Οι ευθύνες πολιτικής ηγεσίας και λαού

Αλήθεια, πόσο διαφορετικό θα ήταν το όλο ιστορικό της πορείας της Κυπριακής Δημοκρατίας εάν οι Πρόεδροι Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, Σπύρος Κυπριανού, Γλαύκος Κληρίδης, Τάσσος Παπαδόπουλος και Δημήτρης Χριστόφιας αντί να ανέχονται και ενίοτε να συμμετέχουν αντιπαραθετικά με άλλες πολιτικές ή κομματικές δυνάμεις να είχαν επιδιώξει πραγματικά και να πετύχαιναν πραγματική συναίνεση. Άλλωστε οι διαφορετικές πολιτικές θεωρήσεις έπρεπε να ήσαν υποταγμένες σε μια ομόθυμη διεκδίκηση χάριν της κοινής επιδίωξης, για να μην επιτρέψουν στην Τουρκία να προωθεί σταδιακά την επεκτατική βουλιμία της. Όλοι οι Πρόεδροι, συμπεριλαμβανομένων και των εν ζωή ευρισκομένων κ.κ. Βασιλείου και Αναστασιάδη, από το 1974 και μετά προσπάθησαν μεν, διακηρυκτικά τουλάχιστον, πλην όμως δυστυχώς απέτυχαν στο να υπάρξει μια συστηματική και συνεπής αντικατοχική διεκδίκηση όπως επίσης απέτυχαν στο να έχουν, με την κατάλληλη συνεχή καθοδήγηση, τον λαό συνεχώς σε κοινή αγωνιστική στάση και εγρήγορση.

Με αφορμή τον θάνατο ενός πρώην Προέδρου της Βουλής, του Δήμαρχου Αμμοχώστου, του οποίου η δράση για το ζήτημα της Κύπρου και πιο ειδικά για το δίκαιο της πόλης του, ήταν συνεχής όπως και οι δράσεις όλων όσοι διετέλεσαν Πρόεδροι της Βουλής, με κυρίαρχη μορφή αυτή του γιατρού Βάσου Λυσσαρίδη, ζώντες και μη, προσπάθησαν, ως η μετά τον Πρόεδρο ανώτατη εξουσία, με τους αγώνες τους σε διάφορα επίπεδα ό,τι καλύτερο για την Κύπρο, χωρίς όμως ούτε αυτοί να επιτύχουν την εξαφάνιση του εσωτερικού διχασμού, στον αγώνα για απελευθέρωση.

Και, όμως, ενώ η τόσο αναγκαία ενότητα προγραμματισμού δράσης και της από κοινού αποφασιστικής διεκδίκησης συνεχίζει να είναι κάτι απαραίτητο, εντούτοις εμφανίζεται ακατόρθωτο παρά τα 45 χρόνια μετά το διπλό έγκλημα και την τόση καταστροφή, θυσίες και αγωνία για το μέλλον. Ακόμη και τώρα, ενώ έχουμε απόλυτα αποκαλυφθείσα την τουρκική επεκτατικότητα σε γη και θάλασσα, με τη νέα παράνομη διεκδίκηση της Τουρκίας, σε βάρος τώρα του υποθαλάσσιου πλούτου που ανήκει κυριαρχικά στη χώρα μας, την Κυπριακή Δημοκρατία, η έλλειψη κοινού μετώπου είναι προφανής. Χωρίς όμως να προβληματίζει τούτο.

Πρέπει ως ηγεσία να κατανοήσει ότι ουδείς από μόνος του μπορεί ν’ αντισταθεί με επιτυχία στις προθέσεις και επιθυμίες της Τουρκίας. Ουδείς ηγέτης κατέχει από μόνος του τη μέθοδο λύσης που θα μπορεί να είναι δικαία, βιώσιμη και λειτουργική. Η αντιπαράθεση και η συνεχής δημόσια επίκριση προσφέρει δυνατότητες ελιγμών και προβολή επιχειρημάτων από την Τουρκία, που αφού διασφάλισε ό,τι επιθυμούσε επί του εδάφους, τώρα επεκτείνει την επιθυμία της και στη θάλασσα. Σήμερα για ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο και αύριο για το Αιγαίο. Μηνύματα σαφή της Τουρκίας με βάση την αλαζονική υπεροπλία της προς όσους ηγέτες της περιοχής συνήψαν με ή χωρίς συμμετοχή των ΗΠΑ τριμερείς συμφωνίες.

Παράλληλα η αδράνεια και απάθεια του ίδιου του λαού, που δεν ξεσηκώνεται και δεν αντιδρά στη νέα εισβολή της Τουρκίας, επιτρέπει στην Τουρκία να υποδεικνύει ότι δεν ενεργεί η ίδια σε βάρος της ειρήνης στην περιοχή γιατί απλώς ως εγγυήτρια, δήθεν προστατεύει τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Προφανώς υπονοούν ότι, αφού οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι δεν ενοχλούνται και δεν ξεσηκώνονται ως λαός, γιατί αναμειγνύονται οι όποιοι άλλοι; Δεν είναι τυχαίο που ο κος Ερντογάν θεωρεί αχρείαστες και μη σοβαρές τις θέσεις καταδίκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα όσα η Τουρκία προβαίνει κατά παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Αλήθεια γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεπεράσει τη δική μας ανύπαρκτη κοινή θέση των πολιτικών κομμάτων και την έλλειψη διεκδίκησης από τον λαό, αφού η καλοπέραση στον καναπέ μας δεν αποτελεί διεκδίκηση και ούτε πίεση, ώστε να υπάρξουν βαρύτερες σε βάρος της Τουρκίας συνέπειες. Το βέβαιο είναι ότι η Τουρκία δεν θα μας χαριστεί, αντίθετα θα συνεχίσει να αξιοποιεί την προφανή αδυναμία μας και τα διαχρονικά λάθη μας, που επιφέρουν τη συνεχή πολιτική αντιπαλότητα και την αδιαφορία του λαού.

*Δικηγόρος