Συνεντεύξεις

Κατέρρευσε ο μύθος του Έρντογαν

Ν. Μούδουρος: Ο φαύλος κύκλος εξάρτησης κατεχομένων – Άγκυρας και το νέο οικονομικό «πρωτόκολλο»

«Ισχυρή προειδοποίηση» προς τον Τούρκο Πρόεδρο τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. Σύμφωνα με τον δόκτορα Τουρκικών Σπουδών, Νίκο Μούδουρο, θεωρείται πλέον δεδομένο ότι βρίσκεται ενώπιον «μιας πιο οργανωμένης αντιπολίτευσης, που κατάφερε να σπάσει το ‘ψυχολογικό όριο’ του μύθου του αήττητου Έρντογαν». Στη συνέντευξή του στη «Σημερινή», ο Δρ Μούδουρος περιγράφει «το μεγάλο δίλημμα της επόμενης περιόδου» και δεν αποκλείει την προώθηση νομοθετικών, αλλά και κατασταλτικών μέτρων, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης «με τρόπο που να υψώνουν εμπόδια προς τους δημάρχους της αντιπολίτευσης». Σε ένα τέτοιο σενάριο, εκτιμά ότι η κρίση στην οικονομία ενδέχεται «να μετατραπεί σε ‘εργαλείο’ της κυβέρνησης για πιέσεις ενάντια σε δήμους στρατηγικής σημασίας».


Ως προς τις επιπτώσεις της υποτίμησης της τουρκικής λίρας στην οικονομία των κατεχομένων, εξηγεί τις παραμέτρους του «φαύλου κύκλου της εξάρτησης των κατεχομένων από την Τουρκία» και παραθέτει, παράλληλα, τους λόγους για τους οποίους η Άγκυρα καθυστερεί την υπογραφή του οικονομικού πρωτοκόλλου που θα καλύψει την επόμενη τριετία, κάνοντας ειδική μνεία στα στρατηγικής σημασίας ζητήματα που προωθεί η τουρκική κυβέρνηση, με στόχο την υποβοήθηση της εμπλοκής τουρκικού κεφαλαίου στον τομέα του ηλεκτρισμού.


Αναφορικά με τις προεκτάσεις στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, σημειώνει ότι ξεφεύγουν από τα «στενά όρια» των συνομιλιών και προσθέτει ότι «διά μέσου των ‘οικονομικών όρων και προϋποθέσεων’ χρηματοδότησης των ελλειμμάτων» διευρύνθηκε το πεδίο επιρροής της Άγκυρας στο πολιτικό σύστημα των Τουρκοκυπρίων, αλλά και «η ικανότητά της να πιέζει τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που διαχρονικά υποστήριζαν την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού».
Πώς ερμηνεύετε το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στην Τουρκία; Η ήττα του κυβερνώντος κόμματος στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ή οφείλεται και σε άλλους παράγοντες;


Η οικονομική κρίση ήταν σίγουρα ένας βασικός παράγοντας για την απώλεια μεγάλων δήμων από το κυβερνών ΑΚΡ, όμως δεν είναι ο μοναδικός. Ήδη, από το 2015 και μετά, καταγράφεται μιας ευρύτερη δυσαρέσκεια σε συντηρητικά - θρησκευόμενα στρώματα του πληθυσμού που παραδοσιακά στηρίζουν κόμματα του ισλαμικού κινήματος. Τόσο η πίεση ενάντια στο βιοτικό τους επίπεδο, όσο και φαινόμενα αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας και ενός μεγάλου δικτύου πελατειακών σχέσεων, είναι παράγοντες που δημιούργησαν αμφισβητήσεις.


Οι αμφισβητήσεις, όμως, δεν είχαν μια ολοκληρωμένη έκφραση. Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι τόσο το δημοψήφισμα του 2017 με τη δύσκολη επικράτηση τού «ναι», όσο και οι δημοτικές του 2019, αποτέλεσαν επιβεβαίωση ότι υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές αλλαγής στην Τουρκία. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις απώλειες του ΑΚΡ σε μεγάλους μητροπολιτικούς δήμους θα πρέπει να υπογραμμιστεί το φαινόμενο της έντονης αστικοποίησης και όλων των νέων φαινομένων που δημιουργεί.


Οι πόλεις στις οποίες το ΑΚΡ έχασε στις δημοτικές εκλογές, που συγκεντρώνουν περίπου το 40% του πληθυσμού της Τουρκίας, χαρακτηρίζονται ως οι κινητήριες μηχανές της τουρκικής οικονομίας. Επομένως ο πληθυσμός κινητοποιείται διά μέσου διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων σε σύγκριση με την περιφέρεια της Τουρκίας. Έχει διαφορετικές ανησυχίες και διαφορετική σχέση με την κρατική εξουσία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναπτύσσεται μεγαλύτερη κριτική ενάντια στον αυταρχισμό της εξουσίας.
Ποια μορφή όμως μπορεί να λάβει αυτή η κριτική εναντίον του Τούρκου Προέδρου;


Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι δυναμικές αυτές στο παρόν στάδιο δεν έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Ο Έρντογαν συνεχίζει να διατηρεί την επιρροή του σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Σε μερικές περιπτώσεις πετυχαίνει στην υπενθύμιση της «αναγκαιότητας» διατήρησης της εξουσίας του με τρόπο που να κινητοποιεί τα προηγουμένως περιθωριοποιημένα στρώματα της συντηρητικής μερίδας της κοινωνίας προς την υπεράσπιση των κεκτημένων της τελευταίας 17ετίας. Το μεγάλο δίλημμα της επόμενης περιόδου θα είναι ο βαθμός αντοχής της πόλωσης που καλλιεργεί ο Έρντογαν βασισμένος σε ιδεολογικές και πολιτισμικές πτυχές μπροστά στις νέες δυναμικές που γεννά η οικονομική κρίση και η πίεση στο βιοτικό επίπεδο ειδικά των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων του πληθυσμού.
Πώς αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να επηρεάσει την πολιτική Έρντογαν εντός και εκτός Τουρκίας;


Το αποτέλεσμα των δημοτικών αποτέλεσε μια ισχυρή προειδοποίηση προς τον Έρντογαν. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Τουρκίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα ακολουθήσει ένα δεύτερο μεγάλο κύμα αναδιάρθρωσης του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και ενίσχυσης της συνεργασίας με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Δεν αποκλείεται να προωθηθούν νομοθετικά αλλά και κατασταλτικά μέτρα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης με τρόπο που να υψώνουν εμπόδια προς τους δημάρχους της αντιπολίτευσης.


Σε αυτό το επίπεδο, η κρίση στην οικονομία δεν αποκλείεται να μετατραπεί σε «εργαλείο» της κυβέρνησης για πιέσεις ενάντια σε δήμους στρατηγικής σημασίας. Είναι επίσης δεδομένο ότι ενώπιον του Έρντογαν πλέον βρίσκεται μια πιο οργανωμένη αντιπολίτευση, που κατάφερε να σπάσει το «ψυχολογικό όριο» του μύθου του αήττητου Έρντογαν. Όμως είναι γεγονός ότι ούτε για την αντιπολίτευση θα είναι εύκολη η κατάσταση. Διότι ο Έρντογαν χαρακτηρίζεται κυρίως από την αποφασιστικότητα να «κατακτήσει όση περισσότερη εξουσία γίνεται».


Χαρακτηρίζεται από τη θέληση για «κατάκτηση όλων των διαθέσιμων ψήφων». Την ίδια στιγμή αναζητά μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας του μέσα από διευρυμένες κοινωνικές συμμαχίες. Συνεπώς είναι πιθανό το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να θέσει στο επίκεντρό του την οικονομία και να αναζητήσει νέες και πιο ομαλοποιημένες σχέσεις στο εξωτερικό, που να συμβάλλουν στη μερική έστω αντιμετώπιση της κρίσης.
Σε νέα ύψη το «έλλειμμα» στα κατεχόμενα
Αυτή η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία έφερε και την πτώση της τουρκικής λίρας, πώς επηρεάζει τα κατεχόμενα;


Οι αρνητικές επιπτώσεις της υποτίμησης της αξίας της τουρκικής λίρας στα κατεχόμενα σε ορισμένους τομείς ήταν πιο έντονες σε σύγκριση με την Τουρκία. Παρόλο που απουσιάζουν ολοκληρωμένα στοιχεία για τους τομείς της οικονομίας, εντούτοις μπορούν να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα στη βάση του πληθωρισμού, της ανεργίας, των εμπορικών σχέσεων και της γενικότερης δομής της οικονομίας των κατεχομένων. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 2018 ο πληθωρισμός στα κατεχόμενα έφτασε το 38%. Το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο σε ολόκληρη την περίοδο των τελευταίων 17 χρόνων. Την ίδια περίοδο στην Τουρκία, ο πληθωρισμός ήταν περίπου 25%.


Η διαφορά που καταγράφηκε οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες στα κατεχόμενα διεξάγονται με άλλα νομίσματα, όπως ευρώ, αγγλική στερλίνα και δολάρια. Την ίδια στιγμή η οικονομία των κατεχομένων είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές, οι οποίες επίσης γίνονται σε δολάρια, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών από την Τουρκία. Συνεπώς, η πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε μεταφραστεί με πολλαπλάσιες επιπτώσεις, ιδιαίτερα στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Πέραν τούτων, ποιες άλλες επιπτώσεις καταγράφονται;


Σε ένα άλλο επίπεδο, ακριβώς λόγω της κατακόρυφης πτώσης της αξίας της τουρκικής λίρας καταγράφηκε άμεσα αύξηση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό των κατεχομένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς για τον προϋπολογισμό του 2019, το έλλειμμα αρχικά υπολογίστηκε στα 825 εκατομμύρια τουρκικές λίρες. Όμως, εξαιτίας της προοπτικής μη καταβολής ορισμένων ποσών από τη χρηματοδότηση της Τουρκίας, το έλλειμμα μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 1.3 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες περίπου. Το σημείο αυτό, όμως, είναι κρίσιμης σημασίας.


Λαμβανομένης υπόψη της σχέσης μεταξύ μεταβολής δημόσιου χρέους και ελλείμματος, στην περίπτωση της «ΤΔΒΚ» έχουν ενταθεί οι εξής δυναμικές: Η αδυναμία της τουρκοκυπριακής κοινότητας να αποπληρώσει μέρος του δημόσιου χρέους σε συνθήκες υποτίμησης της τουρκικής λίρας, αυξάνει την ανάγκη χρηματοδότησης από την Τουρκία. Η χρηματοδότηση από την Τουρκία σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος όμως γίνεται ήδη από το 1997 με τη μορφή δανείων και όχι εισφορών.


Επομένως, μόνο μερικά εικοσιτετράωρα τον Αύγουστο του 2018 με την κατακόρυφη πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι ξένου συναλλάγματος, ήταν αρκετά για να επιδεινώσουν τον φαύλο κύκλο του μηχανισμού εξάρτησης των κατεχομένων από την Τουρκία. Ένας φαύλος κύκλος που επικεντρώνεται στην αδυναμία παραγωγής τοπικών εσόδων σταδιακής έστω αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και στην αναπαραγωγή της «ανάγκης» για δάνεια από την Άγκυρα.
Το «πρωτόκολλο» και οι στόχοι της Τουρκίας
Είναι γι' αυτούς τους λόγους που η Τουρκία καθυστερεί την υπογραφή του λεγόμενου νέου τρίχρονου οικονομικού «πρωτοκόλλου» (2019 - 2021) με τα κατεχόμενα; Τι επιδιώκει;


Από τις μέχρι σήμερα πληροφορίες, που έχουν διαρρεύσει σε ένα μέρος του τουρκοκυπριακού και του τουρκικού Τύπου, φαίνεται να υπάρχουν διαφωνίες σε σχέση με συγκεκριμένες πτυχές του νέου τρίχρονου οικονομικού «πρωτοκόλλου». Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει το ζήτημα της πλήρους αναδιάρθρωσης του τομέα παραγωγής και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως είναι γνωστό, η Άγκυρα έχει ήδη σχεδιάσει την υλοποίηση υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στα κατεχόμενα, ως συνέχεια του προηγούμενου έργου υποθαλάσσιας μεταφοράς νερού.


Για την υλοποίηση του νέου έργου η τουρκική κυβέρνηση έχει θέσει ζητήματα στρατηγικής σημασίας, όπως η έναρξη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του τομέα του ηλεκτρισμού. Στο επίπεδο αυτό στόχος είναι η υποβοήθηση της εμπλοκής τουρκικού κεφαλαίου στην παραγωγή ηλεκτρισμού στα κατεχόμενα σε διασύνδεση με τη λειτουργία της νέας υποδομής που σχεδιάζεται στη βάση του υποθαλάσσιου αγωγού.
Δεν υπάρχουν αντιδράσεις;


Σε αυτό το πλαίσιο μερίδες της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος αντιδρούν αρνητικά. Η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση σε αυτό το θέμα προκάλεσε σχετικές καθυστερήσεις στην όλη διαδικασία συζητήσεων για το πρωτόκολλο. Πέραν αυτού, καθυστερήσεις σημειώθηκαν και εξαιτίας της δυσαρέσκειας της Άγκυρας για τη μη υλοποίηση συγκεκριμένων όρων του προηγούμενου τρίχρονου πρωτοκόλλου, που κανονικά έληξε το 2018. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι βασικές πιέσεις της Άγκυρας μάλλον κατευθύνονται προς το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, το οποίο πέρα από το βασικό στην «κυβέρνηση» είναι και το κόμμα με τις περισσότερες διασυνδέσεις με το συνδικαλιστικό κίνημα.


Η ισχυρή παρουσία συνδικαλιστών του κόμματος στον τομέα του ηλεκτρισμού, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, δημιουργεί έντονες δυναμικές πολιτικών κρίσεων που επηρεάζουν καθοριστικά τις τουρκοκυπριακές πολιτικές ισορροπίες. Δεν είναι τυχαία η «σιωπηλή» αλλά αναπαραγόμενη διαφωνία που καταγράφεται εντός της τουρκοκυπριακής Αριστεράς μεταξύ μερών που παρουσιάζονται έτοιμα να αποδεχτούν τη συνολική φιλοσοφία του πρωτοκόλλου και αυτών που αντιδρούν.
Μετασχηματισμός της οικονομικής δομής


Ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις του νέου «πρωτοκόλλου»;


Πτυχές του νέου οικονομικού πρωτοκόλλου έχουν ήδη δημοσιευθεί στον τουρκοκυπριακό Τύπο. Ιδιαίτερη συζήτηση καταγράφεται για θέματα όπως η επιδίωξη διεύρυνσης των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα του ηλεκτρισμού στη βάση της συμφωνίας που έγινε τον Οκτώβριο του 2016, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, αλλά και η έναρξη σχεδιασμών για σταδιακή ιδιωτικοποίηση των λιμανιών. Η δραστική μείωση των δήμων, η ενσωμάτωση των μηχανισμών στατιστικών στοιχείων του τουρισμού των κατεχομένων με τον αντίστοιχο της Τουρκίας, καθώς και μέτρα βελτίωσης της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελούν επίσης ζητήματα που τέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων.


Ωστόσο, οι ευρύτερες προεκτάσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνέχειες που δημιουργούνται στη βάση της φιλοσοφίας των τρίχρονων οικονομικών πρωτοκόλλων. Αυτή η πολιτική βασίζεται σε έναν πιο ολοκληρωμένο στόχο της Άγκυρας σε σχέση με τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της οικονομικής δομής των κατεχομένων.
Πότε ξεκίνησε να εφαρμόζεται αυτή η προσπάθεια της Άγκυρας; Τι έχει πετύχει μέχρι σήμερα;


Οι προσπάθειες με τον συγκεκριμένο προσανατολισμό ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τόσο οι οργανωμένες αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, όσο και η πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση στην Τουρκία αποτέλεσαν εμπόδια προς την υλοποίηση ενός περιεκτικού νεοφιλελεύθερου ανοίγματος της τουρκοκυπριακής οικονομίας. Όμως, οι ισορροπίες άρχισαν να αλλάζουν μετά τα δημοψηφίσματα του 2004, εξέλιξη που σχετίζεται και με την ισχυροποίηση της τουρκικής κυβέρνησης.


Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα από το 2004 και μετά είναι πιο ολοκληρωμένα και πιο ξεκάθαρα στις βασικές τους κατευθύνσεις. Περιληπτικά διακρίνονται οι εξής δυναμικές μέσα από τα κείμενα των πρωτοκόλλων: η διεύρυνση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας των κατεχομένων, τους οποίους η Άγκυρα διεκδικεί να ελέγξει ολοκληρωτικά. Για παράδειγμα, μετά τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα ξεκίνησε η σταδιακή συρρίκνωση τομέων με μεγάλη εργοδότηση, αλλά και ο περιορισμός της τοπικής παραγωγικής ικανότητας.


Στη συνέχεια επιδιώχθηκε ο έλεγχος του νερού, ενώ σήμερα το νέο στάδιο είναι ο ηλεκτρισμός. Επομένως, στον πυρήνα της φιλοσοφίας των πρωτοκόλλων δεν βρίσκεται μόνο ένα «συμβατικό - κανονικό» άνοιγμα της οικονομίας των Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα, η δομική εξάρτηση που δημιουργεί η μη επίλυση του Κυπριακού παρουσιάζεται ως βάση «μονοδρομικού ανοίγματος» της οικονομίας των κατεχομένων προς την Τουρκία.
«Πολιτική εξαφάνιση» των Τ/κ
Πώς επηρεάζονται οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού
Πώς αυτές οι εξελίξεις μπορεί να επηρεάσουν τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού;


Το ευρύτερο πλαίσιο των συνεπειών στο Κυπριακό ξεφεύγει από τα «στενά όρια» της διαδικασίας των συνομιλιών. Ο κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός που καταγράφεται στην τουρκοκυπριακή κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες σχετίζεται -μεταξύ άλλων- και με τη μελλοντική θέση της κοινότητας στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Η οικονομική σχέση που αναπτύσσει η Άγκυρα με τα κατεχόμενα έχει κάποια χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας σε ό,τι αφορά την αμφισβήτηση των Τουρκοκυπρίων ως ισότιμων εταίρων των Ελληνοκυπρίων σε μια πιθανή λύση του Κυπριακού. Γιατί η οικονομική στρατηγική και οι εξαρτήσεις που δημιουργήθηκαν στις διχοτομικές συνθήκες αποστέρησαν από την τουρκοκυπριακή κοινότητα την ικανότητα ενδυνάμωσης τοπικής παραγωγής.


Αμφισβήτησαν έτσι την αποτελεσματικότητα των πολιτικών - οργανωμένων συνόλων στην αντιπαράθεση για αυτονόμηση από την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο η κοινότητα εγκλωβίστηκε σε ένα «παρασιτικό» οικονομικό περιβάλλον αναπαραγωγής ελλειμμάτων, τα οποία με τη σειρά τους γεννούν «όρους και προϋποθέσεις» χρηματοδότησής τους από την Άγκυρα.


Με τη διατήρηση της διχοτομικής κατάστασης διευρύνθηκε η δυνατότητα της Τουρκίας να επηρεάζει το πολιτικό σύστημα των Τουρκοκυπρίων διά μέσου των «οικονομικών όρων και προϋποθέσεων» χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, αλλά και η ικανότητά της να πιέζει τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που διαχρονικά υποστήριζαν την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Τα οικονομικά πρωτόκολλα, συνεπώς, μπορούν να βοηθήσουν και στη μερική αποκωδικοποίηση της αγωνίας που εκφράζουν μέρη της κοινότητας γύρω από την αντιπαράθεση «ύπαρξη ή εξαφάνιση».


Στο σημείο αυτό η έννοια της «εξαφάνισης» που χρησιμοποιείται από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση παραπέμπει περισσότερο στην «πολιτική εξαφάνιση» των Τουρκοκυπρίων ως εταίρων των Ελληνοκυπρίων. Παραπέμπει στον κίνδυνο ανατροπής των ισορροπιών με τρόπο που η ελληνοκυπριακή κοινότητα να βρεθεί «ενώπιος ενωπίω» με την ίδια την Άγκυρα σε μιαν άνιση σχέση.


Το «φλερτ» Άγκυρας - Μόσχας
Η Τουρκία επιδιώκει να πάρει θέσει στο μπλοκ των δυνάμεων που διεκδικούν την αυτονόμησή τους και τη δυνατότητά τους να υλοποιούν «δικές» τους πολιτικές στην περιφέρεια
Η μετακίνηση της Τουρκίας από το φιλοδυτικό στρατόπεδο και το φλερτ με τη Μόσχα, αλλά και το Ιράν, είναι συγκυριακή κατάσταση ή αποκτά πιο βαθιά χαρακτηριστικά, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής αλλά και σε επίπεδο λαού;


Είναι γεγονός ότι η κριτική στάση έναντι της Δύσης αποτελεί ένα ενδιαφέρον κοινωνικό φαινόμενο στην Τουρκία. Πολλά διεθνή ζητήματα αποτέλεσαν ιστορικά εστίες κριτικής, πηγές πολιτικής και ιδεολογικής κινητοποίησης ενάντια στη Δύση. Μάλιστα αυτό αφορά σε διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα στη χώρα.


Στη σημερινή φάση, ωστόσο, η κριτική αντιμετώπιση της Δύσης εμπλουτίζεται γενικότερα από την αναζήτηση ενός πολυπολικού κόσμου στο διεθνές σύστημα. Ενός κόσμου που δεν θα χαρακτηρίζεται σε απόλυτο βαθμό από τις επιλογές ισχυρών χωρών της Δύσης, αλλά περισσότερο από τον ανταγωνισμό που προκαλούν αναδυόμενες δυνάμεις. Τα τελευταία 30 χρόνια, σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, η Τουρκία μπαίνει δυναμικά στο προαναφερθέν πλαίσιο. Επιδιώκει να πάρει θέσει στο μπλοκ των δυνάμεων εκείνων που διεκδικούν την αυτονόμησή τους και τη δυνατότητά τους υπό προϋποθέσεις να υλοποιούν «δικές» τους πολιτικές στην περιφέρεια.


Εκείνο που σήμερα παρουσιάζεται ως «φλερτ» με τη Μόσχα είναι μια πτυχή αναζητήσεων για εναλλακτικές συνεργασίες και για δημιουργία πεδίων σχετικής αυτονόμησης. Έντονα προβλήματα και διαφωνίες συνεχίζουν να υπάρχουν μεταξύ Τουρκίας-Μόσχας, όπως και μεταξύ Τουρκίας - ΗΠΑ. Ωστόσο η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει να προωθεί περισσότερο τα ζητήματα εκείνα στα οποία μπορούν να σημειωθούν συγκλίσεις, παρά αυτά στα οποία υπάρχουν ήδη διαφωνίες. Συνεπώς οι μελλοντικές δυναμικές είναι εκείνες που μπορούν να εξηγήσουν κατά πόσον η Άγκυρα θα διατηρήσει την προαναφερθείσα ικανότητα τήρησης τόσο λεπτών ισορροπιών.