Ηγέτη ψυχογράφημα: Η οπτική της Άγκυρας

Το ψυχογράφημα του ηγέτη αποτελεί απαραίτητο εργαλείο της πολιτικής και δομική συνιστώσα προβολής εθνικής στρατηγικής μιας χώρας, που διεκδικεί ρόλο και θέση στο διεθνές σύστημα, ακριβώς με την έννοια της ικανότητας να είναι αποφασιστική και αποτελεσματική στις πολιτικές που αναπτύσσει έναντι τρίτων. Όλες οι τρίτες σοβαρές χώρες στον κόσμο καταγράφουν εν είδει ψυχογραφημάτων, δηλαδή σκιαγράφησης, τις προσωπικότητες οι οποίες τους ενδιαφέρουν, που σαφώς και αφορούν στην ικανότητα των ηγετών, όχι μόνο να λειτουργούν αποτρεπτικά, αλλά και να ηγούνται των χωρών τους κατά τρόπο που ενισχύει την αξιοπιστία των πολιτικών που ακολουθούν ή διατυπώνουν σε σχέση με την παρουσία των συγκεκριμένων κρατών στον κόσμο.

Ιδιαιτέρως μάλιστα σε περιπτώσεις που προετοιμάζονται συναντήσεις μεταξύ ηγετών, το ψυχογράφημα του ηγέτη είναι μία απαραίτητη διεργασία, η οποία λαμβάνει χώρα ένθεν κακείθεν, ώστε οι ηγέτες που συναντώνται ακριβώς να είναι σε θέση να γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του συνομιλητή τους, ζητήματα που είναι άκρως απαραίτητα στη διαπραγμάτευση. Το κατά Μαξ Βέμπερ χάρισμα του ηγέτη σημαίνει αυτογενώς εκπεμπόμενο ηγετικό προφίλ επιρροής ή το αντίστοιχο που προβάλλει ως χάρισμα του αξιώματος, δηλαδή επιρροή που παράγεται από τη θέση και τον ρόλο του στο πολιτικό σύστημα.

Όπως διαμορφώθηκε ιδιαιτέρως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σύστημα άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως πρωθυπουργοκεντρικό, με την έννοια πως οι εξουσίες άσκησης εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής συγκεντρώνοντο σχεδόν μονοπωλιακά στο πρόσωπο και την προσωπικότητα του εκάστοτε πρωθυπουργού. Ο τελευταίος εξέπεμπε και προς τα έξω τη θέληση της χώρας να υπερασπισθεί εθνική κυριαρχία και δικαιώματα.

Στη μεταπολεμική εξέλιξη του κόσμου, όπου η Τουρκία επεδίωκε την διά παντός μέσου αναθεώρηση των Συνθηκών, που διέπουν τις σχέσεις Αθηνών - Άγκυρας, ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδια της συνιστούσε εν αρχή ο αμερικανικός παράγων, ο οποίος διά του γνωστού τελεσιγράφου Τζόνσον προς την τουρκική ηγεσία το 1964 εμπόδισε την εισβολή στην Κύπρο, δεδομένης της θέλησης της ελληνικής ηγεσίας υπό τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να αντιδράσει πάση δυνάμει. Είναι κατά ταύτα γνωστή η ρήση του, ο οποίος αποφθεγματικά δήλωσε «Εάν η Τουρκία εισέλθει εις το φρενοκομείο, θα την ακολουθήσουμε και ημείς».

Η φράση αυτή, σε συνάρτηση με την προσωπικότητα του Γεωργίου Παπανδρέου, συνέστησε μεγίστου βαθμού αποτροπή, η οποία διαδήλωνε αξιοπιστία ικανότητας και θέλησης της ελληνικής κυβέρνησης να αντιδράσει ενόπλως στους τουρκικούς σχεδιασμούς. Το αυτό παρατηρείται και στη δεκαετία του 1980, όταν η προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου απεικόνιζε μια αποτρεπτική εθνική ισχύ, που κατόρθωσε να οχυρώσει κατά τρόπο αληθώς υπερασπίζοντα τα εθνικά συμφέροντα και την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η εκλογή του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία της χώρας τη δεκαετία του 1990, ο οποίος εθεωρείτο πολιτικώς ανήκων στη σχολή της κατευναστικής αντίληψης της πολιτικής, προέβαλε μια παράσταση που επέτρεψε στην κυβέρνηση της Άγκυρας τη δημιουργία του επεισοδίου των Ιμίων το 1996 με την οποία αναπτύχθηκε η θεωρία των Γκρίζων Ζωνών.

Σημειώνεται πως η τουρκική επιθετικότητα ενδυναμώνεται και κλιμακώνεται στη διάρκεια όλων των τελευταίων δεκαετιών, όπου και αναπτύσσει εμφανείς και διαδηλωμένες αναθεωρητικές στοχεύσεις όσο η ελληνική αποτροπή δεν προβάλλεται κατά τρόπο αξιόπιστα ισχυρό και διαρκή. Σε ό,τι αφορά στην κυπριακή περίπτωση ο Ερντογάν καταλαμβάνει χώρο εκεί όπου δεν βρίσκει αντίσταση αποτυπωμένη σε μια ισχυρή διεκδικητική πολιτική, παραβιάζοντας εσχάτως και τις συνθήκες που διέπουν τη λεγόμενη Πράσινη Γραμμή στη διχοτομημένη εμπράκτως Κύπρο.

Αναφορικά προς την προσωπικότητα του ηγέτη, σημειώνεται πως τούτη αναδεικνύεται στην παρούσα ηγεσία της χώρας, δεδομένης μάλιστα της υποχωρητικότητας που επεδείχθη στο λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα, καταγράφοντας πως υπάρχουν περιθώρια που επιτρέπουν τη δημιουργία αρνητικών συνθηκών για το κράτος άσκησης πιέσεων έναντι της Ελλάδος που να την εξαναγκάζουν να προσέλθει σε διάλογο με την Τουρκία. Υπογραμμίζεται πως το τουρκικό πολιτικό σύστημα βαδίζει εδώ και πολλές δεκαετίες, έχοντας μία κρατικοπολιτική δομή ικανή να μελετά και να καταγράφει τις δυνατότητες και αδυναμίες πολιτικών ηγετών που ενδιαφέρουν την Άγκυρα, έτσι ώστε να είναι σε θέση το τουρκικό κράτος να αξιοποιεί αυτή τη συσσωρευμένη γνώση στις διαδικασίες, όχι μόνο διαπραγματεύσεων, αλλά και στις σχέσεις που αναπτύσσει, συγκρουσιακές συνήθως, προς το ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Τούτων δοθέντων, η Άγκυρα κρίνει με βάση την αντίληψη που εκπέμπει, όχι τόσο η κυπριακή ηγεσία, όσο η ελλαδική, ότι η υποστήριξη, την οποία μπορεί να διαθέσει η Αθήνα για την Κύπρο, αλλά και για το Αιγαίο δεν είναι αρκούντως αποτρεπτική, που να εμποδίσει ή να προβάλει την παράσταση ίσης δύναμης, έτσι ώστε να μην διανοηθεί να προχωρήσει σε αποστολές γεωτρυπάνων σε περιοχές της Κύπρου ή του ελλαδικού χώρου, εκτιμώντας κατά ταύτα πως το κόστος της επιτιθέμενης χώρας θα ήταν μεγαλύτερο από το όφελός της.

Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Πάντειο Πανεπιστήμιο