Η ιδιαιτερότητα του κυπριακού προβλήματος παραπέμπει στην έκδηλη απαίτηση της Άγκυρας να μην εφαρμόζονται στην περίπτωση της Κύπρου τα ατομικά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά των κοινοτήτων ως εθνικών ομάδων Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επεσήμανε σε πρόσφατη δήλωσή του απευθυνόμενος στην ειδική αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στη Λευκωσία, Τζέιν Χολ Λουτ, την ανάγκη αναγνώρισης ή και εμπέδωσης καθεστώτος πολιτικής ισότητας σε μια κατά τα προσδοκώμενα επίτευξη λύσεως του κυπριακού προβλήματος. Είναι γνωστό, βέβαια, από την εποχή του Διαφωτισμού και την οικοδόμηση του νεωτερικού κράτους δικαίου πως η ισότητα, ούσα συστατικό στοιχείο του πολιτεύματος και βασικό γνώρισμα του δημοκρατικού γεγονότος, αναφέρεται πρωτίστως στα άτομα ως μονάδες και την κατά ταύτα απορρέουσα ισότητα. Η τουρκική εκδοχή της ισότητας, όπως επεχειρήθη και διά των συνθηκών Ζυρίχης - Λονδίνου (1959-1960), όπου, εν τίνι βαθμώ, επετεύχθη, δεν παραπέμπει στην κατά τα ανωτέρω αντίληψη, αλλά άπτεται της ισότητας των ομάδων, εκδηλουμένων εν προκειμένω ως κοινοτήτων. Η παραβίαση της αρχής της ισότητας, που έλκει την καταγωγή της στις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, με τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, θεσμοθετήθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας του κυπριακού κράτους με την έννοια της παραβίασης της αρχής της πλειοψηφίας και της δυνατότητας της μειοψηφίας να ασκεί το δικαίωμα του veto, στις σημαντικές αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό σημαίνει πως με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου εθεσμοθετείτο η παρεμπόδιση λειτουργίας της δημοκρατίας, όπερ και το κυπριακό πολιτικό σύστημα της δυαδικής κοινοτικής αρχής όχι μόνο δεν μπόρεσε να λειτουργήσει από το 1960 και μετά, αλλά οδηγήθηκε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε κατάρρευση.
Στις ως άνω συμφωνίες, το γεγονός της ύπαρξης λαού, όπου στις δημοκρατικές διεργασίες αναπτύσσονται πολιτικές πλειοψηφίες και μειοψηφίες, ουδόλως λαμβανόταν υπόψη. Όλη η πολιτική προσέγγιση του γεγονότος και των διαδικασιών, όπως προβλέπονταν, στηρίζονταν επί της αρχής ενός δικοινοτικού συστήματος διακυβέρνησης, όπου η κάθε κοινότητα ασκεί, εν προκειμένω, πολιτική εξουσία στο πεδίο διακυβέρνησης της ιδίας.
Σήμερα, με τα δεδομένα της εισβολής της Τουρκίας στη βόρεια περιοχή της Κύπρου και της κατοχής, που από το 1974 παρανόμως ασκείται εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έρχεται ο Τούρκος ΥπΕξ να προτείνει μία πάγια τουρκική θέση περί πολιτικής ισότητας, η οποία για να εφαρμοστεί πρέπει να λειτουργήσει πρωτίστως το κυπριακό κράτος σε συνθήκες ανεξαρτησίας και ελευθερίας, δηλαδή να απαλλαγεί από την τουρκική κατοχή και την διεθνώς εγκληματικά παράνομη παρουσία εποίκων στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το τελευταίο θα οδηγούσε και στην αποκατάσταση ενός status quo ante στη μεγαλόνησο.
Η πολιτική ισότητα που η Άγκυρα σήμερα διεκδικητικά προβάλλει, στην πραγματική εκδοχή της θα προϋπέθετε δύο βασικά στοιχεία: Πρώτον, το δημοκρατικό πολίτευμα και, δεύτερον, την αναγνώριση των ατόμων ως φορέων της ισότητας. Η ισότητα των ομάδων είναι προέκταση προϋπάρχουσας ατομικής ισότητας, δηλαδή είναι ενταγμένη σε ένα δημοκρατικό γίγνεσθαι της χώρας.
Η τουρκική ερμηνεία αναφέρεται στα δύο ούτω καλούμενα κράτη, δηλαδή στην παρανόμως ιδρυθείσα μετά την εισβολή «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», την οποία η Τουρκία και ελέγχει απολύτως, και την νομίμως κατά πάντα υφιστάμενη Κυπριακή Δημοκρατία. Κατά τον Τούρκο ΥπΕξ, τα δύο αυτά «κράτη» θα συνυπάρξουν ισοτίμως σε ένα ομοσπονδιακό ή συνομοσπονδιακό ενδεχομένως πλαίσιο λειτουργίας ενός φεντεραλιστικού κατασκευάσματος τουρκικής έμπνευσης. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω, ο βορράς θα ελέγχεται πολιτικά από την Τουρκία, ο νότος θα είναι μετέωρος, η δε λειτουργία του συνόλου, δηλαδή της ομοσπονδιακής δομής, θα επαφίεται στη βούληση της Άγκυρας. Τούτο θα σήμαινε πως η αναγνώριση της παρανομίας έρχεται να επενδυθεί με τον μανδύα της ισότητας και να νομιμοποιηθεί στο διεθνές γίγνεσθαι και στην κοινωνία των κρατών ως μια κατά πάντα υφιστάμενη νομιμότητα.
Η διαφορά, λοιπόν, της σήμερα διεκδικούμενης από την Τουρκία πολιτικής ισότητας από εκείνη των ρυθμίσεων Ζυρίχης- Λονδίνου, συνίσταται στο γεγονός ότι σήμερα η ισότητα εκπέμπεται από την κατοχή ενιαίας εδαφικής ζώνης. Η τελευταία προορίζεται να αποτελέσει μέρος μιας αυριανής ομοσπονδιακής δομής, ενώ η ισότητα των συμφωνιών του 1960 στηριζόταν σε ένα είδος εξίσωσης των κοινοτήτων σε πολιτικο-πληθυσμιακό επίπεδο, χωρίς να υφίσταται οποιοσδήποτε εδαφικά συγκροτημένος διαχωρισμός, καθώς οι Τουρκοκύπριοι ήσαν διάσπαρτοι σε όλη την κυπριακή επικράτεια.
Επομένως, η κατά τα ανωτέρω τουρκικής εκδοχής πολιτική ισότητα παραβιάζει αφ’ εαυτής την αρχή της ισότητας των ατόμων ως βασικής δημοκρατικής αρχής. Εξάλλου, η ιδιαιτερότητα του κυπριακού προβλήματος παραπέμπει στην έκδηλη απαίτηση της Άγκυρας να μην εφαρμόζονται στην περίπτωση της Κύπρου τα ατομικά, πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά των κοινοτήτων ως εθνικών ομάδων. Το γεγονός αυτό συνιστά κατά τρόπο κραυγαλέο την επιτομή της παραβίασης όχι μόνο του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και όλων των αρχών και δικαιωμάτων που συνιστούν τη διεθνή τάξη και τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο