Ερωτεύσιμη αριστερά

Συμπερασματικά, η συζήτηση που λαμβάνει χώραν εν Ελλάδι περί σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού είναι εκτός τόπου, κυρίως όμως εκτός ελληνικής πραγματικότητας, διότι κατά τα ανωτέρω ούτε οι προϋποθέσεις μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής υφίστανται, ούτε και οι όροι ενός αληθούς κοινωνικοοικονομικού φιλελευθερισμού συνάδουν προς την ελληνική περίπτωση

Η έννοια της αριστεράς γεννήθηκε από μία αρχική σύμπτωση εκ της θέσεως που βρίσκονταν οι καθήμενοι ενώπιον του αυτοκράτορα Λουδοβίκου ΙΣΤ, όπου οι μεν υπερασπιστές της μοναρχίας καθόντουσαν δεξιά, οι δε διεκδικούντες δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, δηλαδή ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος, ήσαν καθήμενοι αριστερά. Η πορεία των κινημάτων στον 18ο και 19ον αιώνα κατέστησε την έννοια και την πολιτική διαδρομή της Αριστεράς παγκοσμίως γοητευτική, κυρίως εξαιτίας των διεκδικήσεων για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Το τελευταίο αποτελεί κοινωνική στόχευση υφιστάμενη από γενέσεως του μοντέρνου κράτους από τον 17ον αιώνα και εντεύθεν, όπερ και συνιστά μόνιμη και μη εκπληρούμενη προσδοκία.

Το γεγονός και μόνον της ταύτισης της αριστεράς με τις κατά τα ανωτέρω αξίες της ισότητας, στην οποία προσδοκούσε η μαρξιστική θεωρία με την εδραίωση του κομμουνιστικού κράτους στο τελευταίο στάδιο της σοσιαλιστικής πορείας ως απόλυτη ισότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, γεννούσε μιαν αυτονόητη και χαρμόσυνη, πλην απρόσιτη, ευτυχή κατάληξη. Επομένως, η πραγματικότητα της πορείας της αριστεράς, ούσα εν τοις πράγμασι μια μη εκπληρούμενη προσδοκία, έρχεται σε σύγκρουση με μία καλώς νοούμενη και διακαώς υφιστάμενη αναμονή, η οποία καλλιεργεί και το γόητρο της αριστεράς που διεκδικεί την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η Ελληνική Αριστερά, όπως είναι καταγεγραμμένη στον ελλαδικό χώρο, έχει διέλθει μια περιπετειώδη πορεία από τις τραυματικές στιγμές του εμφυλίου, των διώξεων και εξοριών που ακολούθησαν και οι οποίες καλλιέργησαν μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 την εικόνα μιας ηρωικής και ερωτεύσιμης αριστεράς. Οι ρητορικές της Αριστεράς γενικώς εξακολουθούν πάντοτε να βρίσκονται σε ένα πέπλο που αγγίζει την πραγματικότητα του ονείρου, γιατί η αριστερά ως κομμουνιστική διάσταση είναι ανεφάρμοστη, ενώ ως σοσιαλδημοκρατία είναι εξαρτώμενη από κοινωνικές συνθήκες κυρίως προηγμένου καπιταλισμού και ισχυρού συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, κατάσταση που ουδόλως ανταποκρίνεται στις εν Ελλάδι υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες και συνθήκες αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας. Η σοσιαλδημοκρατία συνάδει προς την παραχώρηση δικαιωμάτων συμμετοχής της εργατικής τάξης ευρύτερα, όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας.

Αυτό όμως για να γίνει προϋποθέτει ανεπτυγμένη οικονομική βάση, βιομηχανική ή μεταβιομηχανική δομή, που να επιτρέπει την ανάπτυξη δομών συλλογικής συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση και τα κέρδη των βιομηχανικών και λοιπών οικονομικών παραγωγικών μονάδων της χώρας. Πρόκειται για ένα κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, το οποίο ουδόλως βρίσκει αντιστοιχίες στην ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Εξ ου και οι αναφορές διαφόρων ούτω καλούμενων αριστερών ή αριστεριζόντων πολιτικών σχηματισμών εν Ελλάδι περί υιοθέτησης του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου έκφρασης πολιτικής είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας.

Αυτό το μοντέλο εφαρμόστηκε επιτυχώς στη Σουηδία, όχι μόνο γιατί είχε την πολιτική βούληση η τότε ηγεσία της χώρας, αλλά κυρίως γιατί υπήρχε ισχυρό εργατικό κίνημα οργανωμένο στο πλαίσιο σφριγηλών παραγωγικών δομών. Το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία, χώρα που παραδοσιακά συντρέχει τη βιομηχανική και μεταβιομηχανική εποχή με την ισχυρή παρουσία εργατικής τάξης. Η Ελλάδα είναι μία μεταπρατική κοινωνία κυριαρχούμενη από τον τομέα των υπηρεσιών, η οποία δεν διαθέτει πλέον ούτε βιομηχανία, ούτε και ισχυρές οικονομικές μονάδες της λεγόμενης μεταβιομηχανικής εποχής, αλλ’ αποτελεί ένα, όπως προσφυώς ελέχθη, μεγάλο τουριστικό προορισμό.

Στην αντίπερα όχθη, ο φιλελευθερισμός συνιστά ένα πολιτικό, οικονομικό σύστημα, του οποίου η εφαρμογή προϋποθέτει προηγμένες καπιταλιστικές δομές, οι οποίες απελευθερώνονται στο πλαίσιο της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς και ανταγωνιζόμενες συνεισφέρουν στο εθνικό προϊόν και στη συσσώρευση πλούτου για τη χώρα. Συναφώς, κατά τα ανωτέρω η Ελλάδα δεν έχει εκ των πραγμάτων ούτε τις δομές εκείνες, που θα της επέτρεπαν να λειτουργήσει ως ένα γνήσιο φιλελεύθερο σύστημα κατά την καπιταλιστική του αντίληψη και πραγματιστική διάσταση και ως εκ τούτου οι όποιες προεκλογικές ή άλλες αναφορές μπορούν να συνάδουν μόνο προς την πολιτική προσέγγιση του φιλελευθερισμού, που είναι η δημοκρατία και ο ανταγωνισμός των πολιτικών δυνάμεων για την εξουσία.

Η αριστερά αποτελεί κατ’ αρχήν μια ερωτεύσιμη φαντασίωση, στον βαθμό που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να ζει σε ένα σύστημα, ένα κράτος, όπου θα είναι εις θέσιν να παράγεται κοινωνική, οικονομική ισότητα, η οποία θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ευημερούσης και εν ευτυχία πορευόμενης κοινωνίας. Την ονειρώδη αυτή διάσταση της αριστεράς επιχειρούν να υιοθετήσουν στο πλαίσιο ενός πολιτικού οπορτουνισμού, διάφορες πολιτικές δυνάμεις, προβάλλοντας ακριβώς κατά τα ανωτέρω την αριστερά ως επιχείρημα διεκδίκησης πολιτικής επιρροής στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, του εκλογικού σώματος ειδικότερα.

Συμπερασματικά, η συζήτηση που λαμβάνει χώρα εν Ελλάδι περί σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού είναι εκτός τόπου, κυρίως όμως εκτός ελληνικής πραγματικότητας, διότι κατά τα ανωτέρω ούτε οι προϋποθέσεις μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής υφίστανται, ούτε και οι όροι ενός αληθούς κοινωνικοοικονομικού φιλελευθερισμού συνάδουν προς την ελληνική περίπτωση. Επομένως, οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να εστιάσουν πρωτίστως την προγραμματική τους θεώρηση της πολιτικής στη θεμελίωση ισχυρών θεσμών και δομών πολιτικής, που να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις επιταγές σύγχρονων μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο