Διεθνή

Βρετανία: Ο δικομματισμός φτάνει στο τέλος του

Η συντριβή των Συντηρητικών και των Εργατικών και η επικράτηση του Φάρατζ, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων

Η συμμετοχή της Βρετανίας στις Ευρωεκλογές, τρία χρόνια μετά το δημοψήφισμα για έξοδο από την ΕΕ, επιβεβαίωσε με θριαμβευτικό τρόπο ότι η χώρα είναι βαθιά πολωμένη σε σχέση με το Brexit. Αναλύοντας τα αποτελέσματα σκιαγραφείται η εικόνας μιας χώρας βαθιά κατακερματισμένης, όπου το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα καταρρέει κάτω από το βάρος του Brexit. Συντηρητικοί και Εργατικοί, αποτυγχάνοντας να φέρουν εις πέρας το Brexit, πλήρωσαν ακριβά το τίμημα στην κάλπη με τους ψηφοφόρους να στρέφονται ξεκάθαρα σε κόμματα, τα οποία υποστηρίζουν είτε την παραμονή είτε την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Το Brexit επιβεβαιωμένα πλέον καθορίζει την πολιτική ζωή της χώρας, πιέζοντας με αυτόν τον τρόπο τα δύο μεγάλα κόμματα να πάρουν αποστάσεις από το κέντρο και να προχωρήσουν προς τα δύο άκρα, αντλούμενα μαθήματα από το πικρό τέλος της Πρωθυπουργού, Τερέζα Μέι, η οποία, κινούμενη στα όρια του συμβιβασμού, απέτυχε να διεκπεραιώσει μέχρι τέλους την αποστολή της. Το τέλος της πάντως δεν στερείται ειρωνείας, αφού οι ίδιες δυνάμεις που την ανέβασαν στην εξουσία, τώρα την εκθρονίζουν. Με τη χώρα βαθιά διχασμένη και το ρολόι να μετράει αντίστροφα για την 31η Οκτωβρίου, η μάχη για την επικράτηση μεταξύ Remainers και Brexiteers είναι αυτή που θα καθορίσει το ίδιο το μέλλον της Βρετανίας.

Η ανάλυση του

αποτελέσματος

Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών έδειξαν ξεκάθαρα ότι τα κόμματα, τα οποία κινήθηκαν στη μέση οδό του «συμβιβασμού», τιμωρήθηκαν από τους ψηφοφόρους προς όφελος των κομμάτων με ξεκάθαρή θέση πάνω στο ζήτημα του Brexit. Πίσω από τα εκλογικά ποσοστά κρύβεται μια «κουρασμένη» κοινωνία, η οποία αποζητάει μια ξεκάθαρη λύση για άρση του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η χώρα. Εντούτοις, είναι επικίνδυνο να θεωρηθεί δεδομένο ότι η λογική αυτών των εκλογών θα είναι η ίδια με αυτήν στο ενδεχόμενο εθνικών εκλογών. Το κλειδί για την ανάγνωση των εκλογικών ποσοστών είναι η προσέγγιση με την οποία ο κάθε παίκτης προτίθεται να επιλύσει την κρίση του Brexit. Τα κόμματα, τα οποία πάτησαν πάνω σε γκρίζες ζώνες, πλήρωσαν εκλογικά τη στάση τους. Αντίθετα, το 35% των ψηφοφόρων αντάμειψαν κόμματα, τα οποία τοποθετήθηκαν με ξεκάθαρο τρόπο ότι θέλουν να αποχωρήσει η χώρα από την ΕΕ, ενώ περίπου ένα 40% προτίμησαν κόμματα με καθαρή θέση υπέρ της παραμονής. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι οποίοι είχαν συντριβεί εκλογικά στο παρελθόν για τη συγκυβέρνηση με τους Συντηρητικούς, αναγεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες τους αρπάζοντας το μερίδιο ψηφοφόρων από τους Εργατικούς, αφού οικειοποιήθηκαν την καμπάνια υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Στο 20% των Φιλελευθέρων εάν προστεθούν το 12% των Πρασίνων, το 3,4% του Change UK καθώς και το 3,6% του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας, τα ποσοστά του τόξου υπέρ της παραμονής αγγίζουν το 40%. Τα πάλαι ποτέ κυρίαρχα κόμματα μέτρησαν τις μεγαλύτερες απώλειες κυρίως λόγω της ασάφειάς τους στις θέσεις για το Brexit. Οι ψηφοφόροι «μίλησαν» στην κάλπη και ζήτησαν σαφήνεια, όχι μόνο εάν υποστηρίζουν ή όχι το Brexit, αλλά και με ποιον τρόπο. Με βάση λοιπόν τα εκλογικά αποτελέσματα δεν υπάρχει «κέντρο» στη Βρετανία, όσον αφορά το Brexit. Ο παλιός διαχωρισμός ανάμεσα στην αριστερά και δεξιά, ο οποίος επέτρεπε στα δύο μεγάλα κόμματα να κυριαρχούν, έχει αντικατασταθεί από τις θέσεις υπέρ ή κατά της παραμονής στην ΕΕ.

Το τέλος του

δικομματισμού

Το Κόμμα του Brexit του Νάιτζελ Φάρατζ συγκεντρώνοντας το «εξωπραγματικό» 32%, το οποίο μεταφράστηκε σε 28 έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για πολλούς αναλυτές έθεσε τις βάσεις για τη διάλυση του πολιτικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως το ξέρουμε. Ως αποτέλεσμα, το πολιτικό σύστημα που αναδύεται παραδόξως μοιάζει να είναι πιο «ευρωπαϊκό». Η συντριβή των Συντηρητικών και των Εργατικών και η επικράτηση του Φάρατζ, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων δείχνει, έστω και συγκυριακά, ότι ο δικομματισμός φτάνει στο τέλος του και θέση παίρνει ένας πολυκομματικός πλουραλισμός, ο οποίος ομοιάζει με αυτόν που κυριαρχεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Εντούτοις, δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Βρετανίας, που ένα άλλο κόμμα κυριαρχεί στις Ευρωεκλογές. Το 2014 το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (το πρώην κόμμα του Φάρατζ) είχε κερδίσει 27% των ψήφων. Τα πράγματα πλέον, όμως, είναι διαφορετικά. Εάν πριν από πέντε χρόνια η νίκη του Κόμματος Ανεξαρτησίας ταρακούνησε την πολιτική ζωή του Βρετανίας, η πρόσφατη νίκη του Φάρατζ δίχως αμφιβολία απειλεί πλέον να την ανατινάξει. Το 14% των Εργατικών είναι το χειρότερο ποσοστό που πήρε το κόμμα τα τελευταία 100 χρόνια, πληρώνοντας τη μη οικειοποίησης της θέσης υπέρ του δεύτερου δημοψηφίσματος. Σε ακόμη χειρότερη μοίρα οι Τόρις, οι οποίοι μετά βίας άγγιξαν το «καταστροφικό» 9%. Αυτό το αποτέλεσμα δίχως αμφιβολία θα είναι και ο οδηγός του διαδόχου της Τερέζα Μέι για τη μελλοντική διαχείριση του Brexit.

Το σενάριο των

πρόωρων εκλογών

Παρά τα καταστροφικά αποτελέσματα για τα δύο μεγάλα κόμματα, οι νικητές των Ευρωεκλογών θα πρέπει να κρατήσουν μικρό καλάθι στο σενάριο της προκήρυξης πρόωρων εθνικών εκλογών. Αρχικά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στις εθνικές εκλογές στη Βρετανία, σε αντίθεση με τις Ευρωεκλογές, δεν εφαρμόζεται η αναλογική ψηφοφορία αλλά το σαρωτικό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα του «winner-takes-it-all». Ειδικότερα, το εκλογικό σύστημα της Βρετανίας επιβραβεύει τον δικομματισμό, μετατρέποντας τις εκλογικές σχετικές πλειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές απόλυτες πλειοψηφίες. Επιπλέον, η ατζέντα στις εθνικές εκλογές παραδοσιακά τείνει να είναι διαφορετική με θέματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η οικονομία να κυριαρχούν στα προεκλογικά ντιμπέιτ. Το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Φάρατζ, ενώ σάρωσε στις Ευρωεκλογές του 2014, δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε μία έδρα στις εθνικές εκλογές του 2015. Στις πρόωρες εκλογές του 2017 σχεδόν είχε εξαφανιστεί από τον κομματικό χάρτη, αν και δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι είχε δρομολογηθεί το Brexit και έχασε τον βασικό λόγο ύπαρξής του. Η πιθανότητα να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές πάντως δεν είναι απομακρυσμένη. Ο διάδοχος της Τερέζα Μέι θα κληροδοτήσει μία Κυβέρνηση μειοψηφίας, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι θα κινηθεί στην επιλογή ενός πιο «σκληρού» Brexit. Έτσι, η οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής μιας εξόδου χωρίς συμφωνία από την Κυβέρνηση θα βρει απέναντί της την άρνηση της Βουλής των Κοινοτήτων, ενώ αναμένεται ότι θα δρομολογηθούν εξελίξεις για πρόωρες εκλογές με ενδεχόμενη πρόταση μομφής. Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα καθορίσει κατά πόσον θα αποχωρήσει η χώρα χωρίς συμφωνία, ρισκάροντας παράλληλα την οικονομική αλλά και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε σχέση με τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Από την άλλη η προκήρυξη εκλογών θα μπορούσε να ανεβάσει στην εξουσία τον Τζέρεμι Κόρμπιν, αυξάνοντας παράλληλα τις πιθανότητες για ένα δεύτερο δημοψήφισμα, χωρίς όμως απαραίτητα να σημαίνει ότι αυτός θα είναι και ο επίλογος της κρίσης.

Η κούρσα διαδοχής

Η αποχώρηση της Μέι θεωρείται βέβαιο ότι θα ανεβάσει στην εξουσία έναν αρχηγό θετικά διακείμενο στο σενάριο μιας άτακτης εξόδου, τουλάχιστον εάν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου δεν εξευρεθεί άλλος τρόπος. Ήδη οι κορυφαίοι υποψήφιοι για τη διαδοχή δίνουν μάχη για τον τίτλο του πιο σκληρού Brexiteer. Την ίδια ώρα, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών και η συντριπτική υπεροχή του Κόμματος του Brexit, εντείνουν την πίεση στον μελλοντικό ηγέτη των Τόρις να υιοθετήσει πιο σκληρή γραμμή, ρισκάροντας όμως την πυροδότηση πρόωρων εκλογών εθνικών εκλογών. Επικρατέστερος για τη διαδοχή είναι ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον. Αναλυτές επισημαίνουν ότι προτεραιότητα του αμφιλεγόμενου αυτού πολιτικού θα είναι μια προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για το Brexit με τις Βρυξέλλες. Θεωρείται βέβαιο δε ότι θα χρησιμοποιήσει το «no deal» ως απειλή για να ανοίξει ξανά τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία, κυρίως για να διαφοροποιήσει την πρόνοια του back stop για τα ιρλανδικά σύνορα. Εντούτοις, κρίνεται δύσκολο η ΕΕ να συναινέσει σε άλλον ένα γύρο διαπραγματεύσεων.