Υψηλού ρίσκου διασκελισμός

Η ιστορικότητα της στιγμής, που αναφέρεται στη στρατηγικού ενδιαφέροντος γεωπολιτική στροφή των ΗΠΑ προς τα συμφέροντα του Ελληνισμού μετά από 65 και πλέον χρόνια, επιβάλλει ανάλογες διεκδικητικές κινήσεις, που συνιστούν μια εξαρχής θεώρηση αντικρίζοντας τη μεγάλη εικόνα, πράγμα που δεν παραπέμπει σε βήματα μικροπολιτικής, πεζής προσέγγισης, αλλά σε στρατηγικών δεδομένων μείζονος γεωπολιτικής υπεραξίας διεκδικούμενα
Η τουρκική ηγεσία προχωρεί εσχάτως σε μία ευρύτερης κλίμακας προσέγγιση προς τη Μόσχα, στην οποία συμπεριλαμβάνεται τόσο η κατασκευή εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στο Άκιουγιου, έναντι των ακτών της Κύπρου, όσο φυσικά και η απόκτηση του αντιπυραυλικού συστήματος S400, το οποίο συνιστά μείζον πρόβλημα για την Ουάσιγκτον. Το τελευταίο, όλως ιδιαιτέρως, αποτελεί συνθήκη, που θα μπορούσε, τη συνδρομή διαφόρων παραγόντων, της Ουάσιγκτον πρωταγωνιστούσης, να οδηγήσει σε δομικής μορφής ανατροπές του υφιστάμενου διεθνοπολιτικού πλαισίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.


Το γεγονός ότι η Τουρκία προχωρεί στη σύναψη συμμαχικών δεσμών σε διάφορα επίπεδα με τη Ρωσία, η οποία θεωρείται παραδοσιακά το αντίπαλον δέος του δυτικού στρατοπέδου και δη των ΗΠΑ, συνιστά για την Ουάσιγκτον και δη τη συγκεκριμένη ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, εχθρική ενέργεια. Ήδη προετοιμάζεται η επιβολή κυρώσεων, οι οποίες μπορεί να υπενθυμίσουν τις κυρώσεις που υπέστη το τουρκικό κράτος και η τουρκική οικονομία από το εμπάργκο όπλων που επέβαλε το αμερικανικό Κογκρέσο, τη ενεργό συνδρομή του ελληνοαμερικανικού λόμπι, για το Κυπριακό εναντίον της Τουρκίας το 1975 και που οδήγησε την τουρκική οικονομία στα όρια της κατάρρευσης, ακριβώς γιατί η Τουρκία αναγκαζόταν να προμηθεύεται σε πολύ πιο υψηλές τιμές οπλικά συστήματα για την κάλυψη των αμυντικών της αναγκών.


Η Ρωσία, η οποία επιθυμεί σφόδρα την πολυεπίπεδη συνεργασία με την Τουρκία, των εξοπλιστικών μη υπολειπομένων, δεδομένου, μάλιστα, του πρωταγωνιστικού ρόλου που έχει η Άγκυρα στο ΝΑΤΟ, που συνιστά παράγοντα επί του οποίου στηρίζεται η αμερικανική πολιτική στην περιοχή, δείχνει παντοιοτρόπως τη θέλησή της να ικανοποιήσει τα τουρκικά αιτήματα και τις ανάγκες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καλύψουν το κενό οικονομικών και εξοπλιστικών προγραμμάτων που αφήνει πίσω της μια ενδεχόμενη εγκατάλειψη της Τουρκίας από τις ΗΠΑ. Ο εναγκαλισμός της Ρωσίας για την Άγκυρα αποδίδεται όχι μόνο στη συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως στο γεγονός της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής θέσης της στα Δαρδανέλια, που σηματοδοτεί έλεγχο των Στενών, του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά και στην ισχύ που εκπέμπει η γιγαντιαία παρουσία ενός μουσουλμανικού πληθυσμού σχεδόν 80 εκατομμυρίων στην περιοχή.


Για την Τουρκία, το γεγονός ενός αποκλεισμού από τις ΗΠΑ της παραχώρησης των F35 και άλλων αναγκαίων για την τουρκική πολεμική βιομηχανία οπλικών συστημάτων θα μπορούσε να σημαίνει, σύμφωνα με τις δηλώσεις Τσαβούσογλου, μια εν είδει εξαναγκασμού ώθηση της Άγκυρας προς μία εφ’ όλης της ύλης συνεργασία με τη Μόσχα για την ικανοποίηση των στρατιωτικών και άλλων αναγκών της. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για μια ιστορική εξέλιξη στα διεθνοπολιτικώς δρώμενα, στον βαθμό που η Τουρκία θα μετατραπεί σταδιακά από συμμαχική χώρα σε αντίπαλη προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ δύναμη. Ένα τέτοιο σενάριο παραμένει σχετικώς απίθανο, λόγω ακριβώς της γεωστρατηγικής σημασίας που αποδίδεται στην Άγκυρα. Παρά ταύτα, στην παρούσα φάση, δεδομένης της παρουσίας δύο απροβλέπτου πολιτικής συμπεριφοράς ηγετών σε Άγκυρα και Ουάσιγκτον -σχέση που την χαρακτηρίζει ένα ενεργό ρήγμα εμπιστοσύνης-, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο απολύτου ρήξεως σε επόμενα στάδια.


Η τουρκική αντίληψη ότι μπορεί η Άγκυρα να προσχωρήσει στη ρωσική αμυντική βιομηχανία, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες της, μπορεί να ακούγεται προς στιγμήν ως απλή, είναι, όμως, άκρως απλοϊκή, γιατί τα αμυντικά συστήματα και η πολεμική βιομηχανία αποτυπώνονται σε πολύ πιο περίπλοκες και πολύπλοκες εκδοχές από μία αγορά. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία και το τουρκικό στράτευμα είναι ενσωματωμένο στη δυτική λογική και οργάνωση οπλικών συστημάτων και η αντικατάστασή του δεν είναι καθόλου εύκολη.


Μια κατά τα ανωτέρω ιστορικών δεδομένων επερχόμενη ρήξη ΗΠΑ - Τουρκίας, ενταγμένη στις σημερινές συνθήκες, συνυπολογίζοντας και το απρόβλεπτο των προσωπικοτήτων των πρωταγωνιστών, δημιουργεί τέτοια δεδομένα που επιβάλλουν στα δύο κράτη του Ελληνισμού, τα οποία όντας, πλέον, σε ένα τέτοιο σενάριο η μοναδική εναπομείνασα συμμαχική μονάδα για την Ουάσιγκτον στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, να κινηθούν προς αξιοποίηση του μομέντουμ, ικανοποιώντας το εθνικό συμφέρον. Το κατά τα ανωτέρω εθνικό συμφέρον της Ελλάδος αναμετράται με την ιστορία του ελληνικού έθνους και παραπέμπει σε στρατηγικές αποσκοπούσες, πρωτίστως, στην επούλωση της αιμάσσουσας από το 1974 διαρκούς πληγής της κατοχής της Κύπρου.


Η ιστορικότητα της στιγμής, που αναφέρεται στη στρατηγικού ενδιαφέροντος γεωπολιτική στροφή των ΗΠΑ προς τα συμφέροντα του Ελληνισμού μετά από 65 και πλέον χρόνια, επιβάλλει ανάλογες διεκδικητικές κινήσεις, που συνιστούν μια εξαρχής θεώρηση αντικρίζοντας τη μεγάλη εικόνα, πράγμα που δεν παραπέμπει σε βήματα μικροπολιτικής, πεζής προσέγγισης, αλλά σε στρατηγικών δεδομένων μείζονος γεωπολιτικής υπεραξίας διεκδικούμενα. Η μοναδικότητα των ιστορικών ευκαιριών που προδιαγράφουν οι επερχόμενες εξελίξεις εμφανίζεται, δυστυχώς, σε αναντιστοιχία του μεγέθους και της ποιότητας των πολιτικών ηγεσιών του τόπου σήμερα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο