Η Άγκυρα εμπεδώνει κατά ταύτα εδώ και χρόνια διεθνώς την πεποίθηση μιας ικανότητας να διενεργεί κινήσεις ενός καθόλου μεμονωμένα ή στιγμιαίως λειτουργούντος στρατηγικού βηματισμού, ενός μετά μεγίστης προσοχής λεπτομερώς επεξεργαζόμενου, αποφασιστικά προβεβλημένου, επιθετικού, αναθεωρητικού των διεθνών συνθηκών υφιστάμενου δρομολογίου Η Τουρκία από του δραματικού Ιουλίου - Αυγούστου 1974 κινείται σε μια επιθετικά δομημένη διαδρομή πολιτικού αναθεωρητισμού. Επιχειρεί να πραγματοποιεί τις επιθετικές της στοχεύσεις, θέτοντας το διεκδικητικό της πλαίσιο άμεσα και άνευ αντιστάσεων, εσωτερικώς ή διεθνώς, λόγοις και έργοις, σε ολόκληρη την νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η Άγκυρα εμπεδώνει κατά ταύτα εδώ και χρόνια διεθνώς την πεποίθηση μιας ικανότητας να διενεργεί κινήσεις ενός καθόλου μεμονωμένα ή στιγμιαίως λειτουργούντος στρατηγικού βηματισμού, ενός μετά μεγίστης προσοχής λεπτομερώς επεξεργαζόμενου, αποφασιστικά προβεβλημένου, επιθετικού, αναθεωρητικού των διεθνών συνθηκών υφιστάμενου δρομολογίου.
Η τουρκική πλευρά γνωρίζει καλώς πως το παιγνίδι του διεθνούς ανταγωνισμού και των διαχρονικώς υφιστάμενων συνθηκών επιβολής του δικαίου διά της ισχύος και όχι της κατά ταύτα προσδοκώμενης της του δικαίου ισχύος, αποτυπώνει κατάσταση, την οποία ανέκαθεν ως πιστός οπαδός της Θουκυδίδειου λογικής κατά βήμα και μετά «θρησκευτικής ευλάβειας» εφαρμόζει. Η κατά τα ανωτέρω επιθετική στρατηγική της Άγκυρας στοχεύει στην αναθεώρηση των Συνθηκών Λωζάννης και Παρισίων και επαναπροσδιορισμό των συνόρων επ’ ωφελεία ενός επελαύνοντος μετακεμαλικού αναθεωρητισμού.
Μια εμπέδωση της εν εξελίξει ευρισκόμενης τουρκικής αντίληψης ενός εν δημιουργία πορευόμενου «ηγεμονικού σταθεροποιητή» για την ευρύτερη θαλάσσια και χερσαία ζώνη της περιοχής και του γεωστρατηγικού πεδίου, θα προέβαλλε αφενός και την αντίληψη μιας επελθούσης κατά ταύτα δορυφοροποίησης του αιγαιακού και νοτιομεσογειακού θαλάσσιου χώρου.
Η αντίσταση διά της προβολής οργανωμένης αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι παντός ενεργώς ή δυνάμει επιτιθέμενου συνιστά παλαιόθεν, τουτέστιν από την Κλασική Ελλάδα, την μοναδική επαρκώς στη διαδρομή των χιλιετηρίδων δοκιμασθείσα και εμπεδωθείσα στρατηγική υπεράσπισης, τόσο της ειρήνης, όσο και της ελευθερίας. Η αποτρεπτική πολιτική αντιμετώπισης ενός επευλαύνοντος τουρκικού αναθεωρητισμού δεν συνιστά μόνο ευθύνη και υποχρέωση προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας, του πολιτισμού και της ακεραιότητας των κρατών της περιοχής, αλλά αυτή τούτη η προβολή αντικατοπτρίζει τον ρόλο και την παρουσία εθνικών δυνάμεων σε έναν χώρο επί χιλιετηρίδες κυρίαρχης παρουσίας του Ελληνισμού, όπως είναι το Αιγαίο και η Μεσόγειος.
Σήμερα, μετά και τις κινήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, οι συντελούμενες μεταξύ Κύπρου και Γαλλίας πολυεπίπεδες στρατιωτικές συνεργασίες, που αναφέρονται κυρίως στην ενεργό αξιοποίηση της ναυτικής παρουσίας του γαλλικού παράγοντα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και δη με χρήση των λιμένων και αεροπορικών, στρατιωτικών υποδομών της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσδίδει μία έτι περαιτέρω ενδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος, που μπορεί να διαθέτει η Κύπρος έναντι της κλιμακούμενης επιθετικής επιβουλής. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει για μιαν ακόμη φορά τον ρόλο και τη σημασία σε γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της παρουσίας της Κύπρου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, περιοχή που σηματοδοτεί και τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, τα οποία η αδρανής και άβουλη Ευρώπη καλείται να υπερασπίσει.
Η Γαλλία διεκδικεί διά της Κύπρου ενεργό ρόλο και γεωστρατηγική παρουσία στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, αντισταθμίζουσα τόσο τη ρωσική σύμπραξη με την Τουρκία, όσο και την απουσία λοιπών ευρωπαϊκών και δυτικών κατά ταύτα δυνάμεων. Το κύρος της Γαλλίας αναβαθμίζεται σε ιδιαίτερα επίπεδα, τα οποία αντικατοπτρίζουν ρόλους και σπουδαιότητα, που της αποδίδεται στο διεθνές παίγνιο που βρίσκεται εν εξελίξει στην περιοχή, που παραπέμπει στη γεωπολιτική σημασία των υδρογονανθράκων, καθώς και την ευρύτερη σημασία που αποδίδεται στη γειτνιάζουσα, εν διαρκή συγκρουσιακή πορεία ευρισκόμενη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Εν όψει των ανωτέρω η Άγκυρα εκδηλώνει κινήσεις στρατηγικής αμηχανίας στο τακτικό επίπεδο ούσα μεταξύ ρωσοτουρκικής προσέγγισης και αμερικανικών πιέσεων, καθότι η κατεύθυνση της Λευκωσίας προς μία γαλλοκυπριακή και αμερικανοκυπριακή συνεργασία τής δημιουργεί ζήτημα ως προς τους επόμενους στρατηγικούς της βηματισμούς, δεδομένου ότι η Κύπρος αναδεικνύεται σε ευρωπαϊκό, κυρίως γαλλικό παράγοντα σταθερότητας, την ίδια στιγμή που η Τουρκία θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ανύπαρκτη, έναντι της οποίας αρνείται οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Σημαντική πρέπει να θεωρηθεί η εξέλιξη που λαμβάνει χώραν τούτες τις μέρες και ώρες στην Ουάσιγκτον σε σχέση με το επερχόμενο ψήφισμα του αμερικανικού Κογκρέσου επιβολής σε πρώτο στάδιο αμερικανικού εμπάργκο στην Άγκυρα σε δασμούς τουρκικών εξαγωγών. Προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να κινηθεί και το ελληνοαμερικανικό λόμπυ, σε συνεργασία και με το αμερικανοεβραϊκό, το οποίο ευρίσκεται σε αυτήν τη συγκυρία σε σύγκρουση με την Τουρκία.
Εάν λάβει χώραν μια τέτοια εξέλιξη και εάν ενταθούν περαιτέρω οι οικονομικές πιέσεις, θα μας υπενθυμίσει την απειληθείσα κατάρρευση του τουρκικού πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του 1970, μετά την εισβολή στη μεγαλόνησο, και την επιβολή αμερικανικού εμπάργκο στην Άγκυρα. Αντίστοιχη πορεία των πραγμάτων θα επέφερε πιθανότατα απρόβλεπτες συνέπειες για το ούτως ή άλλως ασταθές και αδυνάμως πορευόμενο τουρκικό, οικονομικοπολιτικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αποσταθεροποίηση του τουρκικού πολιτικού συστήματος θα είχε ως συνέπεια παράλληλη αποδυνάμωση του διεθνούς κύρους και της αξιοπιστίας της Άγκυρας, πράγμα που θα περιόριζε την ισχύ και την αποτρεπτική της ικανότητα. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών, για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο