«Φινλανδοποιημένης» ζώνης πραγματικότητες

Η ελληνική κυβέρνηση μεσούσης της συζητήσεως σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο περί της ΑΟΖ και των ελληνικών δικαίων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο Αιγαίο, έθεσε το ζήτημα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Ιόνιο, παρακάμπτοντας το κρίσιμο εδώ και δεκαετίες υφιστάμενο, νόμιμο και κατοχυρωμένο από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων του ελληνικού κράτους στον υδάτινο πνεύμονα της χώρας, το Αιγαίο.

Η Τουρκία έχει διατυπώσει ήδη εδώ και δεκαετίες το casus belli για την Ελλάδα σε περίπτωση επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης πέραν των 6 ναυτικών μιλίων, θεωρώντας πως το Αιγαίο είναι μία κοινή θάλασσα, όπου εξαιτίας του ημίκλειστου χαρακτήρα της δεν επιτρέπεται καμία εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας. Η δική της τακτική και πρόταση πολιτικής, την οποία παλαιόθεν προβάλλει, είναι πως οι δύο χώρες ούσες συγκυρίαρχες στο Αιγαίο θα έπρεπε να συναντώνται στη μέση του Αιγαίου ως προς την ρύθμιση των σχετικών διεκδικήσεων υποθαλάσσιου πλούτου και των συναφών ζητημάτων.

Η ως άνω κίνηση της Ελλάδος συνιστά μια εν τοις πράγμασι απεμπόληση δικαιωμάτων και εθνικών υποχρεώσεών της, που εκπέμπει προς τρίτους το μήνυμα πως η Αθήνα δεν επιδεικνύει την εθνικώς προσδοκώμενη και επιφυλασσόμενη υποχρέωση υπεράσπισης έναντι πάντων της εθνικής της κυριαρχίας, επίγειας, θαλάσσιας και εναέριας τοιούτης. Ταυτόχρονα η Αθήνα εκδηλώνει αδοκίμως ένα εμφιλοχωρούντα φόβο έναντι της Τουρκίας ως προς μια ενδεχόμενη ή επαπειλούμενη εν προκειμένω αντίδραση της Άγκυρας.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να αξιοποιήσει τις κατάλληλες ευκαιρίες και συνθήκες, ώστε να το πράξει ορθά και σύμφωνα με το ελληνικό εθνικό συμφέρον και όχι να ξεκινήσει από το Ιόνιο προδίδοντας ουσιαστικά την απαραβίαστη και από πάσης πλευράς νομιμοποιημένη θέση στο Αιγαίο. Το timing και η οργανωμένη στρατηγικά προσέγγιση ενός ζητήματος έχουν πολλές φορές καθοριστικότατο ρόλο. Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλέξει μια στιγμή στην οποία η Τουρκία είναι σε αδύναμη θέση και η Ελλάδα ισχυρή και συμπήσσοντας συμμαχίες με χώρες που έχουν συμφέροντα στον αιγαιακό χώρο, να προχωρήσει πρωτίστως στο Αιγαίο. Οι συμμαχίες και η ισχυροποίηση της χώρας θα προέβαλλαν ως αποτρεπτική ισχύς έναντι της επερχόμενης τουρκικής απειλής.

Η ανικανότητα προβολής στρατηγικής ισχύος και κατά τούτο επιλογή της εν γένει ανυπάρκτου αντιδράσεως προκαλούμενης από φόβο ή αδυναμία πολιτικής ή στρατιωτικής υφής, δημιουργεί τις προϋποθέσεις, τους όρους ενεργού επιθετικότητας και μιας πολιτικής συνθήκης, οδηγούσης στο φαινόμενο της φινλανδοποίησης. Κατά προέκταση αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί, λαμβανομένης υπόψη και της τουρκικής θέσης, η οποία την διακηρύσσει εδώ και δεκαετίες σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, επιστρατεύοντας και χρηματοδοτώντας διάφορους προθύμως προσφερόμενους «ειδικούς», ώστε να νομιμοποιήσουν επιστημονικά την τουρκική θέση, πως το Αιγαίο είναι θάλασσα «ειδικών συνθηκών». Οι δε κινήσεις διαμόρφωσης πολιτικών στον αιγαιακό χώρο, σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη, πρέπει να γίνονται τη συναινέσει των δύο παρακτίων κρατών. Αυτό σημαίνει πως εμείς με αυτήν την κίνηση στο Ιόνιο αποδεχόμεθα μηνυματικά επί της αρχής την τουρκική θέση περί συγκυριαρχίας στο Αιγαίο.

Σημειώνουμε δε πως, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του Μοντέγκο Μπέυ του 1982, η τουρκική θέση είναι ανυπόστατη και αστήρικτη, καθώς το Διεθνές Δίκαιο υποχρεώνει σε ημίκλειστες θάλασσες τα παράκτια κράτη σε συνεργασία μόνο σε θέματα περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και όχι σε άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ως ανωτέρω. Η Τουρκία συνηθίζει σε όλα τα επίπεδα πολιτικής δράσης που αναπτύσσει να ακολουθεί την γνωστή αρχή της πρωτοκαθεδρίας της ισχύος έναντι του δικαίου, πράγμα που θα έπρεπε να ήταν γνωστό στην ελληνική Κυβέρνηση έτσι ώστε να μην επιτρέψει μία αυτού του είδους έμμεση νομιμοποίηση της τουρκικής διεκδίκησης. Ειρήσθω εν παρόδω η Άγκυρα, αξιοποιώντας επιλεκτικά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ως διεθνή πρακτική, ως εθιμικό δίκαιο, επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα στον Εύξεινο Πόντο και στην Αν.Μεσόγειο.

Το Διεθνές Δίκαιο πρέπει κανείς να υπογραμμίσει πως αποτελεί μιαν αρχή που διέπει τις σχέσεις των κρατών και όπου τα συμφέροντά τους πολλές φορές βρίσκονται σε αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο και παράγουν αντιλήψεις διεθνούς πολιτικής, δηλαδή πολιτικές συμφερόντων. Αυτά τα συμφέροντα είναι υποχρεωμένες οι κρατικές ηγεσίες να τα υπερασπίζονται, να τα προωθούν και να τα προάγουν κατά μόνας και μετά συμμάχων. Είναι σαφές πως δεν αρκεί η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου από μόνη της, αν δεν συνοδεύεται από μία προδιαγεγραμμένη ικανότητα θέλησης για υπεράσπιση και πάση δυνάμει προβολή του. Η κατακλείδα εν προκειμένω της ανωτέρω διατυπωμένης εναγώνιας αμφισβήτησης ελληνικών τακτικών κινήσεων ως προς την εθνική τους σκοπιμότητα συνίσταται στην παλαιόθεν, κατ’ επανάληψιν διατυπωθείσα αρχή που διέπει την ρεαλιστική σχολή σκέψης της διεθνολογικής κοινότητας ότι η ισχύς της πολιτικής προέχει της ισχύος του δικαίου.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο