Δομικός Επεκτατισμός
Παρασκευή 22 Φεβ 2019
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας προβλέψιμης ως προς την εκδήλωση και κατά τα ιστορικώς προηγηθέντα εξέλιξη, που άπτεται της τουρκικής διεκδικητικής παρουσίας στην περιοχή και η οποία οφείλει να αντιμετωπιστεί διά της εκπόνησης στρατηγικού σχεδίου αντιμετώπισης του καθ’ όλα αναγνωρίσιμου και υπαρκτού τουρκικού επεκτατισμού
Με αφορμή τις τουρκικές ναυτικές και ευρύτερες κινήσεις στρατιωτικής στρατηγικής στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου ειδικότερα, μπορεί κανείς να τις θεωρήσει, παραπέμποντας σε έννοιες και όρους του παρελθόντος, ως ενέργειες αποτυπώνουσες αντιλήψεις και πρακτικές σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Ενώ, λοιπόν, ο ιμπεριαλισμός στην κλασική του μορφή σήμαινε την κατακτητική εκμετάλλευση χωρών, εδαφικών περιοχών και λαών, ο δομικός επεκτατισμός εκδηλώνεται ιμπεριαλιστικά επιχειρώντας την εθνική και ιστορική αλλοτρίωση χώρων, εδαφικών οντοτήτων και εθνικών ταυτοτήτων, καθώς και την ανατροπή πολιτιστικών και πολιτισμικών δεδομένων.
Πρόκειται για μια περιφερειακή εξέλιξη που επέρχεται για τους αδικοπραγούντες, άνευ κόστους από τη διεθνή κοινότητα, γνωστής ούσης της υφιστάμενης ατιμωρησίας που διατρέχει κατά κανόνα τη δομή του διεθνούς συστήματος στα διεθνοπολιτικά δρώμενα έναντι διεθνώς παρανομούντων, της τουρκικής περίπτωσης προεξαρχούσης.
Η τουρκική επιθετικότητα ανασύρει τις επιθετικές της στιγμές στην Κύπρο και στην κυπριακή τραγωδία, όπου και η Άγκυρα δοκίμασε, νικηφόρα για την ίδια, τις αντοχές, αλλά και την ικανότητα άμεσης αντίδρασης των Αθηνών. Εκεί διαπιστώθηκε μια ιστορικών διαστάσεων ολιγωρία του ελληνικού κράτους, όπερ και εκλαμβανόμενο ως φόβος, ενίσχυσε τον τουρκικό ηγεμονισμό, επιτείνοντας κατά ταύτα την επεκτατική βούλησή του. Η Άγκυρα μετά την Κύπρο εστράφη πάση πλέον δυνάμει προς το Αιγαίο, διεκδικώντας επαναδιαπραγμάτευση της Λωζάννης, αλλά και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του Φεβρουαρίου του 1947, διά της οποίας παραχωρούντο από την ηττημένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ιταλία, τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, στον μητρικό δηλαδή κορμό διά της επίτευξης της ιστορικής πλέον επιταγής της ενώσεως.
Η Ελλάδα σήμερα, τούτων εχόντων, δηλαδή με πλήρη επίγνωση του τουρκικού επεκτατικού σχεδιασμού, είναι εκ των πραγμάτων, πλέον, δηλαδή εκούσα-άκουσα, υποχρεωμένη να οργανώσει, προβάλλοντας στρατηγικές αποτροπής, την εθνική της άμυνα.
Τούτο καθίσταται ζωτικής σημασίας ζήτημα, γνωστής και της, εδώ και δεκαετίες, ανάπτυξης στα μικρασιατικά παράλια, δηλαδή έναντι των νήσων του Αιγαίου, της τέταρτης στρατιάς, που συγκροτεί μια διακηρυγμένα και κατά πάντα επιθετική αποβατική δύναμη, αποσκοπούσα στην επικυριαρχία του Αιγαίου. Τούτο αποβλέπει στον εξαναγκασμό της Ελλάδος να προχωρήσει στην οικοδόμηση ενός νέου status quo συνθηκών «συνάντησης» των δυο χωρών στο Αιγαίο. Η αποτρεπτική ισχύς, δηλαδή η προβολή αντίστοιχης στρατηγικής, που εκπέμπει τη θέληση υπεράσπισης χώρου και κυριαρχίας με τη μηνυματική αντίληψη της πρόκλησης μεγαλύτερου κόστους απ' ό,τι οφέλους στον αντίπαλο, συνιστά απολύτως αναγκαία κίνηση της απειλούμενης χώρας, έτσι ώστε να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία αξιόπιστα. Αυτή δε η κίνηση αποκτά μεγαλύτερη αξιοπιστία εφόσον τυγχάνει της απαραίτητης, αναγκαίας κοινωνικής, πολιτικής, εθνικής κατά ταύτα συναίνεσης.
Επομένως, η ελληνική πολιτική προσέγγιση της διαμορφούμενης κατάστασης δεν μπορεί να είναι κατευναστική, ακολουθούσα την γνωστή αντίληψη Τσάμπερλαιν έναντι του Χίτλερ στην περίφημη συνάντηση του Μονάχου, όπου και καθιερώθηκε η σύγχρονη προσέγγιση τού κατευνασμού στη διεθνή πολιτική. Εμείς οφείλουμε να προσεγγίζουμε τα δρώμενα έναντι της Τουρκίας επί τη βάσει της αρχής της ρεαλιστικής πολιτικής σκέψης, που καταγράφει και αναδεικνύει την προβολή ισχύος ως βασική και αναγκαία διάσταση προβολής δικαίου και υπεράσπισης δικαιωμάτων. Το επιχείρημα κατά τα ανωτέρω μιας εν είδει conditio sine qua non αναγκαιότητας υπεράσπισης της ύπαρξης κράτους και λαού, δηλαδή του έθνους, υπερέχει πάσης άλλης λογικής, που προβάλλει σε μια κατά τα ειωθότα αντίληψη ταμειακής λογικής της κρατικής δράσης προγραμματισμού και προοπτικής της χώρας.
Εάν δεχτούμε τη θεώρηση της πλευράς εκείνης που λέει πως η ισχυρή άμυνα και κυρίως η αποτρεπτική στρατηγική στερεί πόρους από τη χώρα και την ανάπτυξή της ή ότι η τουρκική επιθετικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις επιλογές ή τις μεθοδεύσεις ενός διαλόγου, πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως αυτό που κυριαρχεί ως πρωταρχικό επιχείρημα της Αγκύρας εν μέσω του σκηνικού των διεκδικήσεων χώρου ελληνικής κυριαρχίας συνίσταται επιγραμματικά στο: «ελάτε να συζητήσουμε γι' αυτά που διεκδικώ»! Περί αυτού πρόκειται.
Η θεωρία του κατευνασμού, που παραπέμπει σε αντιστρόφως ανάλογη της πραγματικότητας προσέγγιση του τουρκικού επεκτατισμού, θεωρώντας ότι «το θηρίο εξημερώνεται διά του διαλόγου», οδηγεί σε μια εν προκειμένω ανάγνωση του τουρκικού παράγοντα ως διακατεχόμενης της Ελλάδος από φοβικό σύνδρομο. Αυτό οδηγεί ιστορικά και νομοτελειακά σε περαιτέρω διεκδικήσεις, επιθετικές συμπεριφορές και ενδυνάμωση της επεκτατικής παρουσίας της Άγκυρας στην περιοχή.
Ακόμα και η ιδέα που ανεπτύχθη εν είδει πολιτικής από ορισμένους κύκλους στο παρελθόν περί τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, έτσι ώστε μια ευρωπαϊκή Τουρκία να καταστεί ικανή συνεννόησης με την Ελλάδα, απεδείχθη απολύτως εκτός τουρκικής πραγματικότητος, καθώς η Άγκυρα ήταν καταφανώς απρόθυμη να επιδείξει οποιαδήποτε διάθεση δομικών μεταβολών, που να την ευθυγράμμιζαν με τα ευρωπαϊκά πολιτικά και δικαιϊκά θέσμια.
Επομένως, βρισκόμαστε ενώπιον μιας προβλέψιμης ως προς την εκδήλωση και κατά τα ιστορικώς προηγηθέντα εξέλιξη, που άπτεται της τουρκικής διεκδικητικής παρουσίας στην περιοχή και η οποία οφείλει να αντιμετωπιστεί διά της εκπόνησης στρατηγικού σχεδίου αντιμετώπισης του καθ’ όλα αναγνωρίσιμου και υπαρκτού τουρκικού επεκτατισμού, διαβάζοντας την επιθετική βούληση του τουρκικού διεθνοπολιτικού υποκειμένου στις πραγματικές του διαστάσεις και όχι μέσα από διαθλάσεις κατόπτρου ειρηνικών διαθέσεων και προσανατολισμών.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο