Διεθνή

Τα βλέμματα στραμμένα στην Ιταλία

Έχοντας ολοκληρώσει με ασφάλεια τη διαδικασία των ευρωεκλογών, η προσοχή των Ευρωπαίων αξιωματούχων στρέφεται στην καταρρέουσα οικονομία της Ιταλίας

Έξι μήνες μετά τη μάχη του προϋπολογισμού μεταξύ Βρυξελλών και Ιταλίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε ξανά την υπόθεση, εκτοξεύοντας απειλές για κυρώσεις. Την ίδια ώρα ο κυβερνητικός συνασπισμός της χώρας αμέσως, μετά την ανάγνωση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών του Μαΐου, μπήκε σε μια νέα φάση «αποδιοργάνωσης», φτάνοντας στα όρια της οριστικής ρήξης. Αυτό οδήγησε τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας, Τζουζέπε Κόντε, ο οποίος έδωσε μάχη για μήνες για να διατηρήσει τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ του αντισυστημικού Κινήματος 5 Αστέρων (M5S) και της ακροδεξιάς Λέγκας, να απειλήσει με παραίτηση τους ηγέτες των δύο κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, παίζοντας έτσι το μοναδικό χαρτί που έχει δεδομένης της πολιτικής του αδυναμίας.

Ο Κόντε, όντας πολιτικά ανίσχυρος απέναντι στους Λουίτζι Ντι Μάιο και Ματέο Σαλβίνι, έθεσε το δίλημμα παραμονή στην εξουσία ή πρόωρες εκλογές, ζητώντας ουσιαστικά την άρση της πολιτικής παράλυσης αλλά και του εκτροχιασμού των ευαίσθητων οικονομικών διαπραγματεύσεων της χώρας με την ΕΕ.
Τα αίτια της πολιτικής κρίσης

Η περίοδος που ακολούθησε των ευρωεκλογών βρήκε τα δύο κόμματα του συνασπισμού σε ακόμα πιο βαθιά ρήξη, η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τις απαρχές της ιδιαίτερης αυτής συνεργασίας, ενώ έγινε εντονότερη κατά την προεκλογική περίοδο. Τα αποτελέσματα δε δυναμίτισαν ακόμη περισσότερο το κλίμα, αφού ο Σαλβίνι, ενώ είχε ενταχθεί στην κυβέρνηση με ποσοστό μόλις 17% τον Μάρτιο του 2018, στις ευρωεκλογές είδε τα ποσοστά του να διπλασιάζονται, φτάνοντας στο 34%.

Από την άλλη, το Κίνημα των 5 Αστέρων, αν και στις εθνικές εκλογές είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα και βρισκόταν σε θέση ισχύος, τον Μάιο συνετρίβη εκλογικά, λαμβάνοντας μόλις 17%. Η κάλπη αναδεικνύοντας τον Σαλβίνι ως τον πλέον ισχυρό πολιτικά εταίρο στον συνασπισμό άλλαξε άρδην τις κυβερνητικές ισορροπίες, με τον ίδιο να μη διστάζει μερικά 24ωρα μετά από τα θριαμβευτικά αυτά αποτελέσματα να επιδεικνύει την υπεροχή του, προωθώντας εκ νέου και με νέα δυναμική την πολιτική ατζέντα του κόμματός του, με πρόνοιες όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και αυστηρότερα μέτρα για τους μετανάστες.

Η στρατηγική του Σαλβίνι

Την παρέμβαση Κόντε, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από πολλούς αναλυτές ως η μαριονέτα των Σαλβίνι και Ντι Μάιο, πυροδότησε η πολιτική παράλυση που προκάλεσε το Κίνημα των 5 Αστέρων, το οποίο σε μια προσπάθεια να ανακόψει την πτώση που παρουσίαζαν τα εκλογικά του ποσοστά, έθεσε βέτο σε πολιτικές διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Παρότι μετά τις ευρωεκλογές ο Λουίτζι Ντι Μάιο παραδέχθηκε την ήττα του και συμφώνησε να συνεργαστεί με τη Λέγκα, μέλη του κόμματός του αποσκοπώντας στην προσέλκυση μερίδας φιλελεύθερων ψηφοφόρων, εξέφρασαν αγανάκτηση με τις πολιτικές του Σαλβίνι για την είσοδο μεταναστών στη χώρα και την ποινικοποίηση της διάσωσής τους. Οι ισορροπίες όμως έχουν αλλάξει και ο Σαλβίνι, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία στις ευρωεκλογές και έχοντας αναδειχθεί άτυπα ηγέτης των εθνικιστικών δυνάμεων της Γηραιάς Ηπείρου, έχει στα χέρια του την πολιτική ισχύ στην Ιταλία.

Πλέον με τις νέες ανακατατάξεις είναι σε θέση να κερδίσει με ευκολία τις εθνικές εκλογές, αναζητώντας στήριξη μόνο στις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες στο παρελθόν τάσσονταν υπέρ του πρώην Πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Σύμφωνα με αναλυτές, το μόνο που έχει να κάνει για να εξασφαλίσει τη σίγουρη του νίκη στις εκλογές είναι να συνεχίσει τη στρατηγική της άσκησης πιέσεων.

Το πρόβλημα της οικονομίας

Οι εσωτερικές προστριβές στην Ιταλία όμως δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις Βρυξέλλες. Έχοντας ολοκληρώσει με ασφάλεια τη διαδικασία των ευρωεκλογών, τα βλέμματα των Ευρωπαίων αξιωματούχων στράφηκαν ξανά στην Ιταλία και στην καταρρέουσα οικονομία της. Μετά από έξι μήνες ανακωχής, οι 28 Επίτροποι άναψαν το πράσινο φως για πειθαρχική διαδικασία σε βάρος της Ιταλίας. Ουσιαστικά πρόκειται για το άνοιγμα του δρόμου για οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ιταλίας λόγω του κολοσσιαίου χρέους της, ρίχνοντας ξανά στην αρένα τον συνασπισμό λαϊκιστών-ακροδεξιών που βρίσκεται στην εξουσία.

Πρόκειται για την τρίτη αρνητική έκθεση μέσα σε ένα χρόνο, αν και την τελευταία φορά έληξε «αναίμακτα», όταν η κυβέρνηση Κόντε πρόλαβε την ενεργοποίηση της διαδικασίας για το έλλειμμα, καταλήγοντας σε συμφωνία με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Εντούτοις, η διάσταση των απόψεων των δύο πλευρών διαφαίνεται στις οικονομικές προβλέψεις, με την ιταλική Κυβέρνηση να εκτιμά ότι θα συνεχίσει την ανοδική πορεία φέτος. Αντίθετα, η έκθεση της ΕΕ υπογραμμίζει ότι «βάσει των σχεδίων της κυβέρνησης, όσο και των προβλέψεων της Κομισιόν, δεν αναμένεται ότι η Ιταλία θα πληροί τα κριτήρια για το χρέος ούτε το 2019, αλλά ούτε και το 2020».

Τα πολιτικά κίνητρα της Κομισιόν

Η χρονική συγκυρία της έναρξης της διαδικασίας εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου τυχαία. Αναλυτές επισημαίνουν ότι πίσω από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κρύβονται πολιτικά κίνητρα. Ειδικότερα, στο εσωτερικό της χώρας αυτή η «τιμωρητική» διαδικασία συνδέθηκε με την προσπάθεια από πλευράς της Λέγκας να ασκήσει πιέσεις, ώστε να αλλάξει η πολιτική της ΕΕ για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Παρότι οι προειδοποιήσεις εκ μέρους των Βρυξελλών για την ιταλική οικονομία δεν είναι κενού περιεχόμενου, κανείς δεν παραβλέπει το γεγονός ότι ο λαϊκισμός της Ιταλίας θεωρείται από μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων ως ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη συνοχή της ΕΕ. Από πλευράς του ο Σαλβίνι επέλεξε να ανεβάσει τους τόνους, εκτοξεύοντας κατηγορίες και προκλήσεις για την «κίτρινη κάρτα» της Επιτροπής. Κύριο επιχείρημα της Ρώμης είναι η μη συμμόρφωση στους κανονισμούς της ΕΕ από άλλα κράτη-μέλη όπως η Γαλλία, κάνοντας λόγο για δύο μέτρα και δύο σταθμά αλλά και στοχοποίηση.

Ως κύριες αιτίες της προβληματικής της οικονομίας προβάλλει τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, το μεταναστευτικό, την τρομοκρατική απειλή, αλλά και τις φυσικές καταστροφές. Από την άλλη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπεραμυνόμενη της θέσης της μίλησε για ελαστικότητα με την οποία αντιμετώπισε την Ιταλία κατά την περίοδο 2013-18, κάνοντας μία παραχώρηση σχεδόν 30 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία ισούται με το 1,8% του ΑΕΠ. Υποστήριξε δε ότι έκανε χρήση του «διακριτικού περιθωρίου» της, όμως τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει και δεν επιτρέπονται δικαιολογίες.

Παραμονή στο ευρώ ή παράλληλο νόμισμα;

Κάτω από το βάρος των ασφυκτικών πιέσεων για τα οικονομικά της χώρας επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για ένα «italexit» ή υιοθέτηση δεύτερου εγχώριου νομίσματος, πέραν του ευρώ. Το σενάριο του παράλληλου νομίσματος ουσιαστικά σημαίνει ότι η ιταλική Κυβέρνηση θα εκδώσει άτοκα γραμμάτια μικρής αξίας, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο συναλλαγής, λειτουργώντας έτσι ως εναλλακτικά χαρτονομίσματα και υποκαθιστώντας το ευρώ. Η υιοθέτηση ενός εναλλακτικού μέσου πληρωμών δυνητικά θα άνοιγε τον δρόμο για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, αφού θα εκλαμβανόταν ως παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών.

Εντούτοις, υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους θεωρείται απομακρυσμένο το ενδεχόμενο η ιταλική Κυβέρνηση να υιοθετήσει το εναλλακτικό αυτό νόμισμα. Αρχικά, η πολυπλοκότητα της διαδικασίας του Brexit προκάλεσε ψυχρολουσία στους Ιταλούς ευρωσκεπτικιστές, απομακρύνοντάς τους από τα σενάρια εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Κατά δεύτερο, ακόμα και εάν εκδοθούν τέτοιες υποσχετικές, νομική ισχύ θα αποκτήσουν μόνο αν η Ρώμη νομοθετήσει για να κάνει υποχρεωτική την αποδοχή τους ως μέσο πληρωμής.