Διεθνή

Το αίνιγμα του «backstop»

Το αγκάθι των ιρλανδικών συνόρων που προκαλεί θύελλα αντιδράσεων στο Λονδίνο και πονοκέφαλο στις Βρυξέλλες

Ως ορισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2017 από τον Πρωθυπουργό της Ιρλανδίας, Λέο Βαραντκάρ, προκειμένου να περιγράψει τις ρυθμίσεις που απαιτούνται, ώστε τα σύνορα στη νήσο της Ιρλανδίας, ανάμεσα στη Βόρειο Ιρλανδία (μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου) και στη Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. χάρτη) να παραμείνουν ανοιχτά, ακόμη κι αν οι συνομιλίες για το "Brexit" καταρρεύσουν.


Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ρύθμιση, ένα δίχτυ ασφαλείας, ένα είδος "συμβολαίου", που εγγυάται ότι δεν θα επιστρέψουν σκληρά σύνορα και αυστηροί έλεγχοι στα χερσαία σύνορα Ιρλανδίας - Βορείου Ιρλανδίας, στα οποία θα ισχύουν κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, όπως και σήμερα.


Υπέρ του "backstop" τάσσονται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Ιρλανδία. Κόκκινο πανί είναι, ωστόσο, για τους Βρετανούς ευρωσκεπτικιστές βουλευτές - περιλαμβανομένων και των 10 βουλευτών του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βορείου Ιρλανδίας (DUP) και κυβερνητικού εταίρου της Βρετανίδας Πρωθυπουργού, που θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα άφηνε προσδεμένη τη Βρετανία στο ευρωπαϊκό άρμα.
Πότε θα εφαρμοστεί;


Σύμφωνα με τη Συμφωνία Αποχώρησης, που συνομολόγησαν Λονδίνο και Βρυξέλλες, το "backstop" θα τεθεί σε ισχύ εάν Λονδίνο και Βρυξέλλες δεν κατορθώσουν να καταλήξουν σε συμφωνία για τις μελλοντικές τους σχέσεις, κατά τη μεταβατική περίοδο, που έχει οριστεί μέχρι το τέλος του 2020, αλλά θα μπορούσε να παραταθεί και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022.


Το "backstop", στη βάση πάντα της Συμφωνίας που απορρίφθηκε δις από τη Βουλή των Κοινοτήτων, θα είναι προσωρινό και θα ισχύει μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταλήξουν σε εναλλακτικές ρυθμίσεις. Αυτό, όμως, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα της Βρετανίας, αν και μειώνει, δεν αποκλείει διά παντός τον νομικό κίνδυνο παγίδευσης της χώρας στο "backstop" επ’ αόριστον, γεγονός που εντείνει την αντίσταση των σκληροπυρηνικών "Brexiteers", που απαιτούν αν όχι πλήρη κατάργηση, τουλάχιστον αντικατάστασή του.
Γιατί να υπάρχουν ανοιχτά σύνορα


Ο στόχος, μεταξύ άλλων, είναι να προστατευθεί η ειρηνευτική "Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής" (1998), η οποία έθεσε τέρμα σε δεκαετίες εχθροπραξιών στη Βόρειο Ιρλανδία, ανάμεσα στους Ιρλανδούς εθνικιστές, που αξίωναν ένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τους Ενωτικούς, που ήθελαν να παραμείνει η περιοχή στο Ηνωμένο Βασίλειο.


Με τη "Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής" καταργήθηκαν ουσιαστικά οι αυστηροί έλεγχοι, καθιστώντας τα χερσαία σύνορα, έκτασης 498 χιλιομέτρων, πρακτικά αόρατα και ενδεχόμενη επαναφορά τους προκαλεί ανησυχία για πιθανή αναβίωση των συγκρούσεων. Προς επίλυση του προβλήματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε δώσει το δικαίωμα στο Ηνωμένο Βασίλειο ν' αποχωρήσει μονομερώς από την τελωνειακή ένωση, που προβλέπει το ''backstop'' ως έσχατη λύση, με την προϋπόθεση ότι η Βόρεια Ιρλανδία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα, θα πρέπει να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τους κανόνες της ενιαίας αγοράς.


Η ευρωπαϊκή προσφορά απορρίφθηκε, ωστόσο, από το Λονδίνο και το Μπέλφαστ, που θεωρούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συνεπαγόταν κανονιστικά και ρυθμιστικά σύνορα στη θάλασσα της Ιρλανδίας και θα συνιστούσε ντε φάκτο διάσπαση της ενότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, μέρος του οποίου θα τύγχανε διαφορετικής μεταχείρισης. Οι ευρωσκεπτικιστές βουλευτές, μάλιστα, κατηγόρησαν τις Βρυξέλλες για ασέβεια της συνταγματικής και οικονομικής ακεραιότητας της χώρας, κάνοντας λόγο για παιχνίδια των Βρυξελλών.
Η οικονομική πτυχή


Σε οικονομικό επίπεδο, το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο και οι εντάσεις προκύπτουν από το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου, βάσει και του δημοψηφίσματος του 2016, να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα, τα αγαθά και οι υπηρεσίες διακινούνται μεταξύ Ιρλανδίας και Βορείου Ιρλανδίας, με ελάχιστους ελέγχους, καθώς βρίσκονται και οι δύο στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση.


Παρά ταύτα, εάν δεν επιτευχθεί μια ευρύτερη εμπορική συμφωνία, τότε οι δύο χώρες ενδέχεται να βρεθούν σε διαφορετικά τελωνειακά και ρυθμιστικά καθεστώτα, προκαλώντας σωρεία προβλημάτων στη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, ακόμη και πολιτών, που κατά δεκάδες χιλιάδες διασχίζουν καθημερινά τα σύνορα για να πάνε στην εργασία τους.
Τι μέλλει γενέσθαι;


Αυτό είναι ένα ερώτημα, που γενικότερα η Βουλή των Κοινοτήτων κατορθώνει ν’ ανατρέπει διαρκώς, καθιστώντας αμφίβολη την εξέλιξη της διαδικασίας, η οποία βρίσκεται σε τέλμα, ένεκα ακριβώς του "backstop". Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τέθηκαν πολλάκις εναλλακτικές ρυθμίσεις, που δυνητικά θα μπορούσαν ν’ αντικαταστήσουν το "backstop", ωστόσο καμία -μέχρι στιγμής- ευοδώθηκε. Ανάμεσα σ’ αυτές, και η διενέργεια ελέγχων με τη χρήση της τεχνολογίας (κάμερες, λογισμικά προγράμματα), όπως συμβαίνει στα σύνορα της Νορβηγίας, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη Σουηδία.
Σε κάθε περίπτωση, η λύση ή όχι του αινίγματος "backstop" θα εξαρτηθεί κυρίως από την πορεία που θα ακολουθηθεί ευρύτερα, με δεδομένη την παράταση που αναμένεται να δοθεί στο "Brexit" και που κάθε άλλο παρά λύνει τον "Γόρδιο Δεσμό" του διαζυγίου Λονδίνου - Βρυξελλών.


Το μόνο που υπάρχει ως δέσμευση είναι η πρόθεση της βρετανικής κυβέρνησης, ακόμη και σε περίπτωση άτακτου "Brexit" (που παρά την απόρριψή του από τη Βουλή των Κοινοτήτων, παραμένει στο φάσμα των επιλογών εάν δεν εξευρεθεί πεδίο συνεννόησης) να καταργήσει όλους τους συνοριακούς ελέγχους μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό, για τη συμμόρφωση με διεθνείς υποχρεώσεις, όπως για τη διαφύλαξη της βιοασφάλειας της νήσου της Ιρλανδίας.