Ανεπανόρθωτη ζημιά από την έλλειψη ενότητας

Όλοι αυτοί που πιέζουν, και πιέζουν σχεδόν αποκλειστικά την ε/κ πλευρά, διαχρονικά αντλούν επιχειρήματα από τα όσα λέγονται ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, στις μεταξύ τους πολεμικές αντιπαραθέσεις. Το τέλος είναι κοντά και η ανικανότητα ή και, χειρότερα, η απροθυμία να εξευρεθεί ελάχιστος κοινός παρονομαστής, θα στοιχίσει ανεπανόρθωτα
Όταν παρακολουθείς συζητήσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά και εκτός αυτών, για το Κυπριακό, αναρωτιέσαι, αν υπάρχει διέξοδος σωτηρίας. Ξεκινά μια συζήτηση με απλές ερωτήσεις και εξελίσσεται σε πόλεμο όλων με όλους. Όλων, όμως, δυστυχώς, εντός της ε/κ πλευράς. Ο «πόλεμος» δεν έχει στόχο την εξεύρεση κοινής γλώσσας, κοινής προσέγγισης, κοινής τακτικής για να λύσουμε το πρόβλημα. Για να απαλλαγούμε από την κατοχή και να επανενώσουμε την πατρίδα μας. Ο πόλεμος έχει στόχο τους πολιτικούς αντιπάλους εντός της ε/κ κοινότητας.


Και διεξάγεται με ένταση και σκληρή γλώσσα. Με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, που ενίοτε συνιστούν κανονικούς λιβέλους. Και θα μου πει κάποιος: Μα, καλά, δεν επιτρέπεται η κριτική και η αντιπαράθεση; Βεβαίως και επιτρέπονται και επιβάλλονται στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Αλλά και στο πλαίσιο μιας λογικής και μιας ευπρέπειας. Στο πλαίσιο πολιτικού πολιτισμού. Κυρίως, όμως, στο πλαίσιο του κοινού καλού και κατ’ εξοχήν του κοινού σκοπού. Την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου. Αυτό που γίνεται, όμως, είναι κάτι άλλο.


Η γλώσσα και το ύφος της αντιπαράθεσης και ορισμένες φορές τα ίδια τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται, κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν τον κοινό σκοπό. Τον κοινό στόχο. Το αντίθετο, μάλιστα. Συλλογιέται και διερωτάται κάποιος. Σε ποιο, άραγε, συμπέρασμα καταλήγει ένας τρίτος, ένας ξένος που βρίσκεται στην Κύπρο ή και εκτός Κύπρου και μπαίνει στον κόπο να μας παρακολουθήσει; Το ολιγότερο, κατά τη γνώμη μου, απογοητεύεται, γιατί πιθανότατα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε.


Και τους τρίτους αλλά και εμάς, τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις μάς οδηγούν στις εξής λογικές απορίες: Αν μεταξύ μας οι Ε/κ είναι αδύνατο να συνεννοηθούμε, πώς θα συνεννοηθούμε με τους Τ/κ; Πώς θα εκθέσουμε πειστικά τον κύριο ένοχο της κυπριακής τραγωδίας, αν αυτό το οποίο ο ένας θεωρεί επιχείρημα υπέρ της Κύπρου, ο άλλος το θεωρεί υπόσκαψη του αγώνα μας; Πώς είναι δυνατόν να μας πάρει οποιοσδήποτε στα σοβαρά, αν, μετά από τέσσερεις και πλέον δεκαετίες, ο καθένας επιμένει στις αρχικές του θέσεις και απαιτεί να υιοθετηθούν από τους άλλους περίπου στο σύνολό τους και χωρίς καμία αλλοίωση ή προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, με γνώμονα, δυστυχώς, την αυτοδικαίωση; Και δεν εννοώ να προσαρμόσει θέσεις αρχών. Όπως π.χ. την κατάργηση των εγγυήσεων.


Πέραν τούτων, όμως, αυτή η εξοντωτική τακτική του ενός έναντι του άλλου οδηγεί σε αχρήστευση ενός βασικού πυλώνα, που διεξάγουμε ως λαός. Της ενότητας του εσωτερικού μετώπου. Η διεθνής κοινότητα θα σταθεί περισσότερο αλληλέγγυα και θα εισακούσει πιο εύκολα τις θέσεις μας, αν αυτές εκφράζουν το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό των Ε/κ. Και η στάση της θα είναι πολλαπλάσια πιο θετική, αν αυτές, οι κατ’ ευχήν κοινές μας θέσεις ως Ελληνοκυπρίων, βρίσκονται, από τη μια, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και, από την άλλη, συναντούν τις δικαιολογημένες ανησυχίες των Τ/κ συμπατριωτών μας.


Για να το πετύχουμε αυτό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα εδώ στην ε/κ κοινότητα να συνεννοηθούμε, μια για πάντα, στο ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» μας, ποια θέματα συζητούμε, τι συμβιβασμούς υιοθετούμε, ποιους βασικούς στόχους επιδιώκουμε. Αν δεν πετύχουμε αυτόν τον στόχο, τα όσα έρχονται θα είναι χειρότερα απ’ όσα πέρασαν.
Αποενοχοποίηση της Τουρκίας


Είναι ενδεικτικό να αναφέρουμε ότι τόσο από την πρόσφατη έκθεση του Γ.Γ. του ΟΗΕ, όσο και από δηλώσεις άλλων μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως η πίεση στην πλευρά μας θα αυξάνεται. Η επιμονή, σε σειρά, τώρα, πια, εκθέσεων του Γ.Γ. του ΟΗΕ, περί της ευθύνης των δύο κοινοτήτων για την έλλειψη προόδου, όπως και η εμμονή ότι η λύση εξαρτάται από τις δύο κοινότητες, απαλλάσσει σταδιακά την Τουρκία από κάθε ευθύνη. Έχει μετατραπεί η Τουρκία, από ένοχος και θύτης, απλώς σε εγγυήτρια χώρα. Όπως η Αγγλία, η Ελλάδα και τίποτα άλλο.


Είναι σαν να μας λένε ότι ΔΕΝ εισέβαλε η Τουρκία το 1974 στην Κύπρο και ΔΕΝ κατέχει το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η όποια πίεση θα ασκείται μόνο στις δύο κοινότητες, άρα στους Ε/κ. Διότι η άλλη Κοινότητα τελεί υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης. Υπό την «προστασία» του νεοσουλτάνου.


Και αφού η Τουρκία, που ελέγχει τα κατεχόμενα και την τ/κ κοινότητα, είναι απλώς η τρίτη εγγυήτρια, γιατί να την ενοχλήσουν; Ταυτόχρονα, η έκθεση προετοιμάζει το έδαφος για να τεθούν χρονικά πλαίσια, χρονικοί περιορισμοί στη διαδικασία των συνομιλιών, όταν και εφόσον αρχίσουν. Επιπρόσθετα, παραπέμπει και πάλι σε νέα πενταμερή, όχι διεθνή διάσκεψη, αφήνοντας εκτός πρώτης σειράς ενδιαφέροντος χώρες μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας που διάκεινται θετικά στο πρόβλημά μας. Έδωσα δύο-τρία ενδεικτικά παραδείγματα τού πώς αυξάνεται η πίεση προς την πλευρά μας.


Χωρίς να αναφερθώ στον ξεκάθαρο εκβιασμό που μας ασκείται μέσω της ανανέωσης ή μη της παρουσίας της ΟΥΝΦΥΚΥΠ. Και, δυστυχώς, όλοι αυτοί που πιέζουν, και πιέζουν σχεδόν αποκλειστικά την ε/κ πλευρά, διαχρονικά αντλούν επιχειρήματα από τα όσα λέγονται ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, στις μεταξύ τους πολεμικές αντιπαραθέσεις. Το τέλος είναι κοντά και η ανικανότητα ή και, χειρότερα, η απροθυμία να εξευρεθεί ελάχιστος κοινός παρονομαστής, θα στοιχίσει ανεπανόρθωτα.