Νεο-οθωμανικού επεκτατισμού επικαιροποίηση

Εάν η Τουρκία δεν ανακοπεί στην κυπριακή ΑΟΖ, το επόμενο βήμα της είναι η νοτιοανατολική Μεσόγειος στην ελληνική κυρίαρχη ζώνη μεταξύ Ρόδου και Κρήτης, όπου θα επιχειρήσει την αμφισβήτηση επισήμως και χωρίς δισταγμό της ελληνικής κυριαρχίας

Η Κύπρος βιώνει σήμερα μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της, όπου υποχρεούται να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και την αξιοπιστία της έναντι παρανόμως διεκδικούντων χώρο, παρουσία και έλεγχο στον υποθαλάσσιο πλούτο της. Η Τουρκία από το 1974 κατέχει παρανόμως και βιαίως τη βόρεια περιοχή της Κύπρου αποδίδοντας στον εαυτό της δικαιώματα κυρίαρχης παρουσίας στην περιοχή λόγω δήθεν των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, έχουν αποχωρήσει από την κυβερνητική και κρατική εξουσία της Κύπρου λειτουργούντες ως παράρτημα της Άγκυρας στην κατοχική ζώνη της μεγαλονήσου.

Η Τουρκία με την αποστολή αρχικώς ενός και εν συνεχεία δεύτερου γεωτρυπάνου στην Κυπριακή ΑΟΖ καταδεικνύει στη διεθνή κοινότητα τη «δικαιωματική», όπως την αντιλαμβάνεται η ίδια παρουσία της, όχι μόνο στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, αλλά σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, της θαλάσσιας ζώνης μη εξαιρουμένης. Σημειώνεται πως η επικήρυξη των διεθνών πληρωμάτων αποτέλεσε μια ευφυή κίνηση της κυπριακής Κυβέρνησης, η οποία είχε και αποτελέσματα. Η αποχώρηση ορισμένων από τα διεθνή πληρώματα ενόψει του φόβου, που προήλθε από το διεθνές ένταλμα σύλληψης της κυπριακής Κυβέρνησης, είναι ένα πλήγμα για τις τουρκικές ενέργειες, αλλά δεν είναι τόσο καθοριστικό, που να τους υποχρεώσει να τερματίσουν την παράνομη δραστηριοποίηση στην κυπριακή ΑΟΖ. Η Άγκυρα εν προκειμένω θα εξυπηρετήσει τους στόχους της με κινήσεις εκ των ενόντων.

Όπως οι εξελίξεις καταδεικνύουν, ενώ η τουρκική συμπεριφορά ήταν αναμενόμενη, φαίνεται πως δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα μέτρα ή δεν δρομολογήθηκαν οι αναγκαίες συμμαχίες αμυντικού επιπέδου ή επιπέδου κοινής άμυνας, ώστε η Κύπρος την ώρα της κρίσεως να διαθέτει την αποτρεπτική ισχύ, η οποία θα έστελνε το μήνυμα στην Άγκυρα πως η Λευκωσία δεν είναι μόνη και θα καθιστούσε τις κινήσεις της Τουρκίας πολύ πιο δυσχερείς και διστακτικότερες. Δεδομένου μάλιστα πως η Τουρκία ιστορικά δεν προβαίνει σε κινήσεις που εμπεριέχουν ρίσκο, αλλά δρα συνήθως εκ του ασφαλούς, όπως έπραξε το 1974 με την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.

Σήμερα, αφού έλαβεν χώραν αυτή η κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, το μόνο που θα μπορούσε να αναστείλει την Άγκυρα από τις επιθετικές της ενέργειες θα ήταν ένα οικονομικό εμπάργκο από τις ΗΠΑ, αντίστοιχο αυτού του 1975 - 1978, με κινητοποίηση του ελληνοαμερικανικού λόμπι, ώστε να υποστεί η Τουρκία οικονομικό κόστος και μάλιστα σε μία περίοδο, όπου οι σχέσεις Άγκυρας - Ουάσιγκτον δεν διέρχονται την πλέον ευτυχή περίοδο της συνύπαρξής τους.

Εάν η Τουρκία δεν ανακοπεί στην κυπριακή ΑΟΖ, το επόμενο βήμα της είναι η νοτιοανατολική Μεσόγειος στην ελληνική κυρίαρχη ζώνη μεταξύ Ρόδου και Κρήτης, όπου θα επιχειρήσει την αμφισβήτηση επισήμως και χωρίς δισταγμό της ελληνικής κυριαρχίας, θεωρώντας πως η ίδια έχει δικαιώματα παντού και ουδείς είναι σε θέση να την εμποδίσει. Εκεί είναι που θα κριθεί η ελληνική αποτροπή, καθώς το επόμενο βήμα της Άγκυρας είναι το Αιγαίο, δεδομένου μάλιστα πως η Άγκυρα αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό, Αθήνα και Λευκωσία, ως ενιαίο χώρο.

Η οπτική γωνία με την οποία πρέπει κανείς να προσεγγίζει τα τεκταινόμενα στην Κύπρο σαφώς και οφείλει να υπερβαίνει τον χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αφού παραπέμπει σε μία στρατηγική αντίληψη που αρχίζει από την Κύπρο και τελειώνει στη Θράκη. Η Τουρκία προσεταιρίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο το διατυπωθέν επί εποχής Γεράσιμου Αρσένη Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου περί κοινής άμυνας από τη Θράκη ώς την Κύπρο και το μετεξελίσσει σε τουρκική αντίληψη πολιτικής, διεκδικούσης τον χώρο, κυρίως τον υδάτινο πνεύμονα της ελληνικής πολιτείας. Ο προσεταιρισμός παραπέμπει στην ενίσχυση και διεύρυνση της υφιστάμενης από το 1950 στρατηγικής της Άγκυρας έναντι του Ελληνισμού.

Η Κύπρος πρέπει να αποβάλει τη διαχρονικά υφιστάμενη αφελή αντίληψη πως η Ευρώπη θα κινηθεί πολιτικά εις βάρος του παρανομούντος τουρκικού παράγοντα και να εξετάσει τις δυνατότητες που της προσφέρει, όχι μόνο ο Ελληνισμός των ΗΠΑ, αλλά και η υφιστάμενη σύγκρουση Τραμπ - Ερντογάν. Επιπροσθέτως, πρέπει να θεωρείται αρκούντως δυνατό το ενδεχόμενο κινητοποίησης του εβραϊκού και αρμενικού λόμπι στην Ουάσιγκτον υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, πράγμα που αποδίδεται ως γνωστόν στις εξαιρετικές σχέσεις που υφίστανται με τον Ελληνισμό και τις πολύ αρνητικές που διατηρούνται με τον τουρκικό παράγοντα. Αυτές συνιστούν επιλογές που μπορούν να συμβάλουν παράλληλα προς άλλες κινήσεις στην επίτευξη του κύριου στόχου, που δεν είναι άλλως από τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η προσδοκία του ψηφίσματος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνιστά μία κίνηση πορευόμενη εν κενώ, αφού δεν θα έχει καμία απήχηση κόστους στον τουρκικό παράγοντα. Ο τουρκικός παράγοντας θα καταλάβει μόνο μέσα από οικονομικές, ισχυρές και μακράς διαδρομής κυρώσεις. Το ουσιαστικό κόστος είναι εκείνο που εν τέλει θα αποφέρει πολιτικό όφελος για τα δίκαια και δικαιώματα του ελληνισμού.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο