Διεθνούς δικαίου αντιφατικές προσεγγίσεις

Η κατοχή της Κύπρου συνεχίζεται και ως σημερινή διεκδίκηση υπό το πρίσμα μιας επεκτατικότητας της τουρκικής πολιτικής, η οποία αμφισβητεί όχι μόνο την κυπριακή ΑΟΖ και την ύπαρξη του κυπριακού κράτους, αλλά και την ίδια την ΑΟΖ της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, θεωρώντας παρανόμως πως τα νησιά δεν την δικαιούνται

Το Διεθνές Δίκαιο υφίσταται αναντιρρήτως ως σύστημα αρχών και αξιών, ως μία δομή του παγκόσμιου συστήματος κρατών, που προορίζεται να εφαρμόζει τους κανόνες δικαίου ως προς την ειρηνική συνύπαρξη, τη συνεργασία λαών και κρατών στον κόσμο. Όμως αυτή η διάσταση και δη της διεθνούς πολιτικής δεν κινείται αυτομάτως και χωρίς τη σύμπραξη ή την ενεργό κινητικότητα κρατών που έχουν προς τούτο συμφέρον.

Η ως άνω αναφορά παραπέμπει αφενός σε δύο εκδηλωθείσες εξελίξεις, όπου το μεν πρόβλημα αναφέρεται στην ιδιαίτερη περίπτωση της Κύπρου, η οποία συνδέεται αρρήκτως με την ελλαδική υπόσταση ενός ενιαίου Ελληνισμού και το άλλο ενδεχόμενο αφορά στην Ελλάδα, η οποία επικαλείται σταθερά και συνεχώς το Διεθνές Δίκαιο, αγνοώντας τη βασική παραδοχή πως του Δικαίου συντρέχει η διεθνής πολιτική, προκειμένου να υφίσταται ως πραγματικότητα υπεράσπισής του. Επομένως, η επίκληση από μόνη της καθίσταται όχι μόνο ανώφελος, αλλά ενίοτε και δυσμενής για τους διεκδικούντες την υλοποίησή της.

Η κατοχή της Κύπρου συνεχίζεται και ως σημερινή διεκδίκηση υπό το πρίσμα μιας επεκτατικότητας της τουρκικής πολιτικής, η οποία αμφισβητεί όχι μόνο την κυπριακή ΑΟΖ και την ύπαρξη του κυπριακού κράτους, αλλά και την ίδια την ΑΟΖ της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, θεωρώντας παρανόμως πως τα νησιά δεν την δικαιούνται. Υπογραμμίζεται εν προκειμένω, ως γνωστόν, πως η ύπαρξη ΑΟΖ για τα νησιά είναι απολύτως σύννομη προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Διά των μονίμων παραβιάσεων, άνευ αντιδράσεως, επιδιώκεται η δημιουργία ενός συνδρόμου δορυφοροποίησης της Κύπρου, έτσι ώστε να λειτουργεί εν είδει παραρτήματος, όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται τη ενεργό ή σιωπηρή συναινέσει της Τουρκίας και μόνον. Τούτο σημαίνει πως η Τουρκία διεκδικεί να έχει ρόλο και θέση σε όλες τις εξελίξεις που άπτονται των ζητημάτων που αφορούν στην Κύπρο και στην κυπριακή ΑΟΖ. Τοιουτοτρόπως, στον χώρο της Κύπρου αναπτύσσεται ένας τουρκικός ασφυκτικός κλοιός εν είδει περικύκλωσης και τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αντιμετωπίσει μόνο συμπράττοντας με ισχυρές συμμαχικές δυνάμεις.

Σε αντίθεση με το παρελθόν, η Τουρκία τελούσα εν γνώσει του γεγονότος πως για να ενταχθεί στην ΕΕ οφείλει να μεταβάλει τις δομές του πολιτικού της συστήματος από αυταρχικές σε κράτους δικαίου τοιούτες, αποστασιοποιήθηκε πλήρως από την ιδέα της πλήρους ένταξης, επιδιώκοντας ένα ειδικό καθεστώς, που να της προσφέρει, τόσο οικονομικά οφέλη, όσο και στρατηγικά προνόμια. Τούτο αποτυπώνεται σε αυτόνομους τουρκικούς βηματισμούς που προδιαγράφουν τη θέληση μιας ηγεμονικής παρουσίας στην περιοχή κατ’ απόλυτη υπέρβαση του Διεθνούς Δικαίου. Ο ευρωπαϊκός παράγοντας, από την άλλη, εκφράζει τη δεδηλωμένη πεποίθησή του, εδραζόμενη σε αμοιβαίο συμφέρον, περί σταθερής προσέγγισης με την Τουρκία σε επίπεδο διαλόγου, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, των μεταναστευτικών ροών, καθώς και των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών που διατηρούν με την Άγκυρα.

Προς τούτο και τυγχάνει της διαρκούς προσέγγισης και θωπείας των μεγάλων και μικροτέρων δυνάμεων του κόσμου, πράγμα το οποίο αντικατοπτρίζει συσχετισμούς δυνάμεων και συμφέροντα της διεθνούς πολιτικής, που υπερβαίνουν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Ουδείς τολμά να συγκρουστεί με την Άγκυρα, η οποία αξιοποιεί μετά περισσής αυθάδειας την εδώ και πολλές δεκαετίες αναβαθμισμένη γεωπολιτική της θέση, η οποία συνίσταται στα Στενά των Δαρδανελλίων, τη γειτνίασή της προς τη Μόσχα και την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.

Αναφορικά προς την Ε.Ε. σημειώνεται πως, σε σχέση με τις τουρκικές παραβιάσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, εξαιρετικά δυσχερώς θα επέβαλλε κυρώσεις στην Τουρκία, διότι η Ένωση αποτελείται από 28 κράτη διαφορετικών συμφερόντων, μη έχουσα κοινή αντίληψη πολιτικής, ούτε και προβολή ενιαίου συμφέροντος. Η ελληνική προσδοκία ότι η ΕΕ θα επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία είναι εκτός ευρωπαϊκής πραγματικότητας, διότι τα συμφέροντα των κρατών μελών της ΕΕ προς την Άγκυρα είναι ισχυρότερα ενός εξαιρετικά αδύναμου ως και ανύπαρκτου κοινού ευρωπαϊκού τοιούτου.

Σε σχέση με την Ελλάδα σημειώνεται πως όταν μια χώρα προβάλλει το επιχείρημα του σεβασμού του διεθνούς δικαίου διακηρυκτικά και μόνον, όπως κατά κανόνα πράττει η Αθήνα, και δεν λαμβάνει εκείνα τα μέτρα, που εκπέμπουν μηνύματα αποτρεπτικής ισχύος προς τον διεθνή περίγυρο και την παγκόσμια κοινότητα, όπως απέφυγε εν γνώσει της την επέκταση των 12 ναυτικών μιλίων στο Αιγαίο, όπερ και ήταν διεθνώς κατοχυρωμένο λόγω της παρουσίας νήσων και βραχονησίδων ελληνικής κυριαρχίας διάσπαρτων σε όλο το Αιγαίο, τότε η χώρα στερείται διεθνούς αξιοπιστίας και αναλόγου κύρους, που θα της επέτρεπε να διεκδικήσει μόνη και μετά συμμάχων την υπεράσπιση δικαιωμάτων βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Η ανωτέρω στάση και άσκηση πολιτικής της συγκεκριμένης χώρας, όπως η Ελλάδα, δημιουργεί ελλείμματα κυριαρχίας, όπου και η αντίφαση είναι εμφανής, καθώς εκπέμπεται διεθνώς η εικόνα μιας χώρας που επικαλείται συνεχώς το Διεθνές Δίκαιο, ενώ ταυτόχρονα αποφεύγει να ασκήσει δικαιώματά της που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο