Τοπικά

Πόλεμος για την προβλήτα

Οξεία σύγκρουση ΕΒΕ και φορέων της Πάφου με το τμήμα αρχαιοτήτων και την αρχαιολογικη κοινότητα

Απειλούνται οι αρχαιότητες, με κίνδυνο αποχαρακτηρισμού της Πάφου ως μνημείου Παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, προειδοποιούν οι αρχαιολόγοι - Επιδίωξή μας δεν είναι μόνο η προστασία, αλλά και η περαιτέρω ανάδειξη των αρχαιοτήτων, απαντά ο δήμαρχος Πάφου

Σωρεία αντιδράσεων προκάλεσαν οι εκδηλωθείσες προθέσεις διαφόρων φορέων της Πάφου (ΕΒΕ, Δήμαρχος Πάφου, βουλευτές κ.ά.) για κατασκευή προβλήτας στο λιμανάκι της Κάτω Πάφου (έργο για το οποίο υπήρξε ήδη και σχετικός σχεδιασμός από την Αρχή Λιμένων Κύπρου), εγείροντας, ακόμη μια φορά, το μείζον θέμα της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς εν γένει, αλλά και τη σχέση της με την οικονομική και τουριστική ανάπτυξη του τόπου.

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων με ανακοίνωσή του τάχθηκε εναντίον της κατασκευής προβλήτας στον συγκεκριμένο χώρο, υποδεικνύοντας ότι αποτελεί μνημείο της UNESCO και πως δεν πρέπει να αλλοιωθεί ο ιστορικός χαρακτήρας της περιοχής, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν, με ανακοινώσεις τους, η Κυπριακή Εθνική Επιτροπή της UNESCO, το Κυπριακό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Χώρων (ICOMOS), ο Σύνδεσμος Κυπρίων Αρχαιολόγων και η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου, στηρίζοντας τη θέση του Τμήματος.

Το ζήτημα, όπως επισημαίνει στη «Σ» της Κυριακής η Σκεύη Χριστοδούλου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Αρχαιολόγων Κύπρου, αφορά το πώς προτεραιοποιείται ως αξία ο πολιτισμός και η πολιτισμική κληρονομιά για την ίδια την Πολιτεία, που «είναι δεσμευμένη με σειρά διεθνών συμφωνιών για την προστασία τους, τις οποίες έχει επικυρώσει»

Στην αντίπερα όχθη, το ΕΒΕ Πάφου εμμένει στην αναγκαιότητα δημιουργίας του έργου, θεωρώντας ότι θα επιφέρει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη στον τουρισμό και στην οικονομία του τόπου, ενώ βουλευτές της πόλης όπως και ο Δήμαρχος Πάφου στηρίζουν το έργο, καταγγέλλοντας το Τμήμα Αρχαιοτήτων ότι, με την όλη στάση του, λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη της Πάφου.

«Τροχοπέδη στην ανάπτυξη»

Σε δηλώσεις του στη «Σ» της Κυριακής, ο Δήμαρχος Πάφου, Φαίδωνας Φαίδωνος, επισήμανε ότι η δημιουργία προβλήτας αποτελεί αναγκαιότητα, που προκύπτει μέσα από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων, «καθώς δεν νοείται», όπως υπέδειξε, «εν έτει 2019, η Πάφος, με τη θέση που διαθέτει στον διεθνή τουριστικό χάρτη, να μεταφέρει με βάρκες τους επισκέπτες που έρχονται στην πόλη. Και καταλληλότερος χώρος για τη δημιουργία της δεν είναι άλλος από το λιμανάκι, που προσφέρει, ταυτόχρονα, γρήγορη και άμεση πρόσβαση στους αρχαιολογικούς χώρους».

Ο κ. Φαίδωνος απέρριψε, επίσης, ως αβάσιμες τις αντιρρήσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων αλλά και των φορέων που τις στηρίζουν ότι με το έργο απειλούνται με καταστροφή οι αρχαιότητες της Πάφου. «Κατανοούμε τις ανησυχίες και την ευαισθησία που επιδεικνύεται», επισήμανε, «ωστόσο, μέριμνα δική μας δεν είναι η προστασία, απλώς, των αρχαιοτήτων μας, αλλά και η ουσιαστική ανάδειξή τους. Γι’ αυτό, προτείνουμε τη διενέργεια ενάλιας επισκόπησης από ειδικούς εμπειρογνώμονες από την Ελλάδα, κάτι που το Τμήμα Αρχαιοτήτων δεν μπορεί να κάνει, για τον εντοπισμό, την καταγραφή και την ανάδειξη όλων των υποθαλάσσιων αρχαιοτήτων που βρίσκονται στην περιοχή».

«Δεν μπορεί», πρόσθεσε ο Δήμαρχος Πάφου, «κάθε φορά που προωθείται ένα έργο, να παρεμβαίνει το Τμήμα Αρχαιοτήτων, επικαλούμενο τις αρχαιότητες, και να το σταματά. Εμείς, επαναλαμβάνω, είμαστε υπέρ όχι μόνον της προστασίας, αλλά και της περαιτέρω ανάδειξής τους. Αλλά, δεν μπορεί, πάντα, αυτό το επιχείρημα να αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη».

Ανάγκη σεβασμού των συμφωνιών

Σε δικές της δηλώσεις στην εφημερίδα μας, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, Μαρίνα Σολομίδου - Ιερωνυμίδου, επισήμανε ότι, «ως αρμόδιο Τμήμα, έχουμε υποχρέωση να σεβαστούμε τις υπογραφείσες συμφωνίες για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, γι’ αυτό ενημερώσαμε αμέσως την Κυπριακή Εθνική Επιτροπή της UNESCO, η οποία εξέφρασε, δημοσία, τη διαφωνία της».

«Θέλω εδώ να υπογραμμίσω», πρόσθεσε η κα Ιερωνυμίδου, «ότι, ως Κυπριακή Δημοκρατία έχουμε την υποχρέωση να τηρούμε όλες αυτές τις συμφωνίες, καθώς υφίσταται ο κίνδυνος αποχαρακτηρισμού μας από τον Κατάλογο της UNESCO ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν είναι ένας κίνδυνος αόριστος, αλλά πολύ υπαρκτός, τον οποίο διατρέχουν πόλεις όπως η Βενετία και χώρες όπως η Κροατία, που επίσης έχουν πρόβλημα με τα κρουαζιερόπλοια. Άρα, δεν μπορεί να ενεργούμε απερίσκεπτα, σαν να μην είμαστε συμβεβλημένοι με όλες αυτές τις συμφωνίες».

Διευκρίνισε, παράλληλα, ότι η δημιουργία προβλήτας στον χώρο του κάστρου δεν θα επηρεάσει μόνον τις υποθαλάσσιες αρχαιότητες, αλλά και όλο τον περιβάλλοντα χώρο, αφού θα καταστεί αναγκαίο να κατασκευαστούν και μια σειρά από άλλες υποδομές, προς διευκόλυνση των επισκεπτών, οι οποίοι είναι, συνήθως, μεγάλης ηλικίας.

«Λύση» από Πρόεδρο

Συνεχίζοντας, η κα Ιερωνυμίδου σημείωσε ότι μια λύση στο πρόβλημα μπορεί, ενδεχομένως, να δώσει η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, «ότι η δημιουργία της προβλήτας πρέπει να συνδεθεί με τη μαρίνα της Πάφου, που τοποθετείται σε άλλο σημείο της ακτογραμμής και δεν επηρεάζει τις αρχαιότητες». «Είναι προφανές, ότι η όποια λύση θα δοθεί σε πολιτικό επίπεδο και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι ενέργειας του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων», κατέληξε.

Ευρεία σύσκεψη στο Υπουργείο Μεταφορών

Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας μας, το θέμα θα συζητηθεί εντός της βδομάδας -πιθανότατα αύριο Δευτέρα- σε ευρεία σύσκεψη των αρμόδιων φορέων και υπηρεσιών, που θα πραγματοποιηθεί στο Υπουργείο Επικοινωνιών, Μεταφορών και Έργων, ενώ αναμένεται σύντομα να ληφθούν και οι πολιτικές αποφάσεις.

Η ιστορία μιας στρεβλής διασύνδεσης

Είναι γεγονός πως, διαχρονικά, λόγω και των πολιτικών ιδιαιτεροτήτων της Κύπρου (τουρκική εισβολή του 1974 κ.λπ.), υπήρξε μια στρεβλή διασύνδεση του πολιτισμού (εννοούμενου ως «πολιτιστικού προϊόντος») με τη λεγόμενη οικονομική και τουριστική ανάπτυξη του τόπου, όπου, άλλοτε, η πολιτισμική κληρονομιά εξοβελιζόταν (από κάποιους) ως ανασχετικός παράγων για την επιχειρηματική ανάπτυξη και τον «εκσυγχρονισμό» -με αποτέλεσμα, συχνά, πολλές αρχαιότητες να παραγνωρίζονται ή και να καταστρέφονται στον βωμό της ανάπτυξης- και, άλλοτε, να χρησιμεύει ως «άλλοθι» για την αλόγιστη έξαρση αυτής της τελευταίας, χρησιμοποιούμενη ως μέρος της… ομογάλακτης ένωσης του πολιτισμού με τον τουρισμό, των δύο αισθαντικότερων προϊόντων της κυπριακής «εξαγωγικής» βιομηχανίας, στο πλαίσιο μιας κοινής «καλλιέργειας» και προώθησης.

Στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, ο πολιτισμός αντιμετωπίστηκε, μονοσήμαντα και παραχαρακτικά, σαν μια πολύτιμη τουριστική ατραξιόν, μετατρεπόμενος σε φολκλόρ, και, αφετέρου, ο τουρισμός χρησιμοποιήθηκε σαν μια πανάκριβη οθόνη προβολής ενός μεταποιημένου πολιτιστικού προϊόντος, για καθαρά οικονομικούς σκοπούς.

Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, μία σημαντική διάσταση της σύγχρονης τουριστικής «ευαισθησίας» αρθρώνεται ως περιήγηση στους δρόμους του αρχαίου κλέους και, τούμπαλιν, ο πολιτισμός εντέλλεται να λειτουργήσει ως η… αβύθιστη ναυαρχίδα μιας φιλόδοξης και επιθετικής τουριστικής πολιτικής.

Παρ’ όλα αυτά, το ζεύγος φαίνεται ανισοσθενώς εφελκυόμενο, δύσκολο να στερεωθεί εις σάρκαν μίαν και, ακόμη δυσκολότερο, να αποδώσει ευτυχείς απογόνους. Γιατί, το θέμα είναι με ποιους όρους ο «τομέας του πολιτισμού» ανατιμάται ως μια βασική παραγωγική δύναμη για τη χώρα και πώς υλοποιείται έμπρακτα η προώθηση «έξυπνων» υπηρεσιών -σύγχρονων και αρχαίων «προϊόντων»- στην πολιτιστική και τουριστική αγορά. Και, κατά κανόνα, το ζύγι των εκπτώσεων και των απωλειών γέρνει προς τη μεριά του πολιτισμού.

Ποιες οι προτεραιότητες;

Το ζήτημα, όπως επισημαίνει στη «Σ» της Κυριακής η Σκεύη Χριστοδούλου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Αρχαιολόγων Κύπρου, αφορά το πώς προτεραιοποιείται ως αξία ο πολιτισμός και η πολιτισμική κληρονομιά για την ίδια την Πολιτεία, η οποία «είναι δεσμευμένη με σειρά διεθνών συμφωνιών για την προστασία τους, τις οποίες έχει επικυρώσει».

Όσον αφορά στο διά ταύτα, ο αρχαιολογικός χώρος της Πάφου, που περιλαμβάνει τα Ψηφιδωτά, τους Τάφους των Βασιλέων, την περιοχή του Κάστρου και τον περιβάλλοντα, αυτής, χώρο, «αποτελεί μνημείο αρχαιολογικής κληρονομιάς της UNESCO, στο πλαίσιο συμφωνίας που υπεγράφη το 1985». Ως εκ τούτου, προσθέτει, το γεγονός αυτό πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστό από όλους και η όποια επιδιωκόμενη ανάπτυξη πρέπει να συντελείται στο πλαίσιο των υφιστάμενων νομοθεσιών και, πάντοτε, με μέτρο.

Είναι απορίας άξιον, σημειώνει περαιτέρω η κα Χριστοδούλου, γιατί να υπάρχει τέτοια εμμονή για τη δημιουργία προβλήτας στον συγκεκριμένο, ευαίσθητο αρχαιολογικά, χώρο, τη στιγμή που η Πάφος διαθέτει μια πολύ μεγάλη ακτογραμμή και μπορεί η ανέγερση του έργου να γίνει σε άλλο σημείο. «Πρόκειται για ανάπτυξη η οποία θα καταστρέψει, ανεπανόρθωτα, τον αρχαίο λιμενικό βραχίονα της περιοχής, τον υποθαλάσσιο αρχαιολογικό χώρο, καθώς και το εκτεινόμενο πέριξ και πέραν του κάστρου περιβάλλον. Γνωρίζουμε πως τέτοιες ρυθμίσεις δεν επιτρέπονται σε ανάλογους χώρους, άρα, προς τι η ανάγκη να κτιστεί η προβλήτα στο συγκεκριμένο σημείο;».

Η Πρόεδρος του Συνδέσμου Αρχαιολόγων εξέφρασε, επίσης, έντονες επιφυλάξεις ως προς το προβαλλόμενο επιχείρημα των θιασωτών της ανέγερσης της προβλήτας στον χώρο του κάστρου, ότι στόχος είναι η αύξηση της επισκεψιμότητας των αρχαιοτήτων της Πάφου, επισημαίνοντας πως «ο αρχαιολογικός χώρος δέχεται ημερησίως γύρω στους 1000 επισκέπτες και, ασφαλώς, θα ήταν ευχής έργον, αν μπορούσε ο αριθμός αυτός να αυξηθεί». Ωστόσο, διευκρίνισε, «αυτό δεν θα γίνει με το να κατεβαίνουν για μία ώρα μερικοί τουρίστες από τα σκάφη αναψυχής», υπονοώντας ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση προωθείται για να επωφεληθούν οι μαγαζάτορες της περιοχής του λιμανιού και της Κάτω Πάφου.

«Το θέμα είναι, λοιπόν, κατά πόσο μας ενδιαφέρει να προστατέψουμε και να προβάλουμε τον πολιτισμό μας ή να εξυπηρετήσουμε διάφορα οικονομικά ιδιωτικά συμφέροντα», τόνισε, χαρακτηρίζοντας ως εντελώς ανεδαφικές τις αιτιάσεις που προβάλλονται από ορισμένους χώρους ότι, πίσω από τη μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων, υποκρύβεται μια προσπάθεια ανάσχεσης και παρεμπόδισης της ανάπτυξης. Αντιθέτως, υποδεικνύει, η προστασία και ανάδειξη του αρχαιολογικού μας πλούτου και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς συμβάλλουν, με πολύ ουσιαστικό τρόπο, στην καλώς νοούμενη ανάπτυξη του τόπου. «Δεν είναι διά της καταστροφής, αλλά διά της προστασίας των αρχαιολογικών και ιστορικών θησαυρών μας που υποβοηθούμε την ανάπτυξη και την πρόοδο», υπογραμμίζει.

Στρεβλή ανάπτυξη με «πολιτικές παρεμβάσεις»

Μιλώντας ειδικότερα για την Πάφο, η κα Χριστοδούλου επισήμανε ότι η ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου της Κάτω Πάφου, ώστε να καταστεί ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, μέρος της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, κατέστη δυνατή μέσα από τις επίμονες προσπάθειες σπουδαίων αρχαιολόγων, όπως οι Β. Καραγιώργης και Δ. Μιχαηλίδης, λόγω του ότι δεν υπήρχε ανάπτυξη τότε και η Πάφος βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης σε σχέση με σήμερα.

Δεν είναι τυχαίο, συνεχίζει, που η αλόγιστη και εκτός προβλεπόμενων πλαισίων ανάπτυξη είχε ως αποτέλεσμα αρκετές στρεβλώσεις όσον αφορά στην προστασία των αρχαιοτήτων όχι μόνο στην Πάφο, αλλά και στις άλλες πόλεις της Κύπρου, «συχνά και με πολιτικές παρεμβάσεις», ενώ σε πολλές περιπτώσεις οικοδομικής ανάπτυξης δεν προϋποτίθεται η προβλεπόμενη μελέτη από τα αρμόδια τμήματα του κράτους, αλλ’ αυτή εκτελείται από τους ίδιους τους ιδιώτες, δι’ αναθέσεως.

Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε σήμερα ολόκληρες νεκροπόλεις να είναι θαμμένες κάτω από ξενοδοχειακά συμπλέγματα, ενώ αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα να βρίσκονται καταχωμένα κάτω από δρόμους και οικοδομές.

Δεν διασώζεται η ορατότητα

Μια άλλη, εξάλλου, διάσταση της προστασίας των αρχαίων μνημείων, επισημαίνει η κα Χριστοδούλου, είναι η διατήρηση του ακέραιου της εκθεσιμότητάς τους, δηλαδή η διασφάλιση ότι αυτά είναι πλήρως ορατά και προσφέρονται στην κοινή θέα, κάτι που ήδη, όσον αφορά στην Κάτω Πάφο, με τις ξενοδοχειακές ανοικοδομήσεις που έχουν γίνει, δεν συμβαίνει. «Διαφύλαξη ενός μνημείου αποτελεί και η διατήρησή του μέσα στην ορατότητα, η διασφάλιση, δηλαδή, ότι πάντοτε είναι ορατό, καθώς και η προστασία του χώρου που το περιβάλλει. Εδώ», εξηγεί περαιτέρω, «υπεισέρχεται και η διάσταση του τοπίου, ως ορίζοντα ανάδειξης και έκθεσης του μνημείου. Γι’ αυτόν τον λόγο, σε κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία, το αρμόδιο υπουργείο ονομάζεται Υπουργείο Αρχαιοτήτων και Τοπίου, που θέλει να υπογραμμίσει τη σημασία του τοπίου ως ενός σημαντικού παράγοντα της ανάδειξης και της προστασίας».

Διαφωνεί η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου

Η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου (Β.Ε.Κ.) σε ανακοίνωσή της εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στην πρόθεση για δημιουργία προβλήτας ικανής να δέχεται κρουαζιερόπλοια στην περιοχή του παλιού λιμανιού στην Κάτω Πάφο, επισημαίνοντας ότι η περιοχή αυτή είναι μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας και περιλαμβάνει τη θαλάσσια και υποθαλάσσια έκταση κοντά στο μεσαιωνικό κάστρο, αλλά και την περιοχή των ψηφιδωτών και όλης της Κάτω Πάφου, με τις σημαντικές αρχαιότητες, η οποία έχει ενταχθεί στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και ως τέτοια θα πρέπει να προστατεύεται.

Η Εταιρεία υπογραμμίζει, επίσης, ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Κάτω Πάφου αποτελεί τη μόνη αρχαιολογική θέση στην Κύπρο, η οποία είναι ενταγμένη και στο ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000, λόγω της χλωρίδας και πτηνοπανίδας που περιλαμβάνει, τονίζοντας πως «επιβάλλεται να γίνει αντιληπτόν από όλους ότι η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν είναι ανεξάντλητη, αλλά υπάρχουν συγκεκριμένα αποθέματα, τα οποία απαιτούν προσεκτική και σώφρονα διαχείριση και δεν πρέπει να θυσιάζονται στον βωμό της πρόσκαιρης ανάπτυξης. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η μισή μας πατρίδα από το 1974 κατέχεται από τα τουρκικά στρατεύματα, έχοντας υποστεί μια τεράστια και άνευ προηγουμένου πολιτιστική καταστροφή, θα πρέπει όλοι μας να σεβόμαστε και να προστατεύουμε τα μνημεία της ελεύθερης Κύπρου με κάθε τρόπο, διότι αυτά είναι που συντηρούν τη μνήμη, την Ιστορία και την ταυτότητά μας».

Ως εκ τούτου, καταλήγει, «η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου εκφράζει την πλήρη και αμέριστη στήριξή της προς το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το οποίο λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο του δεδομένου ρόλου του και των συμφωνιών και συμβάσεων, τις οποίες υπέγραψε και επικύρωσε η Δημοκρατία για προστασία των μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς».

Πρωτάκουστη θέση…

Μιλώντας στην εφημερίδα μας, ο Πρόεδρος της ΒΕΚ, Αντρέας Φούλιας, επισήμανε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υπογράψει συγκεκριμένες συμφωνίες για διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς τις οποίες οφείλει να διαφυλάσσει και να σέβεται, προσθέτοντας πως δεν μπορεί να καταστρατηγούνται διεθνείς συμβάσεις, μάλιστα επιστημονικά κυρωμένες απ’ όλους τους αρμόδιους φορείς και οργανισμούς.

Πρόκειται για πολύ ευαίσθητους αρχαιολογικά χώρους, σημείωσε, προσθέτοντας ότι είναι πρωτάκουστη η θέση πως οι ξένοι επισκέπτες πρέπει να κατεβαίνουν απευθείας μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, «κάτι που δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο… Η νενομισμένη πρακτική είναι να πηγαίνουμε εμείς στις αρχαιότητες και όχι να… φέρνουμε τις αρχαιότητες σ’ εμάς».