Διεθνή

Μια χώρα στη δίνη του πολέμου και των ξένων συμφερόντων

Εκμεταλλευόμενο την περιφερειακή αστάθεια, αλλά και την εμπλοκή πολλών παικτών με διαφορετικές βλέψεις, το Ισραήλ νιώθει ασφάλεια να ενεργεί στη συριακή αρένα αυτοβούλως και χωρίς τον φόβο να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε συνέπεια

Από το ξέσπασμά του ο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος της Συρίας έχει συγκεντρώσει διάφορες ξένες δυνάμεις, οι οποίες, λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων τους, αύξησαν την πολυπλοκότητα της εμπόλεμης κατάστασης της χώρας. Παρότι ο πόλεμος είχε αρχίσει με την προσπάθεια του καθεστώτος Άσαντ να καταστείλει τους αντάρτες για να κρατηθεί στην εξουσία, οι επόμενες φάσεις της εμφύλιας αυτής σύρραξης οδήγησαν στην παρείσφρηση περιφερειακών, αλλά και διεθνών παικτών, οι οποίοι, για τους δικούς τους λόγους, ενεπλάκησαν ενεργά και σε διαφορετικό βαθμό εντός του συριακού εδάφους. Την καθοριστική τροπή της αιματηρής αυτής σύρραξης σηματοδότησε ο εκμηδενισμός της εδαφικής κυριαρχίας του Ισλαμικού Κράτους, βάζοντας τον οκταετή αυτό πόλεμο σε μια νέα φάση, κατά την οποία τα βλέμματα όλων των παικτών στρέφονται, πλέον, προς τα μεταπολεμικά κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν.

Ενώ, πλέον, δεν είναι ξεκάθαρη η θέση των Αμερικανών για το εάν επιθυμούν να παραμείνει στην εξουσία ο Άσαντ, θεωρείται βέβαιον ότι θα συνεχίσουν να βρίσκονται στη Συρία, ώστε να μπλοκάρουν την ανάπτυξη μόνιμων στρατιωτικών δυνάμεων του Ιράν και της Χεζμπολάχ, οι οποίες αποτελούν απειλή για τον στενό σύμμαχό τους, το Ισραήλ.

Το ασαφές πισωγύρισμα των ΗΠΑ

Μπορεί ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον περασμένο Δεκέμβριο να είχε προτρέξει να ανακοινώσει την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, λόγω της νίκης κατά του Ισλαμικού Κράτους, προκαλώντας, μάλιστα, έκπληξη αλλά και αντιδράσεις στους συμμάχους του, εντούτοις τα ίδια τα γεγονότα τον έχουν διαψεύσει, αφού μια τέτοια ενέργεια αποδείχτηκε ότι θα ήταν εις βάρος των συμφερόντων της χώρας, αλλά και των βασικών της συμμάχων. Οι ΗΠΑ για χρόνια παρείχαν υποστήριξη στους αντάρτες της Συρίας, οι οποίοι πολεμούσαν κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, ώστε να εντείνουν τις πιέσεις για πολιτική διευθέτηση της εμφύλιας διαμάχης. Παράλληλα, το 2014 ηγήθηκε του διεθνούς συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους, με αεροπορικές επιδρομές, ενώ ενίσχυσε με στρατιωτικό προσωπικό τον Συριακό Δημοκρατικό Στρατό, μια αραβοκουρδική συμμαχία που μαχόταν κατά των τζιχαντιστών. Αν και οι ΗΠΑ είχαν αποφύγει την άμεση σύγκρουση με τις καθεστωτικές δυνάμεις, το 2017 ο Πρόεδρος Τραμπ διέταξε αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, ως απάντηση στην αμφιλεγόμενη χρήση χημικών όπλων από τις δυνάμεις του Άσαντ. Παρά το γεγονός ότι ο στόχος των ΗΠΑ στη Συρία παραμένει η συντριβή του Ισλαμικού Κράτους, δημιουργούνται ερωτήματα σε σχέση με τα πραγματικά κίνητρά τους. Ενώ, πλέον, δεν είναι ξεκάθαρη η θέση τους για το εάν επιθυμούν να παραμείνει στην εξουσία ο Άσαντ, θεωρείται βέβαιον ότι θα συνεχίσουν να βρίσκονται στη Συρία, ώστε να μπλοκάρουν την ανάπτυξη μόνιμων στρατιωτικών δυνάμεων του Ιράν και της Χεζμπολάχ, οι οποίες αποτελούν απειλή για τον στενό σύμμαχό τους, το Ισραήλ.

Οι πραγματικοί στόχοι των ισραηλινών πυραύλων

Η πρόσφατη αεροπορική επιδρομή του Ισραήλ κατά της Συρίας δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, αφού τα τελευταία τρία χρόνια μόνον η Δαμασκός έγινε στόχος πυραυλικών επιθέσεων για περισσότερες από 200 φορές. Βασικός σκοπός του Ισραήλ είναι η αποτροπή της μόνιμης παρουσίας τού Ιράν στο συριακό έδαφος, καθώς και η αποκοπή της στρατιωτικής ενίσχυσης της Χεζμπολάχ. Εντούτοις, η «άνεση» με την οποία διεξάγει τέτοιες επιχειρήσεις στη Συρία οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Αρχικά, παρά τις λεκτικές καταδίκες από πλευράς Ρωσίας για τις αεροπορικές επιδρομές, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι δύο αυτές χώρες είναι σύμμαχοι. Στην πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις αυτές γίνονται με την «ανοχή» της Μόσχας, αφού η τελευταία έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τον εναέριο χώρο της Συρίας και να δίνει «πρόσβαση» κατά το δοκούν. Παράλληλα, όμως, αυτές οι επιθέσεις είναι ένα μέτρο πίεσης για την αναδιαμόρφωση των ισορροπιών, με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων της χώρας σε περιφερειακό επίπεδο. Εκμεταλλευόμενο την περιφερειακή αστάθεια, αλλά και την εμπλοκή πολλών παικτών με διαφορετικές βλέψεις, το Ισραήλ νιώθει ασφάλεια να ενεργεί στη συριακή αρένα αυτοβούλως και χωρίς τον φόβο να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε συνέπεια.

Ο ρόλος του Ιράν

Το Ιράν, έχοντας επιτύχει τον στόχο του να κρατήσει στην εξουσία τον Άσαντ, τον βασικό του εταίρο στη Μέση Ανατολή, πλέον στρέφεται στην αποκόμιση των μεταπολεμικών «λαφύρων». Κατά τη διάρκεια του οκταετούς αυτού πολέμου, το Ιράν έδινε συνεχή στρατιωτική υποστήριξη στο καθεστώς Άσαντ, με τη μορφή εκπαίδευσης στρατιωτών και παροχής όπλων και πληροφοριών. Επίσης, είχε στείλει τους Φρουρούς της Επανάστασης, το επίλεκτο σώμα των ένοπλων δυνάμεών του, στο πεδίο της μάχης για ενίσχυση των καθεστωτικών δυνάμεων και για να υποστηρίξει τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Η ανάπτυξη αυτών των στρατευμάτων επί συριακού εδάφους αναμένει ότι θα είναι μόνιμη, γεγονός που εντείνει την προσπάθεια του Ισραήλ να το αποτρέψει. Σύμφωνα με αναλυτές, μακροπρόθεσμη πρόθεση του Ιράν είναι να δημιουργήσει έναν χερσαίο διάδρομο από το Ιράν στον Λίβανο διά μέσου Ιράκ και Συρίας, ώστε να μπορεί με ευκολία να προμηθεύει στρατιωτικό εξοπλισμό στη Χεζμπολάχ, οργάνωση η οποία θεωρείται ότι λειτουργεί ως η κάλυψη του Ιράν για επιθέσεις σε ισραηλινούς και αμερικανικούς στόχους, χωρίς να αναλαμβάνει άμεσα την ευθύνη.

Το παιγνίδι Τουρκίας-Ρωσίας στο Ιντλίμπ

Η κλιμάκωση της έντασης που παρατηρείται στο Ιντλίμπ σε συνδυασμό με τις όλο και πιο συχνές παραβιάσεις της εκεχειρίας καταδεικνύουν ότι η Ρωσία και η Τουρκία αδυνατούν να συμφωνήσουν στο ζήτημα της Συρίας. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο χωρών η δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στα βορειοδυτικά της Συρίας, έχουν καταγραφεί αναρίθμητες παραβιάσεις με βομβαρδισμούς και πολεμικές συρράξεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων των 500 αμάχων. Αυτές οι μάχες, καθώς και η αυξανόμενη ένταση, δείχνουν ότι έχουν αρχίσει να δημιουργούνται ρωγμές στη συμμαχία Ρωσίας - Τουρκίας στη Συρία, με τις δύο πλευρές να πασχίζουν να διατηρήσουν την κατάπαυση πυρός. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις άρχισαν να δείχνουν ότι σε βάθος χρόνου δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση. Από τη μια η Μόσχα άρχισε να χάνει την υπομονή της με την Άγκυρα και την αδυναμία της να περιορίσει τις ομάδες ανταρτών, ώστε να εφαρμοστεί πλήρως η εκεχειρία. Από την άλλην, η Τουρκία κατηγορεί τη Ρωσία ότι δεν πράττει αρκετά, ώστε να απομακρύνει την κουρδική πολιτοφυλακή (YPG) από τη συγκεκριμένη περιοχή. Παράλληλα, η Τουρκία, θέλοντας να καρπωθεί οφέλη και από τα ανατολικά και από τα δυτικά του Ευφράτη, παίζει το παιχνίδι σε διπλό ταμπλό, κρατώντας διαύλους επικοινωνίας τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με τη Ρωσία. Από τη μια διαφωνεί με το σχέδιο της Ρωσίας για πολιτική επίλυση του ζητήματος με παραμονή του Άσαντ στην εξουσία και, από την άλλη, επιδιώκει συμφωνία με τις ΗΠΑ για δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα σύνορά της με τη Συρία. Η τελευταία εξέλιξη οδήγησε τη Μόσχα στο να εντείνει τις πιέσεις σε περιοχές οι οποίες αποτελούν μέρος του ευρύτερου σχεδίου της Τουρκίας για ολοκληρωτικό έλεγχο των συνόρων με τη Συρία δυτικά του Ευφράτη, με στόχο τη διάνοιξη του δρόμου για πρόσβαση στη συριακή αγορά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Τουρκία θέλει να αποτρέψει τη δημιουργία αυτόνομου κράτους των Κούρδων της Συρίας σε μια ενδεχόμενη μεταπολεμική συμφωνία.

Η θέση των Κούρδων

Το κουρδικό Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης άρχισε να εδραιώνει την κυριαρχία του στα βόρεια της Συρίας από τις απαρχές του πολέμου, εν τη απουσία των κυβερνητικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν στρέψει την προσοχή τους στην καταστολή των αντικαθεστωτικών. Στη συνέχεια, η κουρδική πολιτοφυλακή επεξέτεινε την επιρροή της, λόγω της υποστήριξης από τον δυτικό συνασπισμό, παίρνοντας τα ηνία του Συριακού Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους, κατακτώντας σημαντικές νίκες στις πόλεις Μανμπίτζ και Ράκα. Ο αμφίσημος ρόλος της Τουρκίας στον συριακό πόλεμο, όμως, περιέπλεξε τα πράγματα, αφού, από τη μια, ως μέλος του διεθνούς συνασπισμού, πολέμησε του τζιχαντιστές, αλλά, από την άλλη, με συντεταγμένο τρόπο κτύπησε την κουρδική πολιτοφυλακή, η οποία, κατά γενικήν ομολογίαν, αποτέλεσε την πιο αποτελεσματική δύναμη εδάφους του συνασπισμού. Η Τουρκία θεωρεί το YPG ως εχθρό, αφού έχει τις ρίζες του στο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), το οποίο η Τουρκία έχει ανακηρύξει ως τρομοκρατική οργάνωση. Όσον αφορά τις βλέψεις των Κούρδων στη Συρία, φαίνεται να προσανατολίζονται σε ένα καθεστώς αυτονομίας, αίτημα το οποίο δύσκολα θα αποδεχτεί η συριακή κυβέρνηση.