Κυπριακό

Η κληρονομιά του Τάσσου

Στα συρτάρια του Προεδρικού από το 2007 οι γνωματεύσεις – βόμβα για το καθεστώς των βρετανικών βάσεων

Το κεφάλαιο Βρετανικές Βάσεις -μια... ξεχασμένη πτυχή του Κυπριακού- ανέσυρε εκ νέου στην επιφάνεια το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ξεκάθαρο και καταπελτικό περιεχόμενο της γνωμοδότησης αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο «νομικό όπλο», όπως το χαρακτήρισε ο Γενικός Εισαγγελέας, στα χέρια της Κύπρου.


Δεν είναι, όμως, το μοναδικό. Ήδη, από τον Νοέμβριο του 2007, τρεις εγνωσμένου κύρους και διεθνούς εμβέλειας συνταγματολόγοι παρέδωσαν στην κυπριακή Κυβέρνηση τις δικές τους γνωματεύσεις, οι οποίες παραμένουν μέχρι σήμερα σε συρτάρια... ερμητικά κλειστά στο Προεδρικό Μέγαρο.


Αν και πρόκειται για έγγραφα που εφοδίαζαν την Κυπριακή Δημοκρατία με εκείνα τα ισχυρά επιχειρήματα που θα της επέτρεπαν να εγείρει θέμα Βάσεων, οι προεδρικές εκλογές του 2008 σήμαναν την επιστροφή της Κυβέρνησης στη γνωστή και... αέναη αναζήτηση της «κατάλληλης στιγμής» για να «ανοίξει το μέτωπο με τους Βρετανούς».


Οι εν λόγω γνωματεύσεις, που υπέγραψαν αυθεντίες στον τομέα του Διεθνούς Δικαίου, παρέμειναν έκτοτε ανεκμετάλλευτες και τη δική τους εξήγηση περί τούτου παραθέτουν, με δηλώσεις τους στη «Σημερινή», η Ερατώ Κοζάκου - Μαρκουλλή, που βρισκόταν στο τιμόνι του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τον ουσιώδη χρόνο και ο διάδοχός της, Μάρκος Κυπριανού. Για τις προθέσεις του Τάσσου Παπαδόπουλου έναντι της Βρετανίας, καταθέτει στη «Σ» τη μαρτυρία του ο τότε στενός συνεργάτης του και πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Λιλλήκας, ενώ περισσότερο φως στα όσα εκτυλίχθηκαν προσδίδεται από τα απόρρητα πρακτικά συνεδρίας που πραγματοποίησε το Υπουργικό Συμβούλιο, λίγες μόνο μέρες πριν κληθούν οι συνταγματολόγοι να γνωμοδοτήσουν.


Δεδομένων αφενός των περιορισμών ως προς την εθνική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον τρόπο λειτουργίας των Βάσεων και της κοινής παραδοχής ότι πρόκειται για αποικιακό κατάλοιπο και αφετέρου της στάσης αναμονής που αποφάσισε να τηρήσει η Κυβέρνηση -θέτοντας ως προϋπόθεση τη γνωμοδότηση του Κ. Κληρίδη, ώστε να προβεί έστω και σε δηλώσεις για την απόφαση της Χάγης- το ερώτημα «πότε η Κύπρος θα εγείρει θέμα Βάσεων;» τίθεται εκ των πραγμάτων επιτακτικά στο τραπέζι.


«Ο Τάσσος ήταν αποφασισμένος»


Η γνωμάτευση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης «επιβεβαίωσε επί της ουσίας τις τρεις γνωματεύσεις που είχε στα χέρια της η ΚΔ από το δεύτερο εξάμηνο του 2007», δηλώνει στη «Σ» ο Γιώργος Λιλλήκας. «Τότε, η Κυβέρνηση Τάσσου Παπαδόπουλου ζήτησε τις γνωματεύσεις γιατί ήταν αποφασισμένη να ανοίξει το κεφάλαιο των Βάσεων», υπογραμμίζει και συμπληρώνει ότι, «δυστυχώς, η επόμενη Κυβέρνηση, του Δημήτρη Χριστόφια, αποφάσισε ότι δεν είναι η ώρα να ανοίξουμε το ζήτημα και θα το ανοίξουν τα εγγόνια των εγγονιών μας».


Εκφράζοντας τη θέση ότι «πρέπει να ανοίξουμε θέμα Βάσεων», εφόσον «το μέτωπο το έχει ανοίξει ούτως ή άλλως η Βρετανία, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, υποστηρίζοντας τις τουρκικές θέσεις στο Κυπριακό», ο κ. Λιλλήκας θυμίζει παράλληλα ότι πολύ πρόσφατα «η Αγγλία, με παρέμβασή της προσπάθησε να εξαναγκάσει την ΚΔ να προσφέρει υπηκοότητες στα παιδιά των εποίκων». «Τι άλλο περιμένουμε;», διερωτάται και δηλώνει ότι «όσοι δεν βλέπουν τις πραγματικότητες, απλώς στρουθοκαμηλίζουν κι αυτό δεν εξυπηρετεί την εθνική μας υπόθεση».


Ερωτηθείς κατά πόσον η Κυβέρνηση Τάσσου Παπαδόπουλου προχώρησε μετά τις γνωματεύσεις του 2007 στη διαμόρφωση συγκεκριμένης στρατηγικής, απαντά ως εξής: «Υπήρχε τότε η απόφαση να ζητήσουμε τις γνωματεύσεις για να απαντηθούν τα ερωτήματα αν οι Βάσεις είναι κυρίαρχες ή όχι, αν οι Βάσεις είναι νόμιμες ή όχι, αν μπορούμε να τις καταγγείλουμε και με ποια διαδικασία και κατά πόσον θα επηρεαζόταν η διεθνής οντότητα του κράτους μας δεδομένων των παραμέτρων της Συνθήκη Εγκαθίδρυσης».


Η απάντηση που δόθηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, «ήταν ότι δεν επηρεάζεται το διεθνές καθεστώς και η οντότητα της ΚΔ, διότι δεν εδράζεται πλέον η κρατική μας οντότητα και η διεθνής της υπόσταση στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960, αλλά εδράζεται στο ψήφισμα 186/1964 και σε μια σειρά από άλλους παράγοντες που έχουν προκύψει έκτοτε».


Τα απόρρητα πρακτικά του Υπουργικού


Των γνωματεύσεων που ζητήθηκαν από την κυπριακή Κυβέρνηση το φθινόπωρο του 2007, προηγήθηκε μια σειρά γεγονότων που πυροδότησε μια συμφωνία στρατηγικού συνεταιρισμού μεταξύ Βρετανίας και Τουρκίας. Στο έγγραφο, που υπέγραψαν στις 23 Οκτωβρίου 2007 οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, Γκ. Μπράουν και Ταγίπ Ερντογάν, γινόταν αναφορά στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Λευκωσίας. Σημειώνεται ότι τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους είχε πραγματοποιηθεί και η τελευταία συνάντηση Τάσσου - Ταλάτ για εφαρμογή της 8ης Ιουλίου.


Χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως «σοβαρή αρνητική εξέλιξη, αφού αποσκοπεί στη συστηματική προαγωγή χωριστής ανάπτυξης του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων σε κρατική οντότητα και χωριστών σχέσεων με άλλες χώρες».


Στο σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου στις 7 Νοεμβρίου 2007, που φέρουν τη σήμανση «άκρως απόρρητο», αναφέρεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη εξέλιξη, η Κυβέρνηση «έκρινε αναγκαία τη συνολική επανεξέταση όλου του φάσματος των δεσμεύσεων προς αναθεώρηση των σχέσεών μας με τον Ηνωμένο Βασίλειο» και προστίθεται ότι σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2007 «αποφασίστηκε η αποχή μέχρι νεότερης απόφασης, τόσο του Προέδρου της Δημοκρατίας όσο και των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων κρατικών αξιωματούχων από δεξιώσεις και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις που διοργανώνει η Ύπατη Αρμοστεία του Ηνωμένου Βασιλείου, καθιστώντας σαφή τον λόγο της μη συμμετοχής τους».


Στην ίδια συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίστηκε η σύσταση δύο Επιτροπών, «οι οποίες θα ενεργήσουν με σκοπό την αναθεώρηση των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ηνωμένο Βασίλειο, σε ό,τι αφορά ειδικά τις Βρετανικές Βάσεις και διευκολύνσεις που διεκδικεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο, με βάση τις ισχύουσες σχετικές Συνθήκες και Συμφωνίες μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου».


Συγκεκριμένα, συστάθηκαν τότε Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τη γενική αναθεώρηση της στάσης της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της παρουσίας των Βρετανικών Βάσεων, αλλά και Μόνιμη Υπηρεσιακή Επιτροπή με σκοπό τη «συστηματική καταγραφή και μελέτη των καθημερινών σχέσεων των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και ειδικότερα με τις Αρχές των Βρετανικών Βάσεων» και να «επανεξετάσει τις σχετικές πολιτικές και πρακτικές της κυπριακής Κυβέρνησης, με βάση τις ισχύουσες σχετικές Συνθήκες και Συμφωνίες μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου». Στις 9 Νοεμβρίου, το Προεδρικό ζήτησε τη συνδρομή των τριών ξένων συνταγματολόγων και την υποβολή νομικών γνωματεύσεων σε σχέση με τις Βρετανικές Βάσεις.


Οι απόρρητες γνωματεύσεις


Κληθέντες να απαντήσουν σε 5 συγκεκριμένα ερωτήματα, αναφορικά με περιορισμούς και δικαιώματα των Βρετανών ως απόρροια της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και των σχετικών παραρτημάτων, οι τρεις συνταγματολόγοι -με γνώμονα τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου- κατέληγαν συμφωνούντες στο παράνομο του καθεστώτος των Βρετανικών Βάσεων. Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Σημερινή», σε μία τουλάχιστον εκ των γνωματεύσεων εξάγεται ρητά το συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να θεωρείται ότι κατέχει «κυριαρχία» επί των βρετανικών στρατιωτικών Βάσεων.


Το απόλυτο νομικό έρεισμα, ώστε η κυπριακή Κυβέρνηση ν’ ανοίξει θέμα για τις βάσεις και να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με τους Βρετανούς, δόθηκε πριν από δώδεκα περίπου χρόνια. Εντούτοις, οι προεκλογικές διακηρύξεις για το ακανθώδες αυτό ζήτημα, φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να περιορίζονται στο χαρτί, υπό την αιτιολόγηση της εξεύρεσης του σωστού timing και των κατάλληλων πολιτικών συνθηκών για άνοιγμα «δεύτερου μετώπου» στο Κυπριακό. Σημειώνεται ότι, κατά τον προεκλογικό του 2013, μεταξύ άλλων θέσεων του Ν. Αναστασιάδη ως προς τα «χαρακτηριστικά της λύσης», περιλαμβανόταν και η φράση «να καταργεί τις εγγυήσεις του 1960 και τις Βρετανικές Βάσεις».
Ε. Κοζάκου-Μαρκουλλή: «Δεν γνώριζα για τις γνωματεύσεις»


«Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο υπόψη μου, ούτε είχε τεθεί ενώπιόν μου ανάλογη γνωμοδότηση όταν ανέλαβα τα καθήκοντα μου ως Υπουργός Εξωτερικών το 2007 και το 2011», απάντησε στη «Σ» η τέως Υπουργός Εξωτερικών, Δρ Ερατώ Κοζάκου - Μαρκουλλή, ερωτηθείσα γιατί δεν αξιοποιήθηκαν από την κυπριακή Κυβέρνηση οι τρεις γνωματεύσεις. «Γνωμοδοτήσεις για επιμέρους νομικά θέματα που αφορούν τις Βρετανικές Βάσεις υπήρξαν στο παρελθόν, όχι όμως ανάλογης φύσεως με τα ερωτήματα που αφορούν την περίπτωση του Αρχιπελάγους Chagos, τουλάχιστον που να είχαν τεθεί υπόψη μου είτε ως Διευθύντριας Κυπριακού είτε ως Υπουργού Εξωτερικών», προσθέτει.


Όσον αφορά τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον Μαυρίκιο, η κ. Μαρκουλλή θεωρεί ότι «είναι εξαιρετικής σημασίας τόσο από πλευράς Διεθνούς Δικαίου και της διαδικασίας αποαποικιοποίησης, που συνδέεται με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, αλλά και για χώρες όπως η Κύπρος που αποτελούσε Βρετανική αποικία και που η ανεξαρτησία της πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες που δεν επέτρεψαν την πλήρη αποαποικιοποίηση της νήσου, εφόσον στο έδαφός της παρέμειναν δύο περιοχές ως κυρίαρχες στρατιωτικές Βάσεις του Ηνωμένου Βασιλείου». Αυτός είναι, όπως εξηγεί, ο λόγος που η ΚΔ «παρενέβη στη διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου επισημαίνοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τα συμπεράσματα του Διεθνούς Δικαστηρίου στη σχετική γνωμοδότηση». Παρόλη τη μη δεσμευτικότητά τους, προσθέτει «οι γνωμοδοτήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου φέρουν τεράστια νομική βαρύτητα και ηθικό κύρος».


Εκφράζει, επίσης, την άποψη ότι «θα πρέπει να τύχει πολύ σοβαρής μελέτης τόσο από τον Γενικό Εισαγγελέα όσο και από την Κυβέρνηση, ούτως ώστε όταν κριθεί ότι η στιγμή είναι κατάλληλη, κυρίως αναφορικά με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, να τύχει αξιοποίησης με στόχο την απαλλαγή της Κύπρου από τα αναχρονιστικά κατάλοιπα της αποικιοκρατίας». Καταληκτικά, αναφέρει ότι «το θέμα, όμως, είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και οι χειρισμοί που θα γίνουν θα πρέπει να τύχουν σοβαρής και ενδελεχούς μελέτης, προετοιμασίας και αξιολόγησης, τόσο νομικής όσο και πολιτικής, κυρίως από πλευράς των σχέσεών μας με το Ηνωμένο Βασίλειο και του ρόλου του ως εγγυήτριας δύναμης και ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας».
Μ. Κυπριανού: «Ζήτημα Προέδρου, όχι ΥΠΕΞ»


Τη σημαντικότητα της απόφασης της Χάγης εξαίρει και ο Μάρκος Κυπριανού, λέγοντας ότι «επιβεβαιώνει το κατάλοιπο της αποικιοκρατίας στη μορφή Βάσεων και θα είναι ένα ακόμα βέλος στη φαρέτρα της ΚΔ, όταν θελήσει να επιδιώξει την αλλαγή του καθεστώτος των Βάσεων». Ερωτηθείς κατά πόσον πρέπει να τύχει εκμετάλλευσης από την Κυβέρνηση, σημειώνει ότι «είναι θέμα πολιτικής απόφασης, που θα ληφθεί με βάση τις συγκυρίες που υπάρχουν στην Κύπρο, τις επιπλοκές της τουρκικής εισβολής, αλλά και τον απρόβλεπτο τρόπο που αντιδρά το Ηνωμένο Βασίλειο».


«Γνώριζα για τις γνωματεύσεις εκείνες», απαντά σε σχέση με τις εκθέσεις που ζήτησε ο Τ. Παπαδόπουλος το 2007 και προσθέτει ότι «επιπλέον είναι σαφές και το Διεθνές Δίκαιο -το γεγονός ότι πρόκειται περί αποικιοκρατικού καθεστώτος είναι δεδομένο». Το ζήτημα, εξηγεί ο κ. Κυπριανού, είναι «πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή με τις ιδιάζουσες συνθήκες της Κύπρου, να επιδιωχθεί κάτι σχετικό και η επικρατούσα πολιτική μέχρι σήμερα απ' όλες τις κυβερνήσεις ήταν ότι το θέμα εγείρεται μεν, αλλά επιδιώκεται η διευθέτησή του μετά τη λύση του κυπριακού προβλήματος».


Για την παραμονή των «ξεχασμένων» γνωματεύσεων στα συρτάρια, δηλώνει ότι «δεν είναι απόφαση του Υπουργείου Εξωτερικών, που σε συνδυασμό με τη Νομική Υπηρεσία κάνουν μια τεχνοκρατική διαχείριση -είναι απόφαση του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας, καθότι πρόκειται για πολύ σημαντικό θέμα». Αν θα εγερθεί ή όχι ζήτημα Βάσεων, προσθέτει, «αποφασίζεται στο ανώτατο επίπεδο». Συμπληρώνει ότι «δεν θα έπαιρνε μόνο του ένα υπουργείο μια απόφαση».


Για τους λόγους που επί θητείας του δεν ηγέρθη θέμα Βάσεων, εξηγεί ότι «τότε γινόταν μια νέα προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, το ΗΒ πάντα διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την προσπάθεια, επομένως σ’ εκείνη τη φάση -αλλά γι’ αυτό θα πρέπει να απευθυνθείτε στον Πρόεδρο της εποχής- κρίθηκε καλύτερο να μην ανοίξουμε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα όταν έχουμε ανοιχτό το μέτωπο της Τουρκίας».


Η προσέγγιση, εξηγεί περαιτέρω, «ήταν με άλλα λόγια ότι ‘αυτήν τη στιγμή γίνεται μια προσπάθεια (συνομιλίες με Ταλάτ) προς μια κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού, ας μην ανοίξουμε άλλα μέτωπα’». Πάντως, όπως αναφέρει, «πάντα εγειρόταν το θέμα και ουδέποτε έγινε αποδεκτό ότι θα είναι επ' άπειρον το θέμα των Βάσεων όπως έχει σήμερα».
«Εντολοδόχοι του στέμματος»


Ως «παράδοξο» χαρακτηρίζει ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δρ Ανδρέας Στεργίου, το μέχρι σήμερα καθεστώς ύπαρξης και λειτουργίας των στρατιωτικών Βάσεων του ΗΒ στην Κύπρο και εξηγεί: «Αυτό το φαινόμενο, που τείνει να εκλείψει στις περιοχές που κάποτε χαρακτηρίζονταν τριτοκοσμικές, εκδηλώνεται σήμερα στην Κύπρο όχι από μια μητροπολιτική χώρα της Δύσης απέναντι σε μια τριτοκοσμική χώρα, αλλά από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος μιας άλλης χώρας-μέλους της ίδιας Ένωσης».


Επιχειρώντας απάντηση στο ερώτημα γιατί καμία κυβέρνηση της Κύπρου δεν αποτόλμησε την κατάργηση των παράνομων Βρετανικών Βάσεων, ο πολιτικός αναλυτής, Γιώργος Κέντας, αποδίδει τη συγκεκριμένη στάση σε «φόβο της αλλαγής προς το χειρότερο της βρετανικής πολιτικής έναντι της Κύπρου». Ρητορικά δε, θέτει το ερώτημα «Πότε η βρετανική εξωτερική πολιτική υποστήριξε τα συμφέροντα της Κύπρου;» και διατυπώνει την εκτίμηση ότι «όταν οι Βάσεις τεθούν εν αμφιβόλω και καταργηθούν, τότε πιθανόν η Μ. Βρετανία να αναθεωρήσει την πολιτική της στην Κύπρο».


Ανάλογη, σύμφωνα με τον Γ. Κέντα, ήταν η συμπεριφορά που επέδειξε η κυπριακή Κυβέρνηση και κατά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. «Με διάθεση που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ‘μοιρολατρική’ πήγαμε να διαπραγματευτούμε το καθεστώς εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις Βάσεις, μετά την έξοδο της Βρετανίας, με δεδομένα τα οποία διαμορφώθηκαν το 2002, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο η κυριαρχία των Βρετανικών Βάσεων και η ΚΔ να αποκτά δικαίωμα μερικής εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου μόνο μετά από σαφή εξουσιοδότηση της Βρετανίας». Με αυτόν τον τρόπο, δηλώνει χαρακτηριστικά, «λειτουργεί ως εντολοδόχος του στέμματος».


Αναφορικά με τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου, αναφέρει ότι «πρόκειται για απόφαση μέσα από την οποία προκύπτουν τεράστιες πολιτικές δυνατότητες -άλλωστε, η διαπραγμάτευση είναι πάντα πολιτική, δεν θα γίνει σε δικαστήριο». Προσθέτει, μάλιστα, ότι «η χλιαρή και αναβλητική στάση της Κυβέρνησης να τοποθετηθεί ενόψει μιας τόσο συγκλονιστικής απόφασης - γνωμοδότησης είναι ενδεικτική αμηχανίας». Ενόσω, προσθέτει, «μας καταδιώκουν φοβικά σύνδρομα, θα ερχόμαστε ενώπιον συγκλονιστικών εξελίξεων από κράτη που έχουν πολύ λιγότερες θεωρητικά δυνατότητες από εμάς, που είμαστε κράτος-μέλος της ΕΕ».