να καλύπτει όλα τα επαγγέλματα. Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας αφορά μόνο εννέα επαγγέλματα και είναι στα €870, ποσό το οποίο μετά από 6 μήνες αυξάνεται στα €924.


Με βάση τις πρόνοιες του περί Κατώτατων Μισθών Διατάγματος του 2012, κάθε πωλητής, γραφέας, νοσηλευτικός βοηθός, βοηθός παιδοκόμου, βοηθός βρεφοκόμου, σχολικός βοηθός και φροντιστής, ο οποίος εργάζεται με πλήρη απασχόληση, πρέπει να λαμβάνει αρχικό μηνιαίο μισθό, ο οποίος να ανέρχεται τουλάχιστον στα €870 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη συνεχή περίοδο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, ο μισθός αυτός να αυξάνεται τουλάχιστον στα €924 ακαθάριστα.


Επίσης κάθε φρουρός ασφαλείας πρέπει να λαμβάνει αρχικό ωριαίο μισθό τουλάχιστον €4,90 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη περίοδο συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, ο μισθός αυτός πρέπει να αυξάνεται στα €5,20 ακαθάριστα. Όπως επίσης και κάθε καθαριστής/καθαρίστρια πρέπει να λαμβάνει αρχικό ωριαίο μισθό τουλάχιστον €4,55 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη περίοδο συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, ο μισθός αυτός πρέπει να αυξάνεται στα €4,84 ακαθάριστα.
Πηγή ανεργίας ο κατώτατος
«Με τον λαϊκισμό φθάσαμε σε σημείο η ΕΕ να μελετά ενδεχόμενη υποχρεωτική προώθηση ΚΩΜ»

Το κράτος δεν θα πρέπει να επεμβαίνει στην ελεύθερη αγορά προσφοράς και ζήτησης εργασίας. O Κατώτατος Ωριαίος Μισθός (ΚΩΜ) (Minimum Hourly Wage) αφορά σε επαγγέλματα: α.) χαμηλής περιπλοκής καθηκόντων και, β) μικρής απόδοσης ανά ευρώ μισθού. Για παράδειγμα, ένας καφές espresso και ένα κιλό ψωμί πουλιούνται σχεδόν στην ίδια τιμή, ενώ το κόστος του πρώτου σε μισθούς είναι κλάσμα του δεύτερου. Με ΚΩΜ αδικείται ο αρτοποιός.


Η απάντηση για την αναγκαιότητα ΚΩΜ βρίσκεται σε αντικειμενικά επιχειρήματα αλλά και σε λαϊκισμό. Όμως, η στήριξη του ΚΩΜ ακούγεται ανθρώπινη και είναι καρποφόρα για τους πολιτικούς, άσχετα εάν κάνει κακό στη συγκεκριμένη τάξη εργαζομένων. Με τον λαϊκισμό φθάσαμε σε σημείο η ΕΕ να μελετά ενδεχόμενη υποχρεωτική προώθηση ΚΩΜ για όλες της χώρες μέλη.


Δηλαδή, οι γραφειοκράτες της ΕΕ να καθορίζουν αναλογικά πόσο θα αμείβεται ένα γκαρσόνι στην καφετερία ενός πλούσιου εργοστασίου της Μερσεντές με τρεις χιλιάδες προσωπικό και ένα γκαρσόνι εποχικής καφετερίας με τρεις υπαλλήλους στην Πόλη Χρυσοχούς. Πίσω από τη λογική ΚΩΜ κρύβονται και ιδεοληψίες. Βλέπουμε τον Αμερικανό Δημοκρατικό Bernie Sanders να ζητά ΚΩΜ $15 και τον Άγγλο Εργατικό Jeremy Corbyn ΚΩΜ £10/ώρα, και όποιος αντέξει!


Όσοι επιθυμούν αντικειμενικότητα γύρω από το ΚΩΜ ας προστρέξουν στη διαχρονικά πιο ολοκληρωμένη, έγκυρη και αντικειμενική μελέτη του θέματος στο American Economic Review (1979) του American Economic Association, όπου 90% των οικονομολόγων υποστήριξαν πως οι νομοθεσίες ΚΩΜ αποτελούν πηγή ανεργίας, με το συνολικό εισόδημα της τάξης των χαμηλόμισθων να μειώνεται και να χειροτερεύει η οικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης ομάδας.
Εύλογα γεννιέται το ερώτημα, «Μπορεί σήμερα κάποιος στην Κύπρο να ζήσει με μισθό κάτω των €1000;».


Η δική μου απάντηση είναι, «όχι, δεν μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και χρειάζεται βοήθεια». Πώς, όμως; Επειδή η λύση ΚΩΜ χειροτερεύει τα οικονομικά της συγκεκριμένης τάξης, εισηγούμαι την πλήρη επιστροφή των έμμεσων φόρων. Ο χαμηλόμισθος των €700 τελικά καταλήγει με το ευτελές ποσό των €587 αφού το Κράτος τού πάρει €113 σε ΦΠΑ.


Αφού του πάρει και άλλα €87 σε φόρους ηλεκτρισμού και καυσίμων, καταλήγει με €500. Δηλαδή, ισοδύναμο με 8 καφέδες espresso/ημερησίως με σημερινές τιμές! Τελικά ποίος ο μεγαλύτερος οικονομικός δεσπότης του χαμηλόμισθου; Αυτός που δεν του δίνει ακόμα €200 (από τα οποία το Κράτος θα πάρει το 1/3) ή αυτός που του παίρνει €200 σε φόρους; Αντί το Κράτος να επεμβαίνει στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, ας ελευθερώσει τους φτωχούς από τους έμμεσους φόρους για καλύτερα αποτελέσματα για όλους.
ΑΡΗΣ ΠΕΤΑΣΗΣ
Εμπειρογνώμονας

Θετικό βήμα, αλλά με μέτρο
«Εάν είναι πολύ υψηλός ο κατώτατος μισθός, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν θέσεις εργασίας»

Το θέμα των μισθών γενικότερα είναι καλύτερα να αφήνεται στην προσφορά και στη ζήτηση. Ωστόσο, είναι καλό να υπάρχει ένας κατώτατος μισθός για να μην τυγχάνουν εκμετάλλευσης οι εργαζομένοι και να μην έχουμε περιπτώσεις όπου οι απολαβές τους να μην τους εξασφαλίζουν τα ελάχιστα προς το ζην.


Είναι ένα θετικό βήμα, αλλά πρέπει να υπάρχει κάποιο μέτρο. Εάν είναι πολύ υψηλός ο κατώτατος μισθός, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν θέσεις εργασίας.


Ένας κατώτατος μισθός σε λογικά πλαίσια -εφόσον γίνουν και οι σωστές μελέτες- πιστεύω διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι θα μπορούν να έχουν κάποιες εξασφαλισμένες συνθήκες.


Είναι επίσης πολύ σημαντικό για την ανταγωνιστικότητα γιατί, αν θεσπιστεί ένας πολύ υψηλός κατώτατος μισθός, τότε χάνει ανταγωνιστικότητα η οικονομία.


Παράλληλα υπάρχει και το ζήτημα των ξένων εργατών, που ενδέχεται να αποδέχονται να εργάζονται και με χαμηλότερο μισθό και ίσως στερηθούν τη δουλειά τους.


Εθνικό κατώτατο μισθό έχουν αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, αλλά χρειάζεται και κάποια προσοχή για να μην υπάρξουν παράπλευρες ζημιές.


Ο κατώτατος μισθός είναι κάτι που θα μείνει για καλούς και για κακούς καιρούς, οπότε ενδεχομένως σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, ένας υψηλός κατώτατος μισθός να μη μας επιτρέψει να ανακάμψουμε μέσω της αναπροσαρμογής των μισθών. Όπως έγινε άλλωστε και στο πρόσφατο παρελθόν, που οι μειώσεις στους μισθούς μάς επέτρεψαν να βγούμε από την κρίση και να αυξηθεί η απασχόληση. Οπότε πρέπει να υπάρχει και μία ελαστικότητα.


Σίγουρα οι μισθοί πρέπει να ανεβαίνουν για να αυξάνεται και η κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο, ωστόσο δεν είναι κάτι που αναμένεται να επηρεάσει τη φορολογία. Με τη θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού, οι μισθοί θα αυξηθούν, αλλά δεν νομίζω να είναι τόσο μεγάλος ο αντίκτυπος στα δημόσια ταμεία - και πάλι όμως χρειάζεται να γίνουν οι απαραίτητες μελέτες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΔΗΣ
Οικονομολόγος