Στρατηγικού αντικρίσματος πολιτικές

Η Κυπριακή Δημοκρατία, στον βαθμό που δεν έχει αδειοδοτήσει τα θαλάσσια τεμάχια σε αξιόπιστους δρώντες, ώστε να τα υπερασπιστούν δυνάμεις αποτρεπτικής ισχύος, ουσιαστικά θα παραμένει παρατηρητής εξελίξεων και αποδεχόμενη την βερμπαλιστική συμπαράσταση δυνάμεων του ΟΗΕ και της ΕΕ, θεσμών που εξίσου λόγοις και όχι έργοις θα καταγγέλλουν την τουρκική παράνομη δραστηριότητα
Η κλασική Θουκυδίδειος ρήση περί του δικαίου της ισχύος έναντι της ισχύος του δικαίου υφίσταται σε μια πραγματικότητα που αενάως και αδιαλείπτως εδώ και αιώνες λαμβάνει χώραν στις σχέσεις κρατών, λαών και εθνών σε ένα δομικά ασταθές, ευμετάβλητο, εν πολλοίς δε και απρόβλεπτο συγκρουσιακό διεθνές σύστημα. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που ισχύει και σήμερα περισσότερο παρά πότε.


Η επερχόμενη πραγματοποίηση παράνομης γεώτρησης από την Άγκυρα εντός της κυπριακής ΑΟΖ σηματοδοτεί, ουσιαστικά, εφόσον δεν υπάρχει αντίδραση από την Κύπρο με ό,τι μέσα διαθέτει, την αποδοχή των κατά τα άλλα ανύπαρκτων δικαιωμάτων της Τουρκίας, που επιβουλεύεται με όλα τα μέσα τον χώρο και την επικράτεια, τα παραγόμενα αγαθά, εδάφους και θαλάσσης, που υπάγονται στην Κυπριακή Δημοκρατία.


Τούτο, δε, δεν επηρεάζει τις συμφωνίες της Κύπρου με τους ενεργειακούς κολοσσούς, στον βαθμό που οι εταιρείες αυτές υποστηρίζονται από δυνάμεις αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Η Κυπριακή Δημοκρατία, αποστέλλοντας στον ΟΗΕ, ως είχε υποχρέωση, τις συντεταγμένες που ορίζουν τόσο την ΑΟΖ όσο και την υφαλοκρηπίδα, που νομίμως υπάγονται στο κυπριακό κράτος, μαρτυρεί την θέληση και την αποφασιστικότητά της να καταγγείλει στα διεθνή φόρα την τουρκική παρανομία. Η κίνηση αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας, που βρίσκεται στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή ή σεβαστή από την παρανόμως δρώσα, και στον θαλάσσιο εν προκειμένω χώρο, κυβέρνηση της Άγκυρας. Είναι γνωστό πως η Άγκυρα δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο, ούτε ως προς τις συνταγματικές και πολιτικές δράσεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό της, ούτε και στον διεθνή της περίγυρο.


Η Τουρκία θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί εν προκειμένω αποτελεσματικά μόνο εάν η Κυπριακή Δημοκρατία κατάφερνε να συνάψει αμυντική συμφωνία με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής και του κόσμου, όπως είναι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και απιθάνως πραγματοποιήσιμο. Η Ελλάδα και η Κύπρος όφειλαν και οφείλουν, δεδομένου ότι η Τουρκία προαναγγέλλει προ πολλού τις κινήσεις της και οι ηγεσίες γνωρίζουν τα βήματα και τη στοχοθεσία της Άγκυρας, να προετοιμαστούν προβάλλοντας αποτρεπτική ισχύ, που σημαίνει πως για την Τουρκία το κόστος θα ήταν μεγαλύτερο από το όφελός της εάν προέβαινε στην κίνηση στην οποία προχωρεί τώρα. Όμως, δυστυχώς, Αθήνα και Λευκωσία δεν προβλέπουν, ώστε να σχεδιάσουν κινήσεις, αλλά σε όλα τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια κινούνται «κατόπιν εορτής». Τα περιθώρια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τόσο περιορισμένα και οι δυνατότητες κινήσεως σε τέτοιο βαθμό καθηλωμένες, ώστε οι εξελίξεις πολλές φορές να μην αποφέρουν εθνικό όφελος.


Κατά τα ανωτέρω, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου η Τουρκία θα συνεχίσει την παράνομη δράση της στην κυπριακή θαλάσσια επικράτεια, δεδομένης της ανυπαρξίας σε παρόντα χρόνο δυνατοτήτων ισχυρής στρατιωτικής δύναμης αποκατάστασης της διασαλευθείσης τάξης. Βάσει των συνθηκών, σήμερα αυτό που θα μπορούσε ενδεχομένως να ανακόψει την πειρατική δραστηριότητα της Άγκυρας εντός της κυπριακής ΑΟΖ θα ήταν, με υφιστάμενη και ενεργό την κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας και την παρουσία ελληνικού λόμπι στην Ουάσιγκτον, να προταθεί και να πραγματοποιηθεί ένα αμερικανικής έμπνευσης διεθνές οικονομικό εμπάργκο εναντίον της Άγκυρας, το οποίο να στηρίξει πάση δυνάμει η Ουάσιγκτον.


Μια στρατηγικής υφής οικονομική κρίση του τουρκικού πολιτικού συστήματος θα αποσταθεροποιούσε το καθεστώς Ερντογάν και θα καθιστούσε ευάλωτο και ασταθές κατά ταύτα το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Ένα τέτοιο οικονομικό πλήγμα μπορεί να έρθει μόνο από τις ΗΠΑ και όχι από την Ευρώπη, γιατί η ΕΕ συνιστά έναν πολυδιασπασμένο πολιτικά και κρατικά χώρο, που αδυνατεί να αποφασίσει σε ζητήματα που άπτονται συμφερόντων επιμέρους κρατών, αλλά και λόγω των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων ευρωπαϊκών κρατών με την Τουρκία, της Γερμανίας προεξαρχούσης. Παραλλήλως, οφείλει η Κύπρος να προχωρήσει σε αδειοδοτήσεις εγκαίρως και στρατηγικά σκεπτόμενη τα προσφιλή στον διεθνή παράγοντα μη αδειοδοτηθέντα θαλάσσια οικόπεδα σε χώρες, όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ, που είναι σε θέση και διαθέτουν την θέληση υπεράσπισης των συμφερόντων τους στην κυπριακή θαλάσσια επικράτεια.


Η πρόταση που διατυπώθηκε εσχάτως διά στόματος Ερντογάν περί διαπραγμάτευσης για win - win λύση στο ενεργειακό πεδίο, παραπέμπει σε έναν διάλογο σε ένα επίπεδο, που να αφορά στην διαπραγμάτευση των κατεχομένων σε σχέση με τις περαιτέρω διεκδικήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή θαλάσσια ζώνη. Δηλαδή, κατέχει ένα μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας παρανόμως και ως κατέχουσα δύναμη προτείνει να διαπραγματευθεί με την Κύπρο για την υπόλοιπη υφιστάμενη κυπριακή κυριαρχία!


Το γεγονός ότι στο παρελθόν υπήρξε μία εμπνευσμένη αρχιτεκτονική πατριωτικής υπεράσπισης της Κύπρου σε σύμπραξη με την Ελλάδα διά της διατύπωσης στην δεκαετία του 1990 του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου σημαίνει πως υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα στην Αθήνα και στην Λευκωσία, εφόσον σκεφθούν στρατηγικά, να προβούν σε χάραξη πολιτικών υπεράσπισης κοινού εθνικού συμφέροντος μέσα από στρατηγικές κινήσεις άμυνας.


Συμπερασματικά, η Κυπριακή Δημοκρατία, στον βαθμό που δεν έχει αδειοδοτήσει τα θαλάσσια τεμάχια σε αξιόπιστους δρώντες, ώστε να τα υπερασπιστούν δυνάμεις αποτρεπτικής ισχύος, ουσιαστικά θα παραμένει παρατηρητής εξελίξεων και αποδεχόμενη την βερμπαλιστική συμπαράσταση δυνάμεων του ΟΗΕ και της ΕΕ, θεσμών που εξίσου λόγοις και όχι έργοις θα καταγγέλλουν την τουρκική παράνομη δραστηριότητα, καταγγελίες που ηχούν στ' αφτιά της Άγκυρας ως ευχολόγιο άνευ πολιτικού αντικρύσματος.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο