Κόμματα

Ποιες ευρωεκλογές; Για ποιους και γιατί;

Τα κόμματα έχουν… διαγράψει την Ευρώπη, μεταφέροντας τις αντιπαραθέσεις τους σε ευρωπαϊκή αρένα

Όσο διαρρέει ο χρόνος προς την εκλογική αναμέτρηση της 26ης Μαΐου, ολοένα και περισσότερο εδραιώνεται η αίσθηση ότι το κυπριακό πολιτικο-κομματικό σύστημα οργανώνει το... ξεκαθάρισμα των «εσωτερικών» λογαριασμών του σε ευρωπαϊκή αρένα.


Σ’ έναν αποκαρδιωτικά ισχνό, στα όρια εμεσματικής δυσθυμίας, προεκλογικό πολιτικό λόγο, και σ’ ένα άκρως συγκρουσιακό και πολωτικό πολιτικό σκηνικό, η συζήτηση για την Ευρώπη, τα προβλήματα και το μέλλον της, σε συσχετισμό με τις καθ’ ημάς συνάψεις τους, απουσιάζουν δραματικά, δίνοντας τη θέση τους στη δυσώδη διαπάλη ενός άγονου ψηφοθηρικού διαγκωνισμού.
Είναι προφανές πως οι κατά τα ειωθότα υποβαθμισμένες - τόσο για τους σχεδιασμούς των πολιτικών κομμάτων όσο και για τις... διαθέσεις του εκλογικού σώματος- ευρωεκλογές, αποκτούν, μέσα στο εκτάκτως συνταχθέν συγκείμενο της κομματικής αντιπαράθεσης, μιαν απρόσμενη σημασιολογική αναβάθμιση που δεν είχαν προηγουμένως.


Ωστόσο, αυτή δεν μπορεί να εκφύγει τού καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο υφέρποντος εκπτωτικού πολιτικού κλίματος, που συσκοτίζει τα πραγματικά διακυβεύματα των ευρωεκλογών.


Η, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, επιχειρούμενη ανασήμανση της εκλογικής διαδικασίας για το Ευρωκοινοβούλιο εκ μέρους των κομμάτων, επειδή, ακριβώς, διενεργείται με αυτούς τους όρους, αναπόδραστα προσκρούει στην απαραμείωτη κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών, η οποία αναμένεται να εκφραστεί με τα ίδια επίπεδα αποχής από τις κάλπες, βαθύνοντας έτι περαιτέρω τη θεσμική κρίση «νομιμοποίησης».


Αποτελεί, βεβαίως, ερώτημα κατά πόσον η αποστροφή αυτή των πολιτών είναι ικανή να προκαλέσει ουσιαστικές μετατοπίσεις προς την κατεύθυνση διατάραξης ή υπέρβασης των κεντρικών συστημικών δομών του πολιτικού πεδίου.


Προσώρας, όμως, η εικόνα της κάλπης για τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων εμφανίζεται τουλάχιστον αποθαρρυντική.


Με όλες τις προβλέψεις να θέλουν την αποχή να φθάνει στα επίπεδα των ευρωεκλογών του 2014, οι κομματικοί μηχανισμοί αποδύονται σε μια ύστατη προσπάθεια συσπείρωσης των ψηφοφόρων, προσδοκώντας σε μια μερική, τουλάχιστον, αναστροφή του κλίματος την τελευταία στιγμή.


Εγχείρημα, ασφαλώς, καθόλου εύκολο, αφού η τάση «αποστασιοποίησης» των πολιτών από το ευρύτερο πολιτικο-κομματικό γίγνεσθαι διαλαμβάνει, εδώ και καιρό, εδραία χαρακτηριστικά, καθιστώντας σχεδόν ανέλπιστη μια ενδεχόμενη ανατροπή των δεδομένων.
Ευρωεκλογές ή... βουλευτικές;


Σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους παράγοντες -δραστικές αλλαγές στο εσωτερικό των κομμάτων αλλά και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, δραματική όξυνση στις σχέσεις Κυβέρνησης - μείζονος Αντιπολίτευσης, διαδικασίες ρηξιγενούς χαρακτήρα στο επίπεδο του Κυπριακού, ανάπτυξη αποσυσπειρωτικών διεργασιών στον ευρύτερο ενδιάμεσο χώρο, κ.λπ.- οι προσεχείς ευρωεκλογές ίσως αποτελέσουν καταλύτη για σημαντικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, που δεν αποκλείεται να διαφοροποιήσουν άρδην τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων.


Ήδη, μέσα από μια πρώτη ανάγνωση του τρέχοντος προεκλογικού λόγου, οι ευρωεκλογές δεν φαντάζουν τίποτε άλλο από μια παρένδυση των βουλευτικών εκλογών, που στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, τείνουν να διαλάβουν, υπό το φως του πρόσφατου πορίσματος και της αντιπαράθεσης για τον Συνεργατισμό, τον χαρακτήρα σύνολης κρίσης της κυβερνητικής πολιτικής και του Προέδρου.


Είναι χαρακτηριστικό πως, από την ευρωεκλογική ατζέντα, απουσιάζουν παντελώς τα θέματα της Ευρώπης, ενώ ακόμα και οι διάφορες έρευνες δημοσκόπησης κινούνται προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση, προβάλλοντας ως κατ’ εξοχήν επίμαχα ζητήματα τα προβλήματα της εσωτερικής πολιτικής, το Κυπριακό, την οικονομία, και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα.
Πρώτη εκλογική δοκιμασία...


Την ίδια ώρα, πρόκειται για την πρώτη δοκιμασία του πολιτικού συστήματος και των φορέων του ενώπιον της κάλπης μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές, μέσα σε συνθήκες βαθιάς πόλωσης και διασταλτικής ρηγμάτωσης του εσωτερικού μετώπου.


Ως εκ τούτου, το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον αυτή η τελευταία, σε συνδυασμό με τις παρατεινόμενες παρενέργειες της οικονομικής και θεσμικής κρίσης, θα επιταχύνουν τις διαδικασίες αποσυσπείρωσης των πολιτών γύρω από τα πολιτικά κόμματα, δημιουργώντας μια πρωτοφανή, για τα κυπριακά πολιτικά δεδομένα, κατάσταση, αν όχι θεσμικής «απονομιμοποίησης» του συστήματος εξουσίας, τουλάχιστον ριζικής αμφισβήτησής του, στέλνοντας το μήνυμα για την ανάγκη αλλαγής πλεύσης.
Κρίσιμο τεστ


Για τα τρία μεγάλα κόμματα, ιδία τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, το μεγαλύτερο βάρος δίδεται στο παιγνίδι των ποσοστών, καθώς και στις μεταξύ τους διαφορές, όπως θα καταγραφούν, σε ψήφους.


Υπό αυτά τα δεδομένα, για το κυβερνών κόμμα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας -παρότι στις ευρωεκλογές δεν κρίνεται αυτή καθαυτή η κυβερνητική πολιτική- θα είναι το πρώτο σοβαρό τεστ αξιολόγησης των πεπραγμένων της πολιτικής τους, μετά την ανάληψη της Προεδρίας τον περασμένο Φεβρουάριο.


Καθότι, έτσι ή αλλιώς, η εκλογική μάχη για το Ευρωκοινοβούλιο θα διεξαχθεί μέσα στο δύσθυμο κλίμα που δημιούργησε το Πόρισμα για τον Συνεργατισμό και η επιτακτική απαίτηση της αντιπολίτευσης για παραίτηση του Υπουργού Οικονομικών, Χάρη Γεωργιάδη, η ψήφος των ευρωεκλογών δεν μπορεί να μην προσμετρηθεί και ως ένα μέτρο, αν όχι ακριβές, αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου.
Πρώτιστος στόχος της Πινδάρου είναι η διασφάλιση της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας, με διαφορά, μάλιστα, ασφαλείας από τον δεύτερο, αν και οι επιτελείς του κυβερνώντος κόμματος γνωρίζουν ότι η διαφορά από το ΑΚΕΛ είναι αδύνατον να κυμανθεί στα ίδια υψηλά επίπεδα των προηγούμενων ευρωεκλογών (11 μονάδες).


Ωστόσο, εκτιμούν ότι, με την προϊούσα συσπείρωση του κόμματος, που παραδοσιακά ανεβαίνει κατακόρυφα την τελευταία βδομάδα των εκλογικών αναμετρήσεων, τη διατήρηση της... άφιλης σχέσης των ψηφοφόρων του προς την αποχή, και την, από πόρτα σε πόρτα, προεκλογική προσπάθεια των υποψηφίων, οι οποίοι συνθέτουν ένα από τα ισχυρότερα ψηφοδέλτια που κατέβασε ποτέ το κόμμα στις ευρωεκλογές, θα καταστεί εφικτό ο ΔΗΣΥ να πλησιάσει τα ποσοστά που λαμβάνει, συνήθως, στις κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο.
Πορεία ανάκαμψης


Για το ΑΚΕΛ, από την άλλην, οι ευρωεκλογές, ως η πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά τη δεύτερη στη σειρά ήττα στις προεδρικές εκλογές, αποτελούν έναν περίπου ασφαλή δείκτη του βηματισμού ανασυγκρότησης και ανασύνταξης, με δεδομένη τη φθορά που υπέστη το κόμμα καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο, όπου παρουσίασε πρόβλημα «πειστικότητας», όχι, απλώς, ως δύναμη εξουσίας, αλλά και ως μια αξιόπιστη δύναμη αντιπολίτευσης.
Στην Εζεκία Παπαϊωάννου θεωρούν ότι η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, με εφόδια, αφενός, τον κάθετα και εφ’ όλης της ύλης αντιπαραθετικό λόγο προς την Κυβέρνηση, και, αφετέρου, την εμφανή ανανέωση στο εκλογικό ψηφοδέλτιο -όπου, μάλιστα, για πρώτη φορά, εμφανίζεται η υποψηφιότητα ενός Τ/κ υποψηφίου-, θα επανεισαγάγει το κόμμα σε τροχιά ανόδου και ανάκαμψης, επαναπατρίζοντας τους δυσαρεστημένους, τα τελευταία χρόνια, ΑΚΕΛικούς ψηφοφόρους.


Ήδη, βάσει και των αποτελεσμάτων των τελευταίων δημοσκοπήσεων, η εκτίμηση που υπάρχει στην ηγεσία του κόμματος είναι ότι, από τη μια, η εκλογική άνοδος πρέπει να είναι δεδομένη, ενώ ρεαλιστικός είναι ο στόχος της «δεύτερης θέσης με μικρή διαφορά» από το κυβερνών κόμμα, γεγονός που ερμηνεύεται ως «νίκη» για τις δυνάμεις της Αριστεράς.


Γενικώς, στο κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης προσδοκούν ότι η παρουσιαζόμενη, αυτήν τη στιγμή, εικόνα μιας συμπαγούς και σταθερά ανατασσόμενης πολιτικής δύναμης, θα αποκρυσταλλωθεί και στο εκλογικό αποτέλεσμα, βάζοντας το κόμμα, για τα καλά, σε τροχιά «επανόδου».
Ενίσχυση και αύξηση ποσοστών


Από την άλλη, στο Δημοκρατικό Κόμμα βλέπουν με ικανοποίηση όλες τις έρευνες πρόθεσης ψήφου να καταγράφουν, ενάμιση μήνα πριν από τις εκλογές, τη δύναμη του κόμματος γύρω στα επίπεδα των προηγούμενων ευρωεκλογών, με τις προοπτικές να πλησιάσει ακόμη και τα ποσοστά των τελευταίων Βουλευτικών να είναι απολύτως ρεαλιστικές.


Εκτίμηση των επιτελών της Γρίβα Διγενή είναι ότι, μ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα, και με δεδομένο τον πολυκερματισμό του ενδιάμεσου χώρου, το ΔΗΚΟ όχι μόνο θα εδραιώσει, αλλά και θα ενισχύσει έτι περαιτέρω την πρωτοκαθεδρία του στον χώρο του Κέντρου, βάζοντας τις βάσεις για μεγαλύτερη ανάκαμψη στις βουλευτικές εκλογές του 2021.


Ένα από τα μεγάλα στοιχήματα, βεβαίως, του Δημοκρατικού Κόμματος είναι να εξέλθει αλώβητο ή με τις μικρότερες δυνατές απώλειες από τη συμμετοχή της αρτισύστατης Δημοκρατικής Παράταξης στις ευρωεκλογές, με την κάθοδο αρκετών παλαιών στελεχών του κόμματος.
Η μάχη της 4ης θέσης


Απ' εκεί και πέρα, το σημαντικότερο, ίσως, διακύβευμα των επί θύραις ευρωεκλογών είναι η κατάληψη της 4ης θέσης, που εκλέγει τον έκτο βουλευτή, την οποία φαίνεται να διεκδικούν επί ίσοις όροις ΕΔΕΚ και ΕΛΑΜ.


Τα δύο πολιτικά κόμματα εμφανίζονται σε όλες τις μέχρι στιγμές δημοσκοπήσεις να καταγράφουν περίπου την ίδια εκλογική δύναμη (από 4-6%) με ελάχιστες αποκλίσεις, και θεωρείται βέβαιον ότι η μάχη θα δοθεί στήθος με στήθος ώς την τελευταία κάλπη.
Για την ΕΔΕΚ και την ηγεσία της η πρόκληση είναι τεράστια, καθώς η εκλογική επιτυχία του 2014, με την εκλογή στην Ευρωβουλή του Δημήτρη Παπαδάκη, έγινε υπό το πρόσημο της συνεργασίας με τους Οικολόγους. Αυτές τις ευρωεκλογές, οι Σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν την κατά μόνας κάθοδο, απορρίπτοντας όλα τα πιθανά σενάρια συνεργασιών στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου. Μια ενδεχόμενη εκλογική νίκη θα εδραιώσει την ΕΔΕΚ ως τέταρτη δύναμη στο πολιτικο-κομματικό σκηνικό, αποδεικνύοντας ότι παραμένει, παρά την εσωκομματική φθορά των τελευταίων χρόνων, ένα κόμμα με ισχυρά αποθέματα και αντιστάσεις.
Από την άλλη, για το ΕΛΑΜ οι προσεχείς ευρωεκλογές εμφανίζονται ως μια χρυσή ευκαιρία να... προεκτείνει το «άλμα» των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, καθιστάμενο 4η πολιτική δύναμη του τόπου. Γεγονός που, αν το πετύχει, θα σημάνει τη μεγαλύτερη, ίσως, μετατόπιση στο κυπριακό πολιτικό σκηνικό από το 1974 και εντεύθεν, αφού οι, βάσει εκλογικής δύναμης, παγιωμένες πολιτικο-κομματικές «ιεραρχίες» θα αλλάξουν άρδην.
Έχοντας, πλέον, μια ισχυρή κομματική βάση, οι Κύπριοι «εθνικιστές» ευελπιστούν ότι μπορούν ν’ αδράξουν την 6η έδρα, που θα τους στείλει για πρώτη φορά στο Ευρωκοινοβούλιο.
Με στόχο την ανατροπή


Απ' εκεί και πέρα, η Συνεργασία Οικολόγων - Συμμαχίας Πολιτών, που αποτέλεσε απότοκο των παρατεταμένων και έντονων ζυμώσεων στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου για συνεργασία στις ευρωεκλογές, καταγράφει στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό γύρω στο 3%, μικρότερο τόσο από το ποσοστό των Οικολόγων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (4,8%), όσο και από το 7%, που κατέγραψε η Συμμαχία το 2014.


Ωστόσο, οι ηγεσίες των δύο σχηματισμών θεωρούν ότι, προϊόντος του χρόνου προς τις ευρωεκλογές, διαμορφώνονται προοπτικές βελτίωσης των ποσοστών της Συνεργασίας, που μπορούν να καταστήσουν εφικτή τη διεκδίκηση της 6ης έδρας. Άλλωστε, όπως εκτιμούν, το μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων και αδιευκρίνιστης ψήφου διαμορφώνει ένα, κατά το μάλλον ή ήττον, ρευστό προεκλογικό τοπίο, που, με σκληρή οργανωτική και επικοινωνιακή προσπάθεια, μπορεί να επιφυλάξει ανατροπές.
Τεστ δυνάμεων
Το βάπτισμα του πυρός παίρνει σ’ αυτές τις ευρωεκλογές η νεοσύστατη Δημοκρατική Παράταξη, η οποία δοκιμάζει τις εκλογικές της δυνάμεις σ’ ένα εξόχως πολωτικό και συγκρουσιακό πολιτικό σκηνικό.


Αν και δημοσκοπικά η ΔΗΠΑ εμφανίζεται, μέχρι στιγμής, με υψηλότερο ποσοστό το 1,8%, οι εκλογικοί επιτελείς του κόμματος θεωρούν ότι ο στόχος για επίτευξη ενός ποσοστού γύρω στο 4% είναι εφικτός, λόγω, αφενός, της σκληρής οργανωτικής δουλειάς που γίνεται και, αφετέρου, της συμπάγειας των «προσωπικών - ΔΗΚΟϊκών - ψήφων» των υποψηφίων που καταρτίζουν το ψηφοδέλτιο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τα στελέχη του κόμματος δεν θεωρούν ότι η ΔΗΠΑ αποτελεί ένα «κομμάτι» που αποσπάστηκε από το ΔΗΚΟ ή ένα μικρότερο ΔΗΚΟ στον χώρο του ΔΗΚΟ, αλλά μια πολιτική δύναμη με ευρύτερη απεύθυνση στον χώρο του παραδοσιακού, κυρίως, Κέντρου.


Βεβαίως, όπως έχει ήδη επισημάνει σε ρεπορτάζ της η «Σ», ένα ποσοστό 3,6% και άνω «ίσως ανοίξει την πόρτα του Εθνικού Συμβουλίου, κι αυτό αποτελεί τον μεγάλο στόχο».
Η τουρκοκυπριακή ψήφος


Ένας μάλλον αστάθμητος παράγοντας των εκλογών, που δύναται να διαφοροποιήσει άρδην το εκλογικό και πολιτικό σκηνικό, είναι η τουρκοκυπριακή ψήφος, καθώς 80.000 Τουρκοκύπριοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαίωμα ψήφου.


Όπως επισημαίνει ο εκλογολόγος-αναλυτής Νάσιος Ορεινός (ίδε ανάλυση σελ. 12), η συγκεκριμένη ομάδα ψηφοφόρων, αναλόγως τού πώς θα συμπεριφερθεί, θα μπορούσε, θεωρητικά, να διαφοροποιήσει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.


Δεδομένου, δε, ότι σ’ αυτές τις ευρωεκλογές κατέρχονται και αρκετοί, τηρουμένων των αναλογιών, Τ/κ υποψήφιοι, το ποσοστό των Τ/κ ψηφοφόρων που θα προσέλθουν στις κάλπες αναμένεται να είναι σαφώς μεγαλύτερο από το ποσοστό του 3% που είχε ψηφίσει το 2014. Και σε περίπτωση που κατευθυνθούν μαζικά προς έναν υποψήφιο, μπορούν να «στείλουν» έναν Τ/κ στην Ευρωβουλή.