Κυπριακό

Αναθέρμανση του φλερτ Άγκυρας - Βρυξελλών αναμένει η Λευκωσία

Σύμφωνα με τις σταθμίσεις της Λευκωσίας, η Τουρκία τείνει να εγκλωβιστεί σ’ ένα δυσυπέρβλητο γεωπολιτικό αδιέξοδο

Από τους αβύθιστους σκοπέλους της αβεβαιότητας διέρχεται, άλλη μια φορά, το Κυπριακό, με την εν εξελίξει προσπάθεια επανέναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας να πνέει τα λοίσθια, αφού οι προσπάθειες της ειδικής απεσταλμένης του ΓΓ των ΗΕ, Τζέιν Χολ Λουτ, για το Κυπριακό, δεν φαίνεται να καρποφορούν στο άγονο έδαφος των αγεφύρωτων διαφορών των δύο πλευρών.


Η διαρρεύσασα και η επί θύραις βδομάδες χαρακτηρίζονται από δύο γεγονότα-ορόσημα, που ελπίζεται να σηματοδοτήσουν εξελίξεις ή τουλάχιστον μιαν αναμόχλευση του ήδη τελματώδους κλίματος, την ώρα που και η νέα πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, για ξεμπλοκάρισμα της διαδικασίας, με την υποβολή της ιδέας για προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν φαίνεται να βρίσκει ευήκοα ώτα ούτε στο εξωτερικό, αλλά ούτε στο εσωτερικό.


Το πρώτο, αφορά την έναρξη του διαλόγου μεταξύ ομάδων εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Τουρκίας για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, όπως συμφωνήθηκε στην πρόσφατη συνάντηση των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, Γιώργου Κατρούγκαλου και Μεβλούτ Τσαβούσογλου.


Η πρώτη συνάντηση έλαβεν χώραν την περασμένη Παρασκευή στην Αθήνα, με συνομιλίες του Τούρκου Υφυπουργού Εξωτερικών και του Γ.Γ. του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη κ. Παρασκευόπουλου, στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκαν και οι προοπτικές επανέναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας για το Κυπριακό.


Μεταξύ άλλων, συζητήθηκαν «ιδέες» για την αντικατάσταση του υφιστάμενου καθεστώτος των εγγυήσεων, το οποίο η ελληνική πλευρά θεωρεί αναχρονιστικό, όπως και την παραμονή στρατευμάτων μετά τη λύση.


Η δεύτερη, αφορά στην υποβολή, αύριο Δευτέρα, 15 Απριλίου 2019, της έκθεσης του ΓΓ των ΗΕ για το Κυπριακό, όπου θα καταγράφονται και τα πεπραγμένα των αλλεπάλληλων διαβουλεύσεων της κ. Λουτ με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις για συμφωνία επί των όρων αναφοράς.


Όσον αφορά την υποβληθείσα πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αρμόδιες πηγές επισήμαναν στην εφημερίδα μας ότι στόχος της ε/κ πλευράς είναι η εξεύρεση τρόπων άρσης του υφιστάμενου αδιεξόδου, το οποίο, λόγω της παρελκυστικής στάσης της τ/κ πλευράς, τείνει να παγιωθεί επικίνδυνα. Και εκφράζει, ταυτόχρονα, προσθέτουν, τη θέληση του Προέδρου Αναστασιάδη για επανέναρξη της διαπραγμάτευσης, κάτι που δεν φαίνεται να υπάρχει στην άλλη πλευρά.


Πάντως, ανεξαρτήτως των πολιτικών επιγενομένων του αμέσως προσεχούς διαστήματος, η Λευκωσία εκτιμά ότι ορόσημο για τις όποιες εξελίξεις θα είναι η περίοδος αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, αφού, εκ των πραγμάτων, θα επανατεθούν επί τάπητος οι εξόχως προβληματικές, ιδία το τελευταίο διάστημα, ευρωτουρκικές σχέσεις, σε μια περίοδο ιδιαίτερα δυσχερή για την Κυβέρνηση Ερντογάν, με την τουρκική οικονομία να πορεύεται επί ξυρού ακμής και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις να επιδεινούνται ολοένα.


Σύμφωνα με τις σταθμίσεις της Λευκωσίας, η Τουρκία τείνει να εγκλωβιστεί σ’ ένα δυσυπέρβλητο γεωπολιτικό αδιέξοδο, αφού, αφενός, δείχνει να εξαντλείται η στρατηγική του πολιτικού εκκρεμούς ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, και, αφετέρου, φαίνεται να εκλείπουν άλλες εναλλακτικές επιλογές, πλην της αναθέρμανσης των σχέσεων με την Ευρώπη.


«Από τη μια, πρέπει να αποκλείεται ενδεχόμενη προσφυγή της τουρκικής Κυβέρνησης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς, για τον Ρ. Τ. Ερντογάν, το IMF αποτελεί εργαλείο της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας, ενώ, από την άλλην, η διαφαινόμενη ευρασιατική στροφή της τουρκικής στρατηγικής δεν φαίνεται να έχει ρεαλιστικές προοπτικές, λόγω, αφενός, της εξάρτησης της τουρκικής οικονομίας από τη Δύση και, αφετέρου, ένεκα του γεγονότος ότι στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση περισσότερο κυρίαρχος, προσώρας, είναι ο ρόλος της Κίνας και όχι της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Οπόταν, ως μόνη ρεαλιστική εναλλακτική διέξοδος για την Τουρκία «εμφανίζεται η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ».


«Υπό αυτό το πρίσμα», όπως επισήμανε καλά ενημερωμένη πηγή στη «Σ», «ίσως ανοίξει εκ νέου η προοπτική για συζήτηση του Κυπριακού σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, αφού η Άγκυρα δεν θα έχει ουσιαστικές εναλλακτικές επιλογές όσον αφορά τη διάσωση της τουρκικής οικονομίας και, αναπόφευκτα, θα στραφεί προς τις Βρυξέλλες, για εμβάθυνση της τελωνειακής ένωσης. Εδώ είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Κυπριακή Δημοκρατία, ρίχνοντας στο τραπέζι το χαρτί του Κυπριακού».
«Θα υλοποιήσουν τις απειλές»


Την ίδια ώρα, η Λευκωσία παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στις ήδη εύθραυστες αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η διακύμανση των οποίων, λόγω της εμμονής της Κυβέρνησης Ερντογάν στην αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400, ενδέχεται να προκαλέσει ακόμη πιο σοβαρές ανακατατάξεις στο ήδη ρευστό και επισφαλές γεωπολιτικό ισοζύγιο στην περιοχή.


Η εκτίμηση, δε, της Κυβέρνησης είναι ότι οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να μείνουν στις φραστικού τύπου προειδοποιήσεις προς την Άγκυρα, αλλά θα προβούν και στη λήψη έμπρακτων μέτρων, με κύριο μοχλό το Κογκρέσο, όπου ήδη διαμορφώνεται ένα εξαιρετικά δυσοίωνο κλίμα για τον Ρ. Τ. Ερντογάν και τις επιλογές του. Προς επίρρωσιν τούτου, σημειώνουν την κατάθεση του «Νομοσχεδίου για την Ασφάλεια και την Ενεργειακή Συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο του 2019», το οποίο κατέθεσαν οι γερουσιαστές Μπομπ Μενέντεζ και Μάρκο Ρούμπιο, το οποίο εισάγει μια σειρά πρωτοβουλίες προς ενίσχυση της εταιρικής στρατηγικής σχέσης με την Κύπρο, την Ελλάδα και το Ισραήλ, ιδιαίτερα στους τομείς της ασφάλειας και της ενέργειας, μέσα από την αναβάθμιση της αμερικανικής στήριξης των τριμερών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο.


Την ίδια ώρα, η Λευκωσία, αθόρυβα και συντονισμένα, προχωρεί στην υλοποίηση του ενεργειακού προγράμματος, με κύρια προτεραιότητα, αυτήν τη στιγμή, τη συμφωνία με την Total για αξιοποίηση τού πολλά υποσχόμενου τεμαχίου 7 στην κυπριακή ΑΟΖ.


Κοινή επιθυμία των δύο πλευρών είναι η διεύρυνση της ενεργειακής συνεργασίας και σε άλλα κυπριακά οικόπεδα, την ώρα που οι σχέσεις με τη Γαλλία αναπτύσσονται, πέραν της ενέργειας, σε πολλαπλά επίπεδα, με προεξάρχοντα τα θέματα αμυντικής συνεργασίας και γενικής πολιτικής.