Αναλύσεις

Παραίτηση Υπουργού: Δικαίωμα ή όχι;

Η πολιτική ευθύνη για τη διατήρηση ή όχι ενός Υπουργού και ακόμη του Αρχηγού της Αστυνομίας είναι ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, που πρέπει να ασκείται δίκαια και αφού προηγηθεί η ορθή συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, χάριν του δημοσίου συμφέροντος
Το Σύνταγμα του 1960 καθιέρωσε ρητά δικαίωμα, που προφανώς είναι και εξυπακουόμενο, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (αντίστοιχο δικαίωμα είχε και ο Αντιπρόεδρος για τους Τουρκοκύπριους Υπουργούς) να αποφασίζει την παύση Υπουργού όποτε ήθελε αποφασίσει τούτο. Προφανώς, για να επιλεγεί κάποιος ως Υπουργός, πέρα από τη σχετική περί τούτου επιλογή του Προέδρου, που προφανώς σχετίζεται με την προώθηση της προεκλογικής εκστρατείας, πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που το Σύνταγμα ορίζει. Μάλιστα, κατά παραπομπή του Άρθρου 59, πρέπει να έχει τα απαιτούμενα προσόντα για υποψήφιο βουλευτή, με τη διαφορά, όμως, ότι, στην περίπτωση του βουλευτή, το Σύνταγμα ρητά προέβλεψε δυνατότητα να θεωρηθεί κενή μια βουλευτική έδρα, μετά από παραίτηση ενός βουλευτή.
Η έννοια, λοιπόν, της οικειοθελούς παραίτησης Υπουργού από το αξίωμά του δεν υπάρχει και δεν προβλέφθηκε ως συνταγματικό του δικαίωμα. Πολλοί οι περί τούτου λόγοι. Εν πρώτοις, κάθε Υπουργός, πέραν των επιμέρους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, περί το Υπουργείο του, είναι κύρια και μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου που, κατά το Σύνταγμα, έχει το λεγόμενο «κατάλοιπο των εξουσιών» για ό,τι αφορά τις εξουσίες που έχει η Εκτελεστική Εξουσία. Είναι, δε, χαρακτηριστική η πρόνοια του Συντάγματος ότι είναι δυνατή επί απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία ο Πρόεδρος μπορεί να την αναπέμψει στο Υπουργικό, το οποίο οφείλει να την επανεξετάσει, στην δε περίπτωση που το Υπουργικό επιμείνει, τότε ο Πρόεδρος προχωρεί είτε σε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα ή ασκεί το δικαίωμα, εκεί που προβλέπεται, αρνησικυρίας.
Προφανώς, λοιπόν, η διατήρηση ή όχι ενός Υπουργού ως μέλους του Υπουργικού Συμβουλίου είναι επιλογή ευθύνης και καθήκον του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού η «παραίτηση», εάν υπάρξει, δεν δεσμεύει τον Πρόεδρο και ούτε αποτελεί «δικαίωμα» συνταγματικό του Υπουργού, ο οποίος, άλλωστε, οφείλει να συνεχίσει να υπηρετεί, εφ’ όσον δεν παύθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Βέβαια, η υποβολή παραίτησης είναι δικαίωμα φυσικής δικαιοσύνης, που μπορεί να συνδέεται και με την προσωπική αντίληψη του κάθε Υπουργού, σε σχέση με την πολιτική ευθύνη και με άλλους προσωπικούς σοβαρούς λόγους.
Όμως, η άσκηση Εκτελεστικής Εξουσίας είναι και ζήτημα ευθύνης πολιτικής. Ενίοτε, η μη παύση ή αποδοχή παραίτησης Υπουργού μπορεί να είναι η επιλογή εκ καθήκοντος μεταξύ της απαίτησης της αντιπολίτευσης και της γενικότερης πολιτικής που ακολούθησε και προγραμμάτισε η Εκτελεστική Εξουσία. Για παράδειγμα, με τόσα σοβαρά και διαπιστωμένα προβλήματα στο επίπεδο απονομής δικαιοσύνης και στη μελετηθείσα ή υπό επεξεργασία τροποποίηση σε βάθος (νέα δικαστήρια κ.λπ.), είναι πολιτικά υπεύθυνο να θεωρηθεί η αποτυχία της Αστυνομίας στην πρωτόγνωρη και τραγικότατη υπόθεση του «Ορέστη» ως λόγος που να επιβάλλει παύση ή αποδοχή παραίτησης του Υπουργού;
Σε μια μικρή κοινωνία υπό ημικατοχή για 45 χρόνια, οι θεσμοί και ο κάθε αξιωματούχος πρέπει να είναι κατά μείζονα λόγο ιδιαίτερα προσεκτικοί στην τέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους. Η απαίτηση για παύση Υπουργού πρέπει να έχει όρια, έως πού είναι η υπεροχή του δημόσιου συμφέροντος σε συνδυασμό με την αντικειμενική θεώρηση των δεδομένων, αλλά και των ορίων ευθύνης Υπουργού και υπαγομένων στο Υπουργείο του άλλων εξουσιών.


Άλλωστε, ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι τον Αρχηγό και Υπαρχηγό της Αστυνομίας διορίζει ο Πρόεδρος (με τον Αντιπρόεδρο) και η «απόλυσή» τους, μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν ελέγχεται ως κυβερνητική πράξη. Άρα, η πολιτική ευθύνη για τη διατήρηση ή όχι ενός Υπουργού και ακόμη του Αρχηγού της Αστυνομίας είναι ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, που πρέπει να ασκείται δίκαια και αφού προηγηθεί η ορθή συνεκτίμηση όλων των δεδομένων, χάριν του δημοσίου συμφέροντος.
Υστερόγραφο: Προφανώς, εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της εξαγγελίας μελλοντικής παραίτησης του Υπουργού Οικονομικών. Εξ ου και η άποψή μου ότι η Βουλή έπρεπε να αποφάσιζε και όχι να ψήφιζε. Εάν υπήρχε απόφαση, θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να την υιοθετήσει ως πολιτική ευθύνη ή να την αναπέμψει, όπως πράττει ανάλογα και για κάθε Νόμο που θεωρεί π.χ. αντισυνταγματικό.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
Δικηγόρος