Το ζήτημα που αναφύεται περαιτέρω από τη σύγκρουση Ουάσιγκτον - Άγκυρας έγκειται στον βαθμό αξιοποίησης, στο επίπεδο, δηλαδή, της πολιτικής, που παραπέμπει στο εθνικό συμφέρον, της ως άνω αντιπαλότητας επ’ ωφελεία των δύο κρατών του Ελληνισμού Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία, ενταγμένη, μαζί με την Ελλάδα, από το 1952, στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), εθεωρείτο από την Ουάσιγκτον ως προσλαμβάνουσα τον ρόλο ενός διεθνούς στρατηγικού αναχώματος της Δύσης στην επελαύνουσα τότε κατά ταύτα Σοβιετική Ένωση. Η γεωπολιτική θέση και η γεωστρατηγική σπουδαιότητα της Τουρκίας στο ψυχροπολεμικό πολιτικό κλίμα της εποχής αναβάθμιζε τη θέση της χώρας, ενδυναμώνοντας ταυτοχρόνως και τις απαιτήσεις της τουρκικής ηγεσίας προς τον δυτικό παράγοντα, δηλαδή την Ουάσιγκτον. Σε αυτήν τη γεωστρατηγικά αναβαθμισμένη θέση της Άγκυρας στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου αποδίδεται και η προνομιακή, επιλεκτική σχέση των ΗΠΑ προς την Τουρκία, ιδιαιτέρως μάλιστα στις προδήλως επεκτατικές διεκδικήσεις του τουρκικού παράγοντα, κυρίως εις βάρος της Κύπρου.
Σήμερα και ενώ το διεθνές σύστημα διέρχεται την μεταψυχροπολεμική, παγκοσμίων διαστάσεων, φάση του, οι επιλογές των εθνικών κρατών στην εν γένει συμπεριφορά τους στη διεθνή πολιτική βρίσκουν ισχυρότερες αναφορές στο εθνικό κατά ταύτα συμφέρον και πολύ λιγότερο στην κοσμοθεωρητικά ιδεολογική περιχαράκωση του παρελθόντος, όπου η στοίχιση στη Δύση ή στην Ανατολή αποτελούσε ένα εν είδει conditio sine qua non όρον επιβίωσης των κρατικών οντοτήτων στο άναρχο διεθνές σύστημα.
Δεδομένης της ύπαρξης, ούτως ή άλλως, της γεωγραφικής γειτνίασης της Τουρκίας με τη Ρωσία και λαμβάνοντας υπόψη πως δεν έχει αποκατασταθεί η αμερικανο-ρωσική πλέον αντιπαλότητα, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να αποδίδει σημαντική γεωστρατηγική σπουδαιότητα στον τουρκικό χώρο, δεδομένου, μάλιστα, του ότι αποτελεί και τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος ηγέτης οραματίζεται τη χώρα του να διαφεντεύει κατά τρόπο ηγεμονικό στην περιοχή εν είδει ενός κατά ταύτα νεο-οθωμανικού συνδρόμου, όπου και να ελέγχει τον χώρο, υπαγορεύοντας όρους φινλανδοποιημένης προσαρμογής στα κράτη της περιοχής.
Στις μέρες μας και εν διαδρομή του πρώτου ημίσεως του 21ου αιώνα, η Ουάσιγκτον απειλεί την Τουρκία με επιπτώσεις, όπως ακύρωση της παράδοσης των αμερικανικών F35, μέχρι και αποβολή της από το ΝΑΤΟ, στη διαγραφείσα κατά ταύτα στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα, πράγμα που άπτεται κυρίως του ήδη παραγγελθέντος από την Τουρκία ρωσικού προηγμένου πυραυλικού συστήματος S400. Το τελευταίο δεν αντίκειται απλώς στα αμερικανικά και δυτικά συμφέροντα, αλλά είναι κατασκευασμένο για να πλήττει μετά μεγίστου ακριβείας τα συστήματα της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. Η ρήξη εμπιστοσύνης που υφίσταται μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν αποδίδεται και στην αντιπαραθετική προσωπικότητα αρχηγικών φιλοδοξιών των δύο ηγετών, αλλά φυσικά και στο κουρδικό ζήτημα, υποθαλπόμενο κατά ταύτα σαφώς και από τις ΗΠΑ, όπου στα τουρκικά μάτια εμφανίζεται ως διασπαστική απειλή της υπόστασης του κράτους. Το δίλημμα του νεοσουλτάνου
Το δίλημμα της τουρκικής ηγεσίας είναι τόσο ισχυρό, όσο και μεστό κινδύνων. Σε οποιαδήποτε απόφαση επιλέξει στους αυριανούς του βηματισμούς ο Τούρκος Πρόεδρος θα διατρέχει τον κίνδυνο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να βρεθεί σε σύγκρουση είτε με τον σχεδιασμό του σε σχέση με την πορεία του προς τη Μόσχα είτε σε ενεργό αντιπαράθεση με τον Αμερικανό Πρόεδρο.
Η επιλογή των S400 συνιστά για τον Ερντογάν ένα εν δυνάμει πρόβλημα στην οικονομία, καθώς οι ΗΠΑ έχουν την δυνατότητα υπονόμευσης οικονομιών του κόσμου, της Τουρκίας μη υπολειπομένης. Το τελευταίο θα επέφερε αφεύκτως περαιτέρω κρίση στην τουρκική οικονομία, στέλνοντάς την στην πόρτα του ΔΝΤ, πράγμα που θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση το τουρκικό πολιτικό σύστημα με καθεστωτικές επιπτώσεις. Εάν, δε, προσανατολιστεί σε άρση των αρχικών του σχεδιασμών αυτονόμησης και συνεργασίας με τη Μόσχα και επιστρέψει στην υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον συνεργατική συνεννόηση, τότε ο Ερντογάν θα απολέσει σε μείζονα ή ελάσσονα βαθμό το διεθνές και περιφερειακό του κύρος.
Αυτό μεταφράζεται σε μια διάσταση ηγέτη, ο οποίος δεν μπορεί να έχει αυτόνομη παρουσία στην περιοχή. Στις διεθνείς σχέσεις εκείνο που έχει σημασία είναι η ανεξαρτησία και η αυτονομία του εκάστοτε ηγέτη ως εθνικής εκπροσώπησης. Εάν ο ηγέτης υπακούει ή ακολουθεί οδηγίες τρίτων καθίσταται ετερόφωτος, χάνοντας την ικανότητά του να προβάλλει βούληση, εξυπηρετούσα ίδιον εθνικό συμφέρον.
Είναι προφανές πως ο Τούρκος Πρόεδρος είναι παγιδευμένος, ακολουθώντας την πορεία παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Το ερώτημα για τον ίδιο είναι σε ποιαν από τις υφιστάμενες επιλογές θα έχει τις μικρότερες απώλειες.
Το ζήτημα που αναφύεται περαιτέρω από τη σύγκρουση Ουάσιγκτον - Άγκυρας έγκειται στον βαθμό αξιοποίησης, στο επίπεδο, δηλαδή, της πολιτικής, που παραπέμπει στο εθνικό συμφέρον, της ως άνω αντιπαλότητας επ’ ωφελεία των δύο κρατών του Ελληνισμού. Η ενίσχυση του ρόλου και της γεωστρατηγικής παρουσίας της Ελλάδας στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπως και ο σχεδιασμός επί νέας βάσεως διεκδικητικού πλαισίου επίλυσης του Κυπριακού, το οποίο να προβλέπει την άνευ εταίρου αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο, αποτελούν κινήσεις εθνικής στρατηγικής, τη συνδρομή εν προκειμένω των ΗΠΑ.
Τούτες οφείλουν να εκπονούνται και να τίθενται κατά ταύτα επί τάπητος ως πλαίσιο κατευθυντηρίων γραμμών πολιτικής, που υπηρετεί το ευρύτερο συμφέρον του Ελληνισμού, και, πολύ λιγότερο, θέσεων σε μια εμμονική οπτική, οι οποίες παραπέμπουν σε μια παθητικής ακινησίας στασιμότητα, που προσανατολίζεται άνευ σχεδιασμού προς το μέλλον. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο