Εθνικής τραγωδίας σύγχρονες διαθλάσεις

Η Κύπρος αποτελεί ουσιαστικά το εργαλείο, που αξιοποιεί η Άγκυρα προκειμένου να διαρρήξει τον ιστορικά και γεωπολιτικά δομημένο δεσμό Αθηνών – Λευκωσίας, πράγμα που αντανακλάται εν συνεχεία στη διεκδικητική στροφή της Άγκυρας στο Αιγαίο

Συμπληρώνονται 45 χρόνια από την τουρκική εισβολή στη γη του Τεύκρου και του Ονήσιλου, του Ευαγόρα, του Καραολή και του Παλληκαρίδη. Η Τουρκία διά της εισβολής του 1974 ουσιαστικά ανέτρεψε τις υπέρ της Ελλάδος υφιστάμενες μέχρι τότε γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, δημιουργώντας συνθήκες οιονεί επικυριαρχίας. Τούτο γιατί η Κύπρος αποτελεί ουσιαστικά το εργαλείο, που αξιοποιεί η Άγκυρα προκειμένου να διαρρήξει τον ιστορικά και γεωπολιτικά δομημένο δεσμό Αθηνών – Λευκωσίας, πράγμα που αντανακλάται εν συνεχεία στη διεκδικητική στροφή της Άγκυρας στο Αιγαίο και στον κυρίως ελληνικό κορμό.

Συνεπώς, οι επαναπαυόμενοι σήμερα στην «ειρήνη της κατοχής» στην Κύπρο, οφείλουν να εγερθούν από τον ηττοπαθή λήθαργό τους και να αναλάβουν το έργο της εθνικής ανάκαμψης, που έχει ως υπόβαθρό της τη διεκδίκηση ελευθερίας, ανεξαρτησίας και διασφάλισης συστήματος κράτους δικαίου, που παραπέμπει στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τούτο σημαίνει όχι μόνο πολιτική σύλληψη και στρατηγική σχεδίου αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο, αλλά προβάλλει ταυτόχρονα και την του έθνους διεκδικητική πρόταξη αποτρεπτικής ισχύος, έτσι ώστε ο Ελληνισμός να καταστεί και πάλι πρωταγωνιστής των εξελίξεων στη νοτιοανατολική, μεσογειακή λεκάνη και όχι μόνο.

Σήμερα, εν μέσω των εξελίξεων που παραπέμπουν στις παράνομες ενέργειες της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ, υπάρχουν διάφορες προτάσεις, οι οποίες κατατίθενται στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, τόσο από τον κύριο Ακιντζί, όσο και από την Τουρκία, συμπεριλαμβάνουσες και τη συνδιαχείριση του φυσικού αερίου, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διάσταση αυτή καθίσταται αντιληπτή ως σκέλος μιας απολύτως ετεροβαρούς, υπέρ των τουρκικών συμφερόντων προβολής αναθεωρητικών πολιτικών. Τούτο γιατί σύμφωνα με τις μέσω του ψευδοκράτους τουρκικές προτάσεις, η Άγκυρα λαμβάνει οφέλη από τη συμμετοχή της σε διαχειριστικές εξελίξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας στον νότο, χωρίς να δείχνει ότι προτίθεται να παραχωρήσει τα εδάφη που κατέκτησε παρανόμως στον βορρά και τα οποία ανήκουν άνευ εταίρου στους Έλληνες πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι προτάσεις Ακιντζί γίνονται για τα όμματα του διεθνούς παράγοντα, τον οποίο σπεύδει να ικανοποιήσει, δείχνοντας μία ούτω καλούμενη θέληση για διαπραγμάτευση και συμβιβασμό. Για τον διεθνή παράγοντα οι κινήσεις Ακιντζί εκ πρώτης όψεως εκλαμβάνονται ως θετικές ενέργειες, που μπορούν να οδηγήσουν κατά τον α’ ή β’ τρόπο σε ευνοϊκές για την πορεία του κυπριακού προβλήματος εξελίξεις, καθώς ο διεθνής παράγων δεν αντιμετωπίζει το Κυπριακό πάντοτε με όρους δικαίου και ιστορικής διαδρομής, αλλά με κριτήριο την επίλυσή του βάσει των κανόνων της διεθνούς πολιτικής, που παραπέμπουν κατά ταύτα σε συμφέροντα. Ενώ η κυπριακή Κυβέρνηση απέρριψε τις προτάσεις Ακιντζί, διαφαίνεται εσχάτως μία επανεκκίνηση του διακοινοτικού διαλόγου στο πλαίσιο μιας άτυπης πενταμερούς διασκέψεως εν μέσω του δεδομένου πως η Άγκυρα ουδόλως υποχωρεί των βασικών της θέσεων, που αποσκοπούν στη μακροπολιτική επιβολή καθεστώτος κρατικοπολιτικού ελέγχου της πολιτειακής οντότητας που θα οικοδομηθεί.

Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις αναφορικά προς τις έκνομες ενέργειες της Άγκυρας είναι τόσο ισχυρές, όσο και τα χαμόγελα του Ερντογάν, ο οποίος ειρωνευόμενος δήλωσε πως με αυτές τις κυρώσεις η Τουρκία δεν υφίσταται κανένα κόστος. Κατά ταύτα ουδόλως τις λαμβάνει υπόψη του, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως τα κράτη μέλη της ΕΕ προστρέχουν να συνάψουν κατ’ ιδίαν συμφωνίες με την Άγκυρα για να διατηρήσουν καλό κλίμα οικονομικών συνεργασιών και επαφών σε εθνικό επίπεδο με τον τουρκικό παράγοντα, δεδομένου του γεγονότος πως εκείνο που κυριαρχεί στη διεθνή πολιτική είναι τα εθνικά συμφέροντα και όχι το ανύπαρκτο κοινό ευρωπαϊκό. Η Τουρκία επωφελείται από την εν τοις πράγμασι εκδήλωση συμφερόντων επιμέρους ευρωπαϊκών χωρών να συνάπτουν κατ’ ιδίαν συμφωνίες εμπλοκής οικονομικών μεγεθών τους, όπως εταιρειών και πολυεθνικών θεσμών, με το τουρκικό κράτος και τη μεγάλη αγορά που διαθέτει.

Κλείνοντας και αναστοχαζόμενοι τη θλιβερή επέτειο της εθνικής καταστροφής στην Κύπρο, οφείλουμε μετά λόγου γνώσεως να επισημάνουμε πως τα προβαλλόμενα έκτοτε σχέδια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος διά της περιβόητης διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν συνιστούν απλώς σχέδια μη βιώσιμης και μη λειτουργικής επίλυσης του Κυπριακού, αλλά αποτελούν και την επιτομή μιας νομοτελειακά εν προκειμένω και με δεδομένες τις σκιαγραφηθείσες συνθήκες επερχόμενης τουρκοποίησης της Κύπρου. Υπενθυμίζουμε πως πτυχές του καταψηφισθέντος από τον κυπριακό Ελληνισμό Σχεδίου Ανάν παραμένουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, πράγμα που συνιστά μία εσφαλμένη ως και καταστροφική πορεία, ενώ θα έπρεπε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης να είχε επανατοποθετηθεί επί της βάσεως του Διεθνούς Δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, που προσδιορίζουν ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, βιώσιμο κράτος δικαίου, στοιχεία που οφείλουν να καθορίσουν και την προσέγγιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης ως προς το Κυπριακό. Τούτο γιατί με βάση τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία η τουρκική πλευρά θα οδηγήσει συνειδητά το επί θύραις σύστημα διακυβέρνησης σε αδιέξοδο, ενώ εποικίζοντας τον νότο θα επιδιώξει την πρόκληση εξόδου του Ελληνισμού από τη μεγαλόνησο με τελικό στόχο την υπαγωγή της Κύπρου στην τουρκική επικυρίαρχη γειτνιάζουσα δύναμη.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο