Τράπεζες

Ανακριτές για τις αμαρτίες στη ΣΚΤ

Πλησιάζει η ώρα της αναζήτησης ποινικών ευθυνών

Σημαντικές εξελίξεις έπονται, τις επόμενες μέρες, στις ποινικές και αστικές πτυχές του πορίσματος-καταπέλτη για την κατάρρευση του Συνεργατισμού. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ομάδα των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας, με επικεφαλής τον Γενικό Εισαγγελέα, μελετούν με γοργούς ρυθμούς την έκθεση των 800 σελίδων, που τους παρέδωσε η Ερευνητική Επιτροπή, και αναμένεται να λάβουν αποφάσεις για το αν δικαιολογείται ή όχι η διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών από τις αστυνομικές Αρχές.


Παράλληλα, μελετάται και το ενδεχόμενο άσκησης αστικών αγωγών σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα του κράτους, εναντίον στελεχών της πρώην Συνεργατικής, με στόχο την επιστροφή χρημάτων στα δημόσια ταμεία. Οι σχετικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν το συντομότερο δυνατόν.


Όπως ξεκαθάρισε η Νομική Υπηρεσία με ανακοίνωσή της, την περασμένη Παρασκευή, το θέμα της ανάληψης των πολιτικών ευθυνών από διάφορα πρόσωπα, όπως αυτές καταλογίζονται εμπεριστατωμένα στο πόρισμα, δεν αφορά τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος ασχολείται, αποκλειστικά, με ποινικά θέματα.
Οι εισηγήσεις για τις ποινικές ευθύνες


Υπενθυμίζεται πως το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής εισηγείται τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών, από τις αστυνομικές Αρχές, εναντίον στελεχών της πρώην Συνεργατικής, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Νικόλας Χατζηγιάννης και Γιάννος Σταυρινίδης, για θέματα όπως η επίμαχη συμφωνία για απευθείας ανάθεση στην Αλταμίρα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και οι υπερχρεώσεις τόκων σε δάνεια.


Η Επιτροπή εισηγείται, επίσης, ποινικές έρευνες εναντίον κι άλλων ΣΠΙ, πέραν των 21 ιδρυμάτων, που ήδη διερευνώνται ή κατηγορούνται ενώπιον δικαστηρίου για ατασθαλίες στη χορήγηση δανείων. Ειδικότερα, γίνονται στο πόρισμα αναφορές στις ΣΠΕ Άχνας, Αθηένου, Λατσιών, Κρασοχωριών και Πρωτοβουλίας Γυναικών.
Έχουν αποσαφηνιστεί τα αίτια κατάρρευσης


Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα και τα αίτια κατάρρευσης του Συνεργατισμού, έχουν πλέον αποσαφηνιστεί. Οκτώ μήνες μετά την έναρξη της έρευνας της τριμελούς Επιτροπής, που διόρισε ο Γενικός Εισαγγελέας, και πέντε ημέρες μετά την παράδοσή του στον Κώστα Κληρίδη, το πόρισμα των 800 σελίδων δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Τετάρτη.


Πλέον, όλη η κυπριακή κοινωνία και Πολιτεία έχει στα χέρια της τα γεγονότα που οδήγησαν την ιστορική τράπεζα στην πώληση και το κλείσιμο. Πρόκειται ουσιαστικά για ξεκάθαρες διαπιστώσεις της Επιτροπής, έπειτα από μια πολύμηνη και περίπλοκη έρευνα, που έγινε με απαίτηση όλων. Το πόρισμα προσμετρά και το κολάνι των, διαφόρων μορφών, ευθυνών, το οποίο τυλίγει πολλούς, πολιτικούς, κόμματα και τραπεζίτες, τόσο για την προ του 2013 περίοδο, όσο και για την περίοδο μετά το 2013.
Οι ευθύνες του Χάρη


Ως τον «μεγάλο υπεύθυνο για την καταστροφική πορεία του Συνεργατικού Πιστωτικού Τομέα (ΣΠΤ)» από το 2014 και εντεύθεν, χαρακτηρίζει τον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη η Ερευνητική Επιτροπή για την κατάρρευση του Συνεργατισμού στο πόρισμά της. Σε ένα εκτεταμένο πόρισμα 844 σελίδων, η Ερευνητική στρέφεται και στην προ του 2013 εποχή, η οποία, με βάση το πόρισμα, χαρακτηρίζεται από ατασθαλίες, συγκάλυψη, διορισμό μελών των ΣΠΙ με κομματικά κριτήρια και σημειώνει ότι ο Συνεργατισμός αφέθηκε στον «αυτόματο πιλότο». Για την προ του 2013 εποχή, εισηγείται περαιτέρω αστυνομικές έρευνες για αρκετά ΣΠΙ, πέραν αυτών που βρίσκονται σε εξέλιξη.


«Οι ευθύνες του Υπουργού Οικονομικών υπήρξαν βαρύτατες για την κατάρρευση του ΣΠΤ. Μπορούμε να πούμε ότι είναι κατ’ αναλογίαν παρόμοιες με τις ευθύνες του όποιου μεγαλομετόχου ιδιωτικής εταιρείας, η οποία καταλήγει σε διάλυση λόγω κακοδιαχείρισης του ιδίου», αναφέρει η Επιτροπή. Κατά την Επιτροπή, η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα (ΣΚΤ) και η κυπριακή Κυβέρνηση απέτυχαν σε τρεις βασικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν έναντι της ΕΕ (λόγω των όρων που τέθηκαν για την κρατική ενίσχυση). Πρόκειται για την καλή εταιρική διακυβέρνηση, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) και την ορθή διαχείριση των λειτουργικών εξόδων του ΣΠΤ, με τις δύο τελευταίες δεσμεύσεις να εξαρτώνται από τη δέσμευση για την καλή εταιρική διακυβέρνηση.
Όπως αναφέρει η Ερευνητική, «ικανοί χειρισμοί, οι οποίοι έπρεπε να τεθούν στα στιβαρά χέρια ικανών, έμπειρων και άριστων από πάσης άποψης διευθυντικών στελεχών. Ήταν εκεί ακριβώς όπου απέτυχε ο κατά μεγάλην πλειοψηφίαν μέτοχος, ο ιδιοκτήτης της ΣΚΤ», αναφέρει μεταξύ άλλων. «Οι ικανότεροι όταν προσλαμβάνονταν αποχωρούσαν ή επαύοντο όταν έρχονταν αντιμέτωποι με μέτρια διευθυντικά στελέχη, τα οποία όμως είχαν την εύνοια του ιδιοκτήτη», σημειώνει το πόρισμα και συμπληρώνει: «Ο ιδιοκτήτης ήταν το κράτος, το οποίο αντιπροσώπευε ο Υπουργός Οικονομικών και ο οποίος ουσιαστικά είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη ήταν του στενού φιλικού του περιβάλλοντος. Ο Γενικός Διευθυντής, ο κ. Νικόλας Χατζηγιάννης και ο κ. Γιάννης Σταυρινίδης».


Για το θέμα του Γενικού Διευθυντή, η έκθεση σημειώνει ότι «η επιλογή του κ. Χατζηγιάννη δεν ήταν, για λόγους που ήδη εξηγήσαμε, ό,τι καλύτερο για τη ΣΚΤ. Η απομάκρυνσή του όμως από τον Υπουργό Οικονομικών δεν ήταν εύκολη απόφαση, λόγω της στενής φιλικής τους σχέσης». «Ο Υπουργός Οικονομικών είχε από πολύ ενωρίς επανειλημμένες και μερικές φορές αυστηρές προειδοποιήσεις, τόσο από τους επόπτες στην Κύπρο, όσο και κυρίως από τους Ευρωπαίους επόπτες, για την πολύ πτωχή και αδύνατη εταιρική διακυβέρνηση της ΣΚΤ. Ουδέν, όμως, έπραξε».
Ευθύνη στον ΠτΔ


Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Ερευνητική στην έκθεσή της σημειώνει: «Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φέρει κάποια ευθύνη για τα όσα οδηγούσαν στην εσπευσμένη πώληση μέρους της ΣΚΤ στην Ελληνική Τράπεζα, είναι γιατί διατήρησε στο Υπουργείο Οικονομικών πρόσωπο το οποίο για μία περίοδο πέραν των τεσσάρων ετών δεν κατόρθωσε να οδηγήσει τον ΣΠΤ έξω από την καταστροφική πορεία, που εν γνώσει του ακολούθησε».


Η Ερευνητική καταλογίζει στον ΥΠΟΙΚ ότι, «παρά τις περί του αντιθέτου ενώπιόν μας δηλώσεις του δεν κρατούσε ενήμερο, ούτε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο για τα χρονίζοντα προβλήματα, τα οποία ο ίδιος καλώς εγνώριζε μέσα από την ενημέρωση που ιδιαίτερα είχε από τις εποπτικές Αρχές».


Στην έκθεσή της η Ερευνητική καταλογίζει ευθύνη όσον αφορά την προσπάθεια ν’ αποστερηθεί ο Γενικός Ελεγκτής της εξουσίας να ελέγχει την ΣΚΤ. Σε άλλο σημείο της έκθεσης, η Ερευνητική υπενθυμίζει πως με πρωτοβουλία του ΔΗΣΥ αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα του Γενικού Ελεγκτή με νόμο που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2016.
Έρευνες για Χ’’Γιάννη και Σταυρινίδη


Για τον τέως Γενικό Διευθυντή της πρώην ΣΚΤ, Νικόλα Χατζηγιάννη, η Επιτροπή στην έκθεσή της λέει ότι αυτός «φέρει τεράστια ευθύνη για την τελική κατάληξη του ΣΠΤ και ειδικότερα της ΣΚΤ. Αποδείχθηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κ. Χατζηγιάννης δυνατόν να έχει αστικές ευθύνες, οι οποίες πηγάζουν από τις πιο πάνω παραβιάσεις της συμφωνίας του με τη ΣΚΤ.


«Πιστεύουμε, όμως, ότι ο κ. Χατζηγιάννης ενδεχομένως ευθύνεται και για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, τα οποία δυνατόν ν’ αποκαλυφθούν ύστερα από μια σε βάθος εξέταση από τις αστυνομικές Αρχές. Χρήζουν ιδιαίτερα εξέτασης οι δραστηριότητες του κ. Χατζηγιάννη σε σχέση με τη διαπραγμάτευση και κατάληξη σε συμφωνία με την Altamira, καθώς επίσης σε σχέση με τη γνώση του για τις υπερχρεώσεις τόκων».


Σημειώνει ακόμη ότι «της ίδιας σε βάθος εξέτασης χρήζει η, σε συνεργασία με τον Γιάννη Σταυρινίδη, δραστηριότητά του στον τομέα των διαφημίσεων».


Επικαλείται και πληροφόρηση που λήφθηκε από τον εσωτερικό έλεγχο που διενήργησε η ΚΕΔΙΠΕΣ για τα θέματα διαφήμισης: «Εντοπίζει ατασθαλίες, παρατυπίες, ανορθόδοξες πρακτικές και εισηγείται την περαιτέρω έρευνα σε σχέση με τρία πρόσωπα, ήτοι τους Γ. Σταυρινίδη, Ν. Χατζηγιάννη και Π. Ονησιφόρου».


Ύποπτη χαρακτηρίζει εξάλλου την επιμονή του Βαρνάβα Κουρουνά, Διευθυντή της Διεύθυνσης Διαχείρισης ΜΕΧ της ΣΚΤ. Η Επιτροπή λέει ότι η όλη συμπεριφορά του σε αγαστή συνεργασία με τον κ. Χατζηγιάννη όπως η ΣΚΤ προχωρήσει σε απευθείας ανάθεση προς την Altamira ήδη από το 2016, θεωρείται -από την Ερευνητική Επιτροπή- ύποπτη, ενώ η ΔΔΜΕΧ υπό τη δική του διαχείριση είχε πτωχότατα αποτελέσματα.


Εξάλλου, η Ερευνητική Επιτροπή αποδίδει μερίδιο ευθύνης και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο θα μπορούσε να έχει επίδραση στα συμβαίνοντα στον ΣΠΤ και ειδικότερα στη ΣΚΤ. Αποδίδει επίσης μερίδιο ευθύνης και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «γιατί θα μπορούσε με δικές της ενέργειες η πορεία πραγμάτων να είχε αλλάξει, αλλά με κανέναν τρόπο δεν λέμε ότι ευθύνεται για την κατάρρευση του ΣΠΤ στην Κύπρο».
Η πολιτική διαφθορά


Για τη μετά του 2013 εποχή, αποδίδονται ευθύνες και στα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα. «Δεν μπορεί επομένως παρά να καταλήξουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση του ΣΠΤ φέρουν τα κόμματα τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη περίοδο, ιδιαίτερα όμως στην πρώτη», αναφέρεται.


Διαπιστώνονται κομματικές παρεμβάσεις στους διορισμούς των Επιτροπειών των ΣΠΙ, αλλά και παρεμβάσεις με στόχο τη συγκάλυψη ατασθαλιών για χορήγηση δανείων, που δίνονταν ανεξέλεγκτα. «Μικρή ή καθόλου σημασία εδίδετο στην ικανότητα των εκλεγμένων και στα προσόντα τους να χειρισθούν χρηματοοικονομικά ζητήματα. Αυτό δεν είχε μόνο σαν αποτέλεσμα την τήρηση κακών τραπεζικών πρακτικών, αλλά ευνοούσε και τη διάπραξη ατασθαλιών και καταχρήσεων, αλλά το χειρότερο ήταν η συγκάλυψή τους. Όλα εξελίσσονταν γύρω από ένα κλειστό κομματικό κύκλο», αναφέρεται.


Σε ό,τι αφορά τον Έφορο Ανάπτυξης και Εποπτείας Συνεργατικών Εταιρειών, που για όλη την περίοδο 1987-2013 ήταν οι κ. Χλωρακιώτης και Λύρας διαδοχικά, αναφέρεται ότι και οι δύο «απέτυχαν ν’ ασκήσουν αποτελεσματική όχι μόνον κατασταλτική εποπτεία, αλλά κυρίως προληπτική εποπτεία. (...) Δεν εξηγούνται διαφορετικά οι μεγάλοι αριθμοί παρατυπιών, ατασθαλιών και καταχρήσεων στα οποία ήδη αναφερθήκαμε και αφορούν πολυάριθμα ΣΠΙ για όλη την περίοδο για την οποία είχαν την εποπτεία του ΣΠΤ», σημειώνεται.


«Τόσο ο κ. Χλωρακιώτης όσο και ο κ. Λύρας ευθύνονται για την κατάρρευση του ΣΠΤ μέχρι το 2013. Οι ευθύνες τους ήταν τεράστιες. Οι κάποιες προσπάθειές τους για εποπτεία ήταν σπασμωδικές και αναποτελεσματικές. Για τις ευθύνες τους δεν επιθυμούμε να πούμε περισσότερα. Γνωρίζουμε ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν 173 ποινικές κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.


Για τη Βουλή αναφέρεται πως ετηρείτο ενήμερη για τα τεκταινόμενα στον ΣΠΤ μέσα από ετήσιες εκθέσεις, οι οποίες ετοιμάζονταν από τις συνεργατικές εποπτικές και ελεγκτικές Αρχές, ωστόσο δεν εντοπίστηκε στα πρακτικά της Βουλής καμιά συζήτηση για τα κακώς έχοντα στον ΣΠΤ. «Παρέλειψε να εκτελέσει το συνταγματικό της καθήκον του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας», αναφέρεται.


Για την Κεντρική Τράπεζα αναφέρεται πως μέσα από την αρμοδιότητά της θα μπορούσε κατά έναν έμμεσο τρόπο να ασκήσει ένα είδος εποπτείας και ελέγχου επί του ΣΠΤ ευρύτερα. «Απέτυχε να το πράξει προσκρούοντας κυρίως σε πολιτικές-κομματικές αντιδράσεις, αλλά και σε οργανωμένα σύνολα του Συνεργατικού Κινήματος, τα οποία επιδίωκαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και αυτονομία των ΣΠΙ», αναφέρεται.