Η αντισυνταγματικότητα νόμου και η μη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις

Όπως είναι γνωστό, το Σύνταγμά μας εισήγαγε ένα άγνωστο, κατά το αποικιοκρατικό καθεστώς, δικαίωμα στον πολίτη. Το δικαίωμα να μπορεί επί ίσοις όροις ως διάδικος, να αμφισβητεί με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος ενώπιον του Αρμόδιου Δικαστηρίου τη νομιμότητα κάθε απόφασης όλων των διοικητικών οργάνων.

Στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών η Δικαιοσύνη κατέστη, με τις αποφάσεις της στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως και μετά την τροποποίησή του με την εγκαθίδρυση του Διοικητικού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δημιουργός δικαίου με αρμοδιότητα να επιφέρει τομή δικαίου επί της συνταγματικότητας και νομιμότητας όχι μόνο των διοικητικών αποφάσεων, αλλά και των νόμων και κανονισμών επί των οποίων στηρίζονται οι διοικητικές αποφάσεις.

Κάθε τομή δικαίου με δικαστική ακυρωτική απόφαση στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, διαμορφώνει κατά συνταγματική πρόβλεψη την υποχρέωση για ενεργό συμμόρφωση προς τα δικαστικά διακηρυχθέντα. Η υποχρέωση αυτή που βαραίνει κάθε Αρχή, όργανο ή πρόσωπο και σε συνδυασμό με το Άρθρο 35 του Συντάγματος που απαιτεί σεβασμό των δικαιωμάτων του πολίτη, συνδέθηκε συνταγματικά και με τη σαφή πρόνοια του Άρθρου 150 του Συντάγματος που προέβλεψε την πρόσθετη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να επιβάλει «ποινές ένεκεν περιφρονήσεως του δικαστηρίου τούτου».

Το ερώτημα είναι κατά πόσο η πρωτοβουλία αμφισβήτησης της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης και στη συνέχεια η ακύρωσή της από το Δικαστήριο, οδηγεί πραγματικά και ολοκληρώνει την έννοια της πλήρους αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας. Η θεωρία της Νομικής Επιστήμης, αλλά ήδη και η Νομολογία μας, διαπίστωσαν ότι υπάρχει και εμφανίζεται ενίοτε μια αλαζονική αντίληψη της διοίκησης που ενοχλείται να βλέπει να ανατρέπονται δικαστικά οι αποφάσεις της, και γι’ αυτό καταδεικνύει μιαν άκρως επικίνδυνη ασέβεια προς το δεσμευτικό δικαστικό δεδικασμένο. Οπότε και το ερώτημα, μήπως αποτελεί μύθο ότι με τη δικαστική απόφαση επιτυγχάνει ο πολίτης, πλήρη δικαίωση διά της προσφυγής του με την οποία είχε την πρωτοβουλία να ζητήσει εξαφάνιση διοικητικής απόφασης που τον επηρέασε; Είναι προφανώς πρόκληση στο περί δικαίου αίσθημα να διακηρύσσει με εγκύκλιό του (15/4/2019) το Υπουργείο Οικονομικών, μετά τις δικαστικές αποφάσεις ότι, σχετικά με τις αποκοπές εκ του μισθού, των συντάξεων, των επιδομάτων, τη μη απόδοση προσαυξήσεων κ.λπ., δεν πρέπει κανένα όργανο του δημοσίου να προχωρήσει σε καταβολή των όσων αποκόπηκαν.

Το να αμφισβητήσει η Δημοκρατία ή άλλο Ν.Πρ.Δ.Δ. τις πρωτόδικες αποφάσεις με Έφεση είναι αναφαίρετο δικαίωμα, όμως η καταχώρηση της Έφεσης να συντελεί από μόνη της σε αναστολή της ισχύος της ακύρωσης. Ένας Νόμος όταν κριθεί από το Δικαστήριο αντισυνταγματικός, αφορά όλη την κοινωνία και προφανώς κάθε Όργανο και Αρχή στο Κράτος. Η διακήρυξη της αντισυνταγματικότητας καθιστά ανίσχυρο τον Νόμο έναντι πάντων και δεν έχει σημασία στιγμιαία και διά το μέλλον μόνο.

Σε κάθε Δημοκρατία, ιδιαίτερα όταν τελεί ως εν προκειμένω η Κυπριακή Δημοκρατία υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή, διαίρεση και εποικισμό, δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα εάν υπάρχει καλή θέληση και βούληση για τομές χάριν της διάσωσης του Κράτους. Δεν είναι δυνατό να αφήνουμε τη Βουλή με 55 βουλευτές για τόσο χρόνο και ούτε πρέπει να μην τυγχάνει εφαρμογής η διακηρυχθείσα αντισυνταγματικότητα περί το περιουσιακό δικαίωμα μισθού, σύνταξης και άλλων κεκτημένων δικαιωμάτων των υπαλλήλων και να χρειάζεται να αναζητούμε πάντα λύσεις με δικαστική κρίση.

Ο μη ενεργά συμμορφούμενος στην τομή δικαίου που διαμόρφωσε η δικαστική κρίση στην αναθεωρητική διαδικασία του άρθρου 146 του Συντάγματος, όσο ψηλά στην ιεραρχία της διοίκησης και εάν βρίσκεται, δεν συντελεί στην επιβεβαίωση του κράτους δικαίου.

Το βέβαιο είναι ότι η ανυπακοή ή περιφρόνηση όσο παρατείνεται ως έχει, υποσκάπτει θεσμούς και αξίες δικαίου και πλήττει την εμπιστοσύνη του κοινού στη διοίκηση και στη σημασία της δικαστικής δικαίωσης του πολίτη. Πρόσθετα ενθαρρύνει την κατάχρηση εξουσίας με μεθόδους έξω και/ή αντίθετες στον Νόμο, το κράτος δικαίου και την έννοια της χρηστής διοίκησης.

Η διοίκηση πρέπει να αισθάνεται ότι είναι ανά πάσα στιγμή υπόλογη στην τήρηση του Νόμου όπως και του δεδικασμένου ιδιαίτερα σε ένα Κράτος που διεκδικεί δικαίωση, με μόνο βέβαιο και ασφαλές στήριγμα το δίκαιο και τη νομιμότητα.

*Δικηγόρος