Αναλύσεις

Η στάση μας έναντι της Βρετανίας

Όταν η προπέτεια και η αλαζονεία της ισχύος είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βρετανικής συμπεριφοράς, το καθήκον μας δεν είναι ούτε η αβροφροσύνη, ούτε η αιδήμων σιωπή
Για μια ακόμα φορά η «αυτοκρατορική», βρετανική οίηση και αλαζονεία στο μεγαλείο της! Αντί η Βρετανία να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της δόθηκε από την προσφυγή των 33 Κυπρίων αγωνιστών του Απελευθερωτικού Αγώνα του 1955-59, για να απολογηθεί και να αιτηθεί συγγνώμη από τον κυπριακό λαό, επέλεξε να προχωρήσει σε έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό με την εξής ποντιοπιλατική διατύπωση:
«Ο διακανονισμός δεν αποτελεί οποιαδήποτε αναγνώριση ευθύνης, ούτε και προηγούμενο, σχετικά με οποιεσδήποτε μελλοντικές απαιτήσεις κατά της Βρετανικής Κυβέρνησης».
Με αφορμή την επονείδιστη αυτή συμπεριφορά, άρνησης της Βρετανίας να συμφιλιωθεί με την ντροπιαστική αποικιοκρατική ιστορία της, επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα των λεγόμενων «κυριαρχικών δικαιωμάτων» των Βρετανών στην Κύπρο. Δεν είναι νοητό να συνεχίζεται μια αβρόφρων αντιμετώπιση της Βρετανίας, όταν μάλιστα δεν επιδεικνύεται προς την Κύπρο μια αντίστοιχη βρετανική συμπεριφορά.
Επειδή συνήθως οι Βρετανοί οχυρώνονται πίσω από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η Συνθήκη προβλέπει μια σειρά συμβατικές υποχρεώσεις των Βρετανών απέναντι στην Κύπρο.
Θα πρέπει να το τονίσουμε. Ασφαλώς από άποψη προτεραιοτήτων είναι σαφές ότι, αυτό που πρώτιστα θα πρέπει να ενδιαφέρει, είναι ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτή όμως η προτεραιότητα δεν πρέπει να μας εμποδίζει από του να επισημαίνουμε και να ενεργούμε ως προς τα εξής, αφού μάλιστα έχουμε την αμετανόητη και ακατανόητη βρετανική στάση.
1. Η Βρετανία, κατά σαφή παραβίαση των υποχρεώσεών της, δυνάμει της συνθήκης εγγυήσεως και συμμαχίας, αρνήθηκε να παρεμποδίσει την τουρκική εισβολή το 1974. Στη συνέχεια αρνείται, συστηματικά μέχρι σήμερα, να ενεργήσει για την ανατροπή της τουρκικής κατοχής σε βάρος της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κύπρου. Τέλος παρέλειψε να λάβει οποιοδήποτε μέτρο το 1983, για την αποτροπή της παράνομης ανακήρυξης «ανεξάρτητου κράτους» στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Άρα, ως προς τα πιο πάνω θα πρέπει συνεχώς και αδιαλείπτως να καλούμε τη Βρετανία να συμμορφωθεί προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, τις οποίες ολοφάνερα έχει παραβιάσει και εξακολουθεί να το πράττει μέχρι σήμερα.
2. Ορισμένες πράξεις και ενέργειες των Βρετανών στην Κύπρο εκφεύγουν των ορίων των «στρατιωτικών απαιτήσεων και αναγκών ασφαλείας» των Βάσεων όπως προβλέπεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Αυτή η πρόνοια δεν παρέχει την ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη εξουσία των Αρχών των Βάσεων στο να αναστέλλουν π.χ. ή να διακόπτουν την κυκλοφορία και διακίνηση των Κυπρίων πολιτών μέσα στα όρια των Βρετανικών Βάσεων. Κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών ή δικαιωμάτων τους οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν ορισμένες υποχρεώσεις που έχουν επί του προκειμένου αναλάβει αλλά και τις συναφείς γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Τέτοιες είναι η πλήρης συνεργασία με την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, η μη δημιουργία ουσιαστικών συνοριακών φραγμών μεταξύ των Βάσεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας και η καλή τη πίστει ερμηνεία του κειμένου της Συνθήκης έτσι που να μην οδηγούνται σε παράλογα αποτελέσματα.
3. Πέραν των συνθηκών εγγυήσεως και συμμαχίας καθώς και της συνθήκης εγκαθίδρυσης, υπάρχει μια σημαντική ανεξάρτητη συμφωνία μεταξύ Κύπρου και Αγγλίας, η οποία συνοδεύει τα άλλα έγγραφα και συνθήκες που ρυθμίζουν το καθεστώς της Κύπρου και η οποία προβλέπει την καταβολή χρηματικών ποσών προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα ποσά αυτά εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: (α) Εκείνα που καθορίζονται ρητά στη συμφωνία και αφορούν ποσά που καλύπτουν κυρίως την πρώτη πενταετία μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλα ειδικά καθορισμένα ποσά για ορισμένους σκοπούς. Αυτά έχουν πληρωθεί. (β) Εκείνα τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλλονταν ανά πενταετία μετά το 1965 από την Αγγλική Κυβέρνηση κατόπιν διαβουλεύσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αγγλική Κυβέρνηση αρνείται συστηματικά, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των Κυπριακών Κυβερνήσεων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τα πιο πάνω ποσά.
Η άρνηση της Αγγλικής Κυβέρνησης να εκπληρώσει αυτήν τη ρητή νομική της υποχρέωση καταβάλλοντας ανά πενταετία οικονομική βοήθεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία για κάθε πενταετία μετά το 1965 συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, για την οποία η Κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει πλέον να κινηθεί με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέσα.
Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι το ποσό που κατεβλήθη για την πενταετία 1960-65 ανήλθε στα 12 εκατομμύρια λίρες. Συνεπώς είναι φανερό ότι τα ποσά που οφείλονται από τους Άγγλους για τη χρονική περίοδο από το 1965 μέχρι σήμερα ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες.
Η Κυβέρνηση κατέχει τις γνωμοδοτήσεις της Νομικής Υπηρεσίας πάνω στο θέμα της νομικής δυνατότητας διεκδίκησης των πιο πάνω ποσών. Ήλθε η ώρα η Κυβέρνηση να αξιοποιήσει αυτές τις γνωμοδοτήσεις, που είναι απόλυτα θετικές ως προς το βάσιμο και δικαιολογημένο της διεκδίκησης από τους Βρετανούς καταβολής προς την Κυπριακή Δημοκρατία αυτών των ποσών.
Βεβαίως, πέραν των πιο πάνω αναφερθέντων, υπάρχουν και οι επανειλημμένες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που ρητά θεωρούν τα δικαιώματα πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων σε πρώην αποικίες, ως κατάλοιπα αποικισμού (Vestiges of colonialism) και συνεπώς παράνομα. Όμως σε αυτό το στάδιο, εν όψει των εθνικών προτεραιοτήτων, μπορούμε και πρέπει να ενεργήσουμε όπως πιο πάνω αναφέρουμε.
Όταν η προπέτεια και η αλαζονεία της ισχύος είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βρετανικής συμπεριφοράς, το καθήκον μας δεν είναι ούτε η αβροφροσύνη, ούτε η αιδήμων σιωπή. Λόγοι στοιχειώδους κρατικής αυτοάμυνας επιβάλλουν την ανάλογη αντίδραση.
Σημ: Το παράδειγμα του μικρού νησιωτικού κράτους του Μαυρικίου, που αμφισβήτησε με προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τα αποικιοκρατικά κατάλοιπα των Βρετανών, δεν φαίνεται να μας συγκινεί. Ας προχωρήσουμε τουλάχιστον στα στοιχειώδη, τα ελάχιστα.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Λ. ΟΜΗΡΟΥ
Τέως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων