Αναλύσεις

Απολωλότες εν εαυτοίς ή αγκυροβολήσαντες στην παράδοση

Η έκνομη συμπεριφορά της Τουρκίας γεννά, ευλόγως, το ερώτημα, πώς, αφού η Άγκυρα δρα, παγίως και εκ πεποιθήσεως, εκτός του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης, θεματοφύλακας της οποίας είναι, υποτίθεται, ο ΟΗΕ, θα συμβάλει και θα συναινέσει σε λύση του Κυπριακού εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του διεθνούς οργανισμού;

Σύμφωνα με τους χαρτογράφους, «ένας χάρτης αναπαριστά την πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας», «με διάφορα σύμβολα που όλοι οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν»...

Ο χάρτης της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Κύπρου, όπως εκδηλώνεται με τις θαλάσσιες κυκλωτικές κινήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ –Φατίχ δυτικά της Πάφου, Πορθητής νοτίως της Λεμεσού, Γιαβούζ ανατολικώς της Καρπασίας, τη συνοδεία πολεμικών σκαφών και δεκάδων drones που υπερίπτανται της θαλάσσιας περιοχής της Κύπρου-, είναι εύγλωττα αναπαραστατικός και μάλιστα με εξόχως ευανάγνωστα σύμβολα, που όλοι μπορούν να καταλάβουν. Και καταγράφει ό,τι, στη θερινή ραστώνη μας, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε: ότι, δηλαδή, εδώ και καιρό (και για πόσο ακόμα!) «κυκλοτερές περί γαίαν ελίσσεται αλλότριον φως», άλλως ειπείν, είμαστε υπό την επήρεια ενός νέου, θανάσιμου τουρκικού εναγκαλισμού άνευ… θωπειών και φιλοφρονήσεων.

Η Τουρκία, με τη στρατηγική των επιθετικών αναστατώσεων σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και με επίκεντρο το Αιγαίο και την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, επιχειρεί να επιβάλει τη θέληση και τους όρους της αναθεωρητικής πολιτικής της, αμφισβητώντας τη διαμορφούμενη γεωπολιτική και ενεργειακή αρχιτεκτονική.

Η τουρκική στρατηγική είναι άριστα μεθοδευμένη και κινείται σε προοπτική χρόνου, αποσκοπούσα στην αποκόμιση όχι μόνον συγκεκριμένων και απτών γεωπολιτικών ωφελημάτων, αλλά στην επίτευξη του γεωστρατηγικώς μεγίστου, που είναι η επιβολή της ως κυρίαρχης και ηγεμονεύουσας δύναμης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Στρατηγική «αναγκαία» και «επιβαλλόμενη» διά της ισχύος, καθ’ όσον οι τουρκικοί στόχοι και επιδιώξεις δεν μπορούν να ευοδωθούν στο πεδίο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα δεν ορρωδεί να επιχειρεί, παράνομα, σε τέσσερα διαφορετικά μέτωπα, τα οποία στην ουσία συνθέτουν μια ενιαία γεωπολιτική έποψη, εισβάλλοντας ταυτόχρονα στην κυπριακή ΑΟΖ, τη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη (μοναδική δύναμη στον κόσμο που διενεργεί, ταυτόχρονα, εισβολή σε τέσσερις διαφορετικές χώρες χωρίς να την παρενοχλεί οιοσδήποτε!) και συνεχίζοντας να επιδίδεται στο ριψοκίνδυνο ακροβατικό «φλερτ» ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα.

Πειρατική και ληστρική συμπεριφορά, που γεννά ευλόγως το ερώτημα, πώς, αφού η Τουρκία δρα, παγίως και εκ πεποιθήσεως, εκτός του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς έννομης τάξης, θεματοφύλακας της οποίας είναι, υποτίθεται, ο ΟΗΕ, θα συμβάλει και θα συναινέσει σε λύση του Κυπριακού εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του διεθνούς οργανισμού; Προσδοκία την οποία, ευσεβοποθικά και υπό μορφήν ζωοποιού ψεύδους, καλλιεργούν οι εραστές της «λύσης για τη λύση τώρα» εις την ημεδαπή, αγιοποιώντας την ιστορικά αποκρυσταλλωμένη έκφραση της εν λόγω αυτοεξαπάτησης, που είναι η λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Εύσχημες δικαιολογίες

Απέναντι, λοιπόν, στην αναθεωρητικά και επεκτατικά εκδιπλούμενη τουρκική στρατηγική, που αναδιατάσσει άρδην το γεωπολιτικό συγκείμενο του Κυπριακού, τι πράττει η πλευρά μας;

Σπεύδει, εκούσα άκουσα, να εξεύρει, ευσχήμως, διάφορες δικαιολογίες, προκειμένου να επανέλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, επί της οποίας, βεβαίως, δεν θα ευρίσκονται, απλώς, τα ανοικτά κεφάλαια των συνομιλιών εκεί που τα άφησε η κατάρρευση στο Κραν Μοντανά, αλλά οι νέοι τουρκικοί όροι για συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου, καθώς και τα υπό διαμόρφωσιν τετελεσμένα στην Αμμόχωστο, στη νεκρή ζώνη και στις εξωθούμενες προς την Κύπρο μεταναστευτικές ροές, στο πλαίσιο μιας προωθούμενης, τουρκικών προδιαγραφών, λύσης του Κυπριακού, αλλά και να προχωρήσει σε νέα… ΜΟΕ, που θα ενισχύσουν, ακόμη περισσότερο, την αναβάθμιση του ψευδοκράτους - τη στιγμή, μάλιστα, που βρίσκεται σε εξέλιξη η τρίτη, σύμφωνα με τα προεδρικά χείλη, εισβολή της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου.

Και, το χειρότερο, αιωρούμενη, αμήχανα, ανάμεσα στα φληναφήματα μιας, έργω και πράξει, άγονης στρατηγικής και στους αδιέξοδους βηματισμούς μιας «νέας» εναλλακτικής στόχευσης, η χάραξη της οποίας συνεχίζει, απτόητα, να αποτελεί ένα δυσεπίτευκτο ζητούμενο, ακόμα κι ως απλή αναπροσαρμογή της υφιστάμενης.

Αιώρηση, που, μ’ έναν ιστορικά ειρωνικό τρόπο, προβάλλει ως η πανηγυρική δικαίωση της διαχρονικής ελληνικής και ε/κ πολιτικής, που αταλάντευτη διασχίζει τις Συμπληγάδες του διακυμαινόμενου χρόνου, προσηλωμένη στην αναπαλλοτρίωτη στοχοθεσία της, αδύναμη να καταστεί ευέλικτη και προσαρμοστική στις απαιτήσεις και στις ανάγκες.

Αντιστρέφοντας τη μυθιστορηματική επιτέλεση του Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», θα έλεγε κανείς πως είμαστε διαρκώς καθ’ οδόν προς την αναζήτηση νέας στρατηγικής, της πολιτικής λυδίας λίθου που θα μας καταστήσει σύγχρονους με την ελευσόμενη ιστορία, συντονισμένους με αυτό που έρχεται, άτολμοι, ωστόσο, να εγκαταλείψουμε τα ανεπιτυχώς δοκιμασμένα, μέσα στις τόσες επισφαλείς βεβαιότητες και τις τόσες ελπιδοφόρες αβεβαιότητες των καιρών.

Περιπλανώμενοι πλάνητες της ιστορίας, αμήχανοι και απρονόητοι στις κατακλυσμιαίες κρούσεις των γεγονότων, αφημένοι στην ισοπεδωτική ροή τους.

Ίσως, εν τέλει, τέτοια στρατηγική να μην υπήρξε ποτέ, γιατί το νέο δεν εκφράζει, απλώς, την ανάγκη αντικατάστασης του παλιού, αλλά αποτελεί συνώνυμο μιας εναρκτήριας διαίσθησης των πραγμάτων, απαιτώντας τη σύζευξη λόγου και πράξης μέσα στην παροπλισμένη διαθεσιμότητα των ιστορικών επιλογών.

Ευκταίο, ανέφικτο, εφικτό

Υπό αυτά τα δεδομένα, τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στο μέτωπο της τουρκικής επιθετικότητας (και ουχί στο μέτωπο του Κυπριακού), θα έπρεπε να έχουν καταστήσει περισσότερο ευκρινές το τοπίο των προσδοκιών, διαγράφοντας αρκετές από τις ψευδαισθήσεις της αφετηρίας.

Αυτό το κλίμα των ανομολόγητα ματαιωμένων προσδοκιών ήταν κυρίαρχο καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, παρά τις επίπλαστες νότες εχέφρονος «ρεαλισμού» ή ακόμη τις ανηλεείς ριπές μιας άκριτα μαστιγωτικής αυτοενοχοποίησης.

Ήταν, τουλάχιστον από πλευράς Προέδρου και της πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων, ξεκάθαρη η επίγνωση των δυσκολιών, παρά την… αμετανόητη «επένδυση» στον Μ. Ακιντζί και στη «διαφορετικότητά» του, δείχνοντας, για πρώτη ίσως φορά, ότι στη συζυγία «φίλος – αντίπαλος» το βάρος έπεφτε στον δεύτερο όρο, αναγνωρίζοντας τη δεδομένη εξάρτηση του Τ/κ ηγέτη, αλλά και κάθε Τ/κ πολιτικού, από την Τουρκία.

Εύλογη η δυσπιστία, που σιγά-σιγά μετατράπηκε και σε εμπειρική διαπίστωση, όσον αφορά στην «προσήλωση» της τουρκικής πλευράς σε λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας.

Η δυσπιστία αυτή, ωστόσο, θα έπρεπε και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα στο προσίδιο πολιτικό βάρος της.

Γιατί, αν οι Τούρκοι, όπως κατ’ επανάληψιν λένε και δείχνουν, επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, λύση συνομοσπονδίας ή δύο κρατών, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την έννοια διζωνικότητα ή εγκαταλείποντας τις παραμέτρους των ΗΕ, τότε, μοναδικός οδηγητικός γνώμονας μέσα στους δυσήλατους μαιάνδρους του Κυπριακού και έναντι της ικανότατης τουρκικής πολιτικής είναι το κέντρισμα αυτής της δυσπιστίας.

Στο σημείο αυτό, όλο το κυπριακό πολιτικο-κομματικό σύστημα εγκαταβιώνει στον πυρήνα της κυρίαρχης διάζευξης ευκταίου και εφικτού, που καθόρισε, τουλάχιστον από το ’60 και εντεύθεν, τον ιστορικό προσανατολισμό και τις ανεννόητες διχόνοιές μας. Και θα ήταν λάθος να καθηλώσει τη δείξη της προς το παρελθόν, αλλά να την αναπροσανατολίσει προς το μέλλον, προβληματιζόμενο, σοβαρά, κατά πόσο η λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας προβάλλει, πια, ως μια από τις μορφές του ιστορικώς ευκταίου και όχι ως ο ορίζοντας του εφικτού.

Γιατί, όπως φαίνεται να την αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μια από τις ιστορικές εκδηλώσεις του ανέφικτου. Και τότε, θα πρέπει να διερωτηθούμε: Τι είναι, πλέον, για μας, το εφικτό; Και πώς προχωρούμε, αν είμαστε στοιχειωδώς προβλεπτικοί και προορατικοί πολιτικά, μέσα στην αμείλικτη πύκνωση του ιστορικού χρόνου;