Ενεργειακής αποτροπής τριμερής

Οι συζητήσεις που βρίσκονται επί θύραις σήμερα για επανέναρξη συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού και που βασίζονται στο χρεοκοπημένο ως διαδικασία και ως πολιτική σύλληψη μοντέλο της ΔΔΟ, που στην ουσία αποδέχεται τις «πραγματικότητες» της εισβολής, οφείλουν να δώσουν τη θέση τους σε μια νέα πολιτική αντίληψη επανατοποθέτησης στη διαχείριση του Κυπριακού στη βάση των νέων δεδομένων
Η υπόθεση της αποτροπής παραπέμπει στην, διά της προβολής ισχύος, θέσεων, αντιλήψεων και δικαιωμάτων, πορεία μιας διαρκούς, μιας αδιάλειπτης υπεράσπισης εθνικού συμφέροντος. Στο διαχρονικά και σύγχρονα άναρχο διεθνές περιβάλλον, δεδομένης της κραυγαλέας απουσίας συστήματος συλλογικής ασφάλειας, δηλαδή έλλειψης συνεκτικού θεσμικού πλαισίου επιβολής του διεθνούς νόμου και της παγκόσμιας τάξης, η υπεράσπιση δικαίου και δικαιωμάτων επαφίεται σχεδόν απολύτως σε ίδιες δυνάμεις στην προβολή αποτρεπτικής ισχύος, προβαλλόμενης κατά μόνας ή και μετά συμμάχων.


Η επί θύραις κινούμενη ενεργειακή συμμαχία Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ δημιουργεί ασφαλείς και αξιόπιστες προϋποθέσεις προβολής σοβαρής αποτρεπτικής ισχύος. Με δεδομένες τις κατά τα ανωτέρω υφιστάμενες παραμέτρους διεθνούς ανομίας, η συμμαχική σύμπηξη μετώπου αναπτύσσει έναν ορίζοντα εμπέδωσης συνθηκών εθνικής ασφάλειας, σταθερότητας και ειρήνης, στο πλαίσιο του οποίου το ενεργειακό στοιχείο εκδηλώνεται πρωταγωνιστικά.


Η συμμετοχή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, στην έκτη Τριμερή Σύνοδο Κορυφής, που έλαβε χώραν στην Ιερουσαλήμ, δημιουργεί όρους και προϋποθέσεις ουσιαστικής αναβάθμισης του χώρου και του συνολικού εγχειρήματος, ιδιαιτέρως μάλιστα με δεδομένο το γεγονός ότι η συνάντηση λαμβάνει χώραν στο Ισραήλ.


Οι ΗΠΑ, από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προπάντων όμως και όλως ιδιαιτέρως από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και εντεύθεν ενδιαφέρονται τα μάλα για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και αναπτύσσουν παρεμβατική ενίοτε παρουσία στα δρώμενα. Ο παράγων ενέργεια ενισχύει τη γεωστρατηγική θέση του χώρου και ενδυναμώνει τα ενδιαφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαιτέρως δε της Ουάσιγκτον για ενεργότερη παρουσία στην περιοχή, όπερ και συμβαίνει.


Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να αναγνωσθεί και η επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στην Ιερουσαλήμ. Το Ισραήλ παραπέμπει στην Ουάσιγκτον, γιατί ακριβώς οι κινήσεις των ΗΠΑ διαμορφώνονται μέσα από τη δομημένη διεθνή επιρροή στην Ουάσιγκτον του ισραηλινού λόμπι, όπου η ίδια η πολιτική διαμορφώνεται και υλοποιείται με βάση εβραϊκά, αλλά και ισραηλινά συμφέροντα.


Η επιλογή, δε, από τις ΗΠΑ του αγωγού Εast-Med με διέλευση από την Κρήτη, την Πελοπόννησο και εκβολή του στην Ιταλία, έναντι της επιλογής ενός τουρκικού αγωγού, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, θα ήταν και οικονομικότερος, αποδίδεται σε ζητήματα ασφάλειας που δεν παρέχει το τουρκικό σύστημα στο εσωτερικό του, όσο και στις σημερινές κακές σχέσεις Ουάσιγκτον - Άγκυρας, όπως και Τελ Αβίβ - Άγκυρας.


Η συνεργασία Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, με την ενεργό στήριξη των ΗΠΑ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τακτικής υφής, αφού η ίδια η φύση της είναι στρατηγική, καθώς δεν αποτυπώνει τη διαχείριση εξελίξεων του παρόντος και μόνον, αλλά αποσκοπεί σε κινήσεις ενός επερχόμενου μέλλοντος. Η γεωστρατηγική αναβάθμιση του χώρου θα είναι, βεβαία, ραγδαία και εξόχως σημαντική.


Το εκδηλούμενο σχήμα προβάλλει ως σύμπραξη συμφερόντων, η αποτύπωση των οποίων επιφέρει αφενός μεν το υπολογισμένο ρίσκο αντιδράσεων από τρίτους, της Τουρκίας προεξαρχούσης, αφετέρου δε οικοδομεί μια πλατφόρμα αξιόπιστης, δηλαδή αποτρεπτικής παρουσίας του Ελληνισμού, ιδίως μάλιστα της οιονεί απειλούμενης Κύπρου.


Η Τουρκία διεκδικεί παρουσία και συμμετοχή σε οτιδήποτε τεκταίνεται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου και επομένως αντιδρά όταν δεν προβλέπεται η συμμετοχή της. Οι δηλώσεις και η στάση της Άγκυρας αντανακλούν αυτήν τη φιλοσοφία και θέλησή της για μια οιονεί παρουσία σε όλες τις εξελίξεις. Εδώ πρέπει να σημειώσει κανείς πως οι αναμενόμενες ως επερχόμενες αντιδράσεις της Άγκυρας μπορούν σε σεναριακό επίπεδο ευχερώς να υπολογισθούν, παραπέμπουν δε σε πειρατικής υφής προαναγγελθείσες ερευνητικές δραστηριότητες και ενδεχόμενες γεωτρήσεις σε μη αδειοδοτημένα οικόπεδα υπαγόμενα στην κυπριακή θαλάσσια επικράτεια.


Η διεκδικητική αυτή πολιτική προσκρούει σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου ο διεθνής παράγων είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, όπου και όταν ταυτίζονται εν προκειμένω με τα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις προβάλλεται από τον διεθνή παράγοντα έναντι της Τουρκίας ανάλογη αποτρεπτική πολιτική ισχύος, παρεμποδίζοντάς την αυτονοήτως να προχωρήσει σε εκτός διεθνούς νομιμότητας ενέργειες έναντι του ιδίου στην περιοχή.


Το κυρίως ζήτημα που αναφύεται στο πλέγμα του ανωτέρω σκεπτικού άπτεται της ικανότητας των πολιτικών ηγεσιών Κύπρου και Ελλάδος να αξιοποιήσουν το μομέντουμ υπέρ πολιτικών εθνικά ωφέλιμων για την χώρα και που εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα των δυο κρατών του Ελληνισμού. Το τελευταίο παραπέμπει σε μια μόνο κατεύθυνση ως εθνική κατά ταύτα επιλογή και άπτεται της αδήριτης ανάγκης για απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών και αποκατάσταση του status quo ante, τουτέστιν της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο πριν και στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης.


Επομένως, οι συζητήσεις που βρίσκονται επί θύραις σήμερα για επανέναρξη συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού και που βασίζονται στο χρεοκοπημένο ως διαδικασία και ως πολιτική σύλληψη μοντέλο της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που στην ουσία αποδέχεται τις «πραγματικότητες» της εισβολής, οφείλουν να δώσουν τη θέση τους σε μια νέα, κατά τα ανωτέρω, πολιτική αντίληψη επανατοποθέτησης στην διαχείριση του Κυπριακού στη βάση των νέων δεδομένων.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο