Ευρωπαϊκού μέλλοντος ρεαλιστικές προσεγγίσεις

Οι εθνικές ταυτότητες υπερέχουν μιας ευρωπαϊκής πολιτικής στοχοθεσίας, που να άπτεται της διάπλασης μιας ευρωπαϊκής κατά τα ανωτέρω ταυτότητας. Το έθνος-κράτος είναι παρόν και ενεργοποιημένο σε όλες του τις διαστάσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα, προεξαρχουσών κατά ταύτα μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως είναι η Γαλλία και η Γερμανία
Υπάρχει παλαιόθεν μια εξωπραγματικών διαστάσεων αντίληψη περί της ικανότητας της ευρωπαϊκής πολιτικής και πολιτειακής πραγματικότητας να είναι σε θέση να υπερασπίζεται τα σύνορα και τις πολιτειακές εξελίξεις των εθνικών οντοτήτων και των λαών της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή διάσταση της πολιτικής συνιστά και την εν συνθέσει δυνάμεων προβολή εθνικών ταυτοτήτων, που απηχούν πρωτίστως την εθνική ιδέα διάρθρωσης της διεθνούς πολιτικής ως εν προκειμένω κοινότητας κρατών.
Η ενεργός πολιτική προβολή των ταυτοτήτων ως πολιτιστική διάσταση εφαρμοζόμενης πολιτιστικής παρουσίας και διεθνούς πολιτικού βηματισμού συνιστά την, αναμφισβήτητα, θεμελιώδους υπαρξιακής σπουδαιότητας παρουσία του εθνικού κράτους στη διεθνοπολιτική διαδρομή των διεθνών σχέσεων και της εν γένει ύπαρξης των κρατών ως ζωτικής σημασίας συνιστώσας στην παγκόσμια τάξη υφιστάμενων υποκειμένων διεθνούς δικαίου.
Συνοψίζοντας ενεστώσες, αλλά και παλαιόθεν εξαχθείσες συμπερασματικές διαπιστώσεις ως προς πολιτικές αφορώσες στην Ευρώπη και στο μέλλον της κρατικοπολιτικής διάρθρωσης της Γηραιάς Ηπείρου, οφείλει κανείς μετά περισσής απαισιοδοξίας να ομολογήσει πως το ευρωπαϊκό μέλλον δεν είναι απλά αβέβαιο, αλλά συνιστά και μια εμφανώς και ευδιακρίτως προβαλλόμενη ανυπαρξία πολιτιστικής, πολιτικά συγκροτημένης και διεθνοπολιτικά απολειπόμενης αυτονόμου ταυτότητας ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και πολιτιστικού υποκειμένου.


Οι εθνικές ταυτότητες υπερέχουν μιας ευρωπαϊκής πολιτικής στοχοθεσίας, που να άπτεται της διάπλασης μιας ευρωπαϊκής κατά τα ανωτέρω ταυτότητας. Το έθνος-κράτος είναι παρόν και ενεργοποιημένο σε όλες του τις διαστάσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα, προεξαρχουσών κατά ταύτα μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως είναι η Γαλλία και η Γερμανία.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου υπερβαίνει τους κανόνες της πολιτικής συμβατικής λογικής και αντικρίζει εμφανώς τις κατά ταύτα διατρέχουσες την κοινωνία εθνικά προσδιοριζόμενες πολιτιστικές αξίες. Κατά τα ανωτέρω τούτο οφείλει να προσεγγισθεί με στρατηγική εθνικού επιπέδου, όπου και η συνάντηση όλων των πολιτικών και πολιτιστικών δυνάμεων της χώρας θα αναζητήσει τρόπους και μεθόδους κοινωνικής και παιδαγωγικής, εκπαιδευτικής και πολιτισμικής αντιμετώπισης σε διαστάσεις σαφώς υπερβαίνουσες τα εθνικά σύνορα με στόχο μια παιδευτική, διαπαιδαγωγική αντίληψη ενός για το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υφιστάμενου, ζωηρώς και προδήλως κρίσιμου φαινομένου.
Οι ιδεοληψίες μιας ανύπαρκτης πολιτικά ή κρατικοπολιτικά Ευρώπης παραπέμπουν στην ψευδαίσθηση μιας υφιστάμενης ευρωπαϊκής, πολιτικής ταυτότητας, την οποία είναι σε θέση και εκδηλούμενη πολιτική βούληση τα έθνη και οι κρατικές οντότητες της Ευρώπης να υπερασπίσουν και πάση δυνάμει να υποστηρίξουν. Το γεγονός για παράδειγμα της ελληνικής κρίσης, η οποία άπτεται της ικανότητας επιβίωσης ενός λαού που συνιστά τη γεννήτορα δύναμη της Ευρώπης, αντιμετωπίσθηκε από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μέσα από μια διαδικασία ελλαδικής προσφυγής σε ευρωπαϊκά ώτα μη ακουόντων.
Η Ευρώπη στήριξε οικονομικά τη χώρα, αφού υποθηκεύθηκε μέρος της επικράτειας για τις επόμενες δεκαετίες στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Δεν μπόρεσε να γίνει αντιληπτό πως το ελληνικό πρόβλημα υπήγετο στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ως τέτοια η Ελλάδα όφειλε να προσεγγισθεί ως τμήμα της ευρωπαϊκής επικράτειας, προβάλλοντας η Ευρώπη την αλληλέγγυα αρωγή της. Η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε ως ένα είδος επιβάρυνσης από την οποία ήθελαν να απαλλαγούν, όχι διά της εξόδου, αλλά της μη ικανοποίησης των αιτημάτων της για σωτηρία από την οικονομική κρίση.
Η Κύπρος δε αποτελεί ένα απολύτως κραυγαλέο παράδειγμα που διαδηλώνει κατά τον πλέον δραματικό τρόπο την απουσία ευρωπαϊκής εν τοις πράγμασι αλληλεγγύης και στήριξης προς μία χώρα ενταγμένη στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών και πολιτισμών, η οποία υφίσταται τη βία της τουρκικής εισβολής από το 1974 και εντεύθεν και της κατοχής συνοδευόμενης από το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας του εποικισμού, χωρίς αυτή η τραγική κατάσταση να προκαλεί την ενεργό ευρωπαϊκή αλληλεγγύη απέναντι στην Κύπρο και κατά της τουρκικής επεκτατικής πραγματικότητας, στην οποία θα έπρεπε οι Ευρωπαίοι και ο δυτικός κόσμος να επιφέρουν κόστος που να την υποχρέωνε να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από την Κύπρο.
Τούτο δε σημαίνει πως επ’ ουδενί δεν πρέπει να αρκείται κανείς σε απειλητικά για την υπόσταση της Κύπρου μπαλώματα τύπου Σχεδίου Ανάν, εμφανιζόμενα από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους μεσολαβητές ως «λύση». Τέτοιες προτάσεις που υπηρετούν τα τουρκικά συμφέροντα εμφανίζονται και ως συγκλίνουσες με τα συμφέροντα μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η παγκοσμιοποίηση, την οποία ορισμένοι κήρυκες του παγκόσμιου ιδεαλισμού εμφάνισαν ως τη μαγική ράβδο επίλυσης των προβλημάτων της ανθρωπότητας, όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά ανέδειξε τη δύναμη και την ισχύ του εθνικού κράτους. Οι ιδεοληψίες της Ευρώπης συνιστούν την ανυπαρξία ενός ευρωπαϊκού εθνικού οικοδομήματος, ενώ η σύγχρονη Ευρώπη εξακολουθεί να αντανακλά την Ευρώπη της δεκαετίας του 1950 των εθνικών κρατών, τα οποία κινούνταν με αποκλειστικό γνώρισμα το συμφέρον της εθνικής τους οντότητας και ουδέν πέραν τούτου. Αυτό απηχεί μια ρεαλιστική προσέγγιση της ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία καταγράφει τις υφιστάμενες πραγματικότητες, δηλαδή το είναι και όχι το δέον γενέσθαι.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο