Αναλύσεις

Αποτελεσματικό φορολογικό μοντέλο

Η αναγκαιότητα για φορολογική μεταρρύθμιση δημιουργείται από τις επιχειρηματικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις τόσο εντός, όσο και εκτός Κύπρου. Οποιεσδήποτε ενδεχόμενες αλλαγές χρειάζονται μελέτη, σωστό χειρισμό και χρόνο (timing), ώστε να διασφαλίζεται η σταθερή ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών

Η Κύπρος, αν και αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, παραμένει ένα ανταγωνιστικό χρηματοοικονομικό κέντρο που εμπιστεύονται οι επενδυτές, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες η εμπιστοσύνη αυτή είχε κλονιστεί, όπως την περίοδο της μεγάλης κρίσης και των αποφάσεων του Eurogroup.

Τους τελευταίους μήνες ο τομέας των υπηρεσιών αντιμετωπίζει όντως σοβαρές προκλήσεις, ειδικότερα μετά την έκδοση της οδηγίας για τις εταιρείες-κέλυφος και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές λόγω των υπέρμετρα αυστηρών απαιτήσεων (κάποιες φορές) των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για έγγραφα προς εξακρίβωση στοιχείων και της πηγής των εισοδημάτων. Είναι αποδεκτό από όλους (ακόμη και από τον νέο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας που δήλωσε ότι «νόμιμα λεφτά δεν πιστώνονται στην Κύπρο») ότι είναι τεράστιο το διοικητικό κόστος που απαιτείται για να μπορέσει κάποιος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με πολλούς επενδυτές στο τέλος να αλλάζουν γνώμη σε σχέση με τη δραστηριοποίησή τους στην Κύπρο.

Το μούδιασμα στον τομέα των υπηρεσιών καταγράφεται και από τη συρρίκνωση του αριθμού των νέων εγγραφών εταιρειών. Αν και η βάση σύγκρισης (το 2018) είναι υψηλή διότι υπήρξαν πολλές εγγραφές εταιρειών που προέκυψαν μέσα από αναδιαρθρώσεις δανείων, εντούτοις είναι ευδιάκριτος ο προβληματισμός.

Τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικές προσπάθειες ενίσχυσης της γκάμας των χρηματοοικονομικών προϊόντων που προσφέρονται, ενίσχυσης του δικτύου αποφυγής διπλής φορολογίας και προσέλκυσης επενδυτών από χώρες πέραν των παραδοσιακών (Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία).

Την ίδια στιγμή, όμως, η οικονομία της χώρας καλείται να λειτουργήσει σε ένα δύσκολο και ευμετάβλητο οικονομικά και πολιτικά περιβάλλον, με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε Ρώσους υπηκόους αλλά και το κλίμα που δημιουργήθηκε σε ό,τι αφορά τις ρωσικές επενδύσεις να αποτελούν παράγοντες που προκαλούν αρνητικό αντίκτυπο στον τομέα των υπηρεσιών.

Καλές οι ιδέες για υπογραφή συμφωνιών αποφυγής διπλής φορολογίας με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Βραζιλία, αλλά δύσκολα θα αναπληρωθεί ο περιορισμός των επενδύσεων από τη Ρωσία. Ακόμη και μια «πιο στενή» σχέση με τις ΗΠΑ, δεν αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων από τη χώρα, ούτε και στην αναθεώρηση της φορολογικής συμφωνίας. Φυσικά αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα πρέπει να τύχουν σωστού σχεδιασμού, μέσα από τη στρατηγική της λεγόμενης οικονομικής διπλωματίας.

Η φορολογία αποτελεί ένα εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής που επιτρέπει στην εκάστοτε κυβέρνηση να διαμορφώνει την κοινωνική της πολιτική, τον αναπτυξιακό της σχεδιασμό και την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών, όπως για παράδειγμα η προστασία του περιβάλλοντος (οι λεγόμενοι «πράσινοι φόροι»).

Η διαμόρφωση τέτοιων πολιτικών πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κοινωνική συνοχή από τη μια, και από την άλλη τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης. Δεν πρέπει δηλαδή το φορολογικό βάρος να είναι τέτοιο σε πολίτες και επιχειρήσεις, που για τους μεν ιδιώτες να περιορίζει σημαντικά τις καταναλωτικές τους συνήθειες και για τις δε επιχειρήσεις να περιορίζει τις επενδύσεις και την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Σημαντική παράμετρος επιτυχίας ενός φορολογικού συστήματος είναι η σταθερότητα, εφόσον τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι πολίτες θέλουν να γνωρίζουν το φορολογικό βάρος των επόμενων ετών, ώστε να μπορέσουν να λάβουν τις σωστές αποφάσεις για περαιτέρω επενδύσεις και για καλύτερο σχεδιασμό του οικογενειακού προϋπολογισμού. Έχουμε όλοι παρατηρήσει ότι οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τα διαδοχικά μνημόνια, έπληξαν σημαντικά τις ξένες επενδύσεις και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, κάτι το οποίο η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να αντιστρέψει.

Την ίδια στιγμή, το φορολογικό σύστημα μιας χώρας πρέπει να είναι απλό στην εφαρμογή, δίκαιο, και να προωθεί τη φορολογική συμμόρφωση. Σημαντικός παράγοντας είναι και η χρήση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης τόσο σε θέματα συμμόρφωσης, όσο και σε θέματα ελέγχου.

Η Κύπρος, μη έχοντας βαριά βιομηχανία, χρησιμοποίησε το φορολογικό της σύστημα ως εργαλείο ενίσχυσης των επαγγελματικών υπηρεσιών από το 2003, χρονιά κατά την οποία υπήρξε η τελευταία ολιστική φορολογική μεταρρύθμιση στη χώρα (είναι γι’ αυτόν τον λόγο πολύ άστοχη η σύγκριση του φορολογικού συντελεστή της Κύπρου με τη Γερμανία για παράδειγμα ή άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Έκτοτε υπήρξαν πολλές τροπολογίες, είτε επειδή το επέβαλλαν οι συνθήκες για να μπορέσει η Κύπρος να διατηρηθεί ως ένα ανταγωνιστικό χρηματοοικονομικό κέντρο και να ενισχυθούν οι επενδύσεις, είτε επειδή επιβαλλόταν μέσα από Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και τους διεθνείς δανειστές.

Το κείμενο των φορολογικών νομοθεσιών, ακόμη κι αν δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές, χρήζει επαναδιατύπωσης και «ξεκαθαρίσματος», ώστε να είναι πιο εύκολο στην κατανόηση και την εφαρμογή. Για παράδειγμα, υπάρχουν διαφορετικά άρθρα, διάσπαρτα μέσα στις νομοθεσίες, που επιβάλλουν πρόστιμα για μη συμμόρφωση από τον φορολογούμενο. Αυτά θα ήταν καλύτερα να ενσωματωθούν σε ένα άρθρο, ώστε να είναι ξεκάθαρες οι συνέπειες σε περίπτωση μη αποπληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων εντός χρονοδιαγραμμάτων.

Την ίδια στιγμή, ο τομέας των υπηρεσιών καλείται να αναδιαμορφώσει το μοντέλο ανάπτυξής του. Ξένοι επενδυτές δημιουργούν εταιρείες στην Κύπρο για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις τους μέσω της χώρας μας, ώστε να εκμεταλλευτούν τον χαμηλό εταιρικό φορολογικό συντελεστή και τη μη φορολόγηση των μερισμάτων εισπρακτέων και των κερδών από την πώληση μετοχών/ομολόγων. Η τάση που διαμορφώνεται στο διεθνές πολιτικό σκηνικό είναι η αναγκαιότητα της ύπαρξης βάσης (substance) στη χώρα εγγραφής της εταιρείας, κάτι το οποίο είναι το ζητούμενο σε ό,τι αφορά τη Ρωσία (είδαμε πολλές εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους στην Κύπρο, ενισχύοντας τη ζήτηση σε γραφεία αλλά και σε διαμερίσματα/οικίες για τους υπαλλήλους διευθυντές).

Μεγάλη είναι και η τάση μεταφοράς έδρας από offshore περιοχές, όπως οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, σε onshore δικαιοδοσίες, όπως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον σταδιακά οι έλεγχοι σε offshore εταιρείες γίνονται αυστηρότεροι και η εκτέλεση των τραπεζικών συναλλαγών δυσκολότερη. Η Κύπρος κατάφερε να προσελκύσει σημαντικό αριθμό τέτοιων εταιρειών.

Φορολογικά κίνητρα δίνονται στις περιπτώσεις που η πολιτεία θέλει να προωθήσει συγκεκριμένους τομείς, όπως έγινε πρόσφατα με τον τομέα των επενδυτικών ταμείων και τον τομέα της οπτικοακουστικής. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στις φορολογίες και επιβαρύνσεις που αφορούν τα ακίνητα, κάτι το οποίο βοήθησε στην ανάκαμψη του τομέα. Η κατάργηση εντελώς του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας είναι ένα θέμα το οποίο ακόμη συζητείται, εφόσον από τη μια γίνονται αναφορές για δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών και από την άλλη, η μη φορολόγηση αδρανών περιουσιακών στοιχείων δεν προωθεί την ανάπτυξη τους.

Τον τομέα των ακινήτων ενδεχομένως να βοηθούσαν (αν κάποιος έβλεπε τη μικρή εικόνα) και τα μέτρα που πρότεινε το Υπουργείο Οικονομικών, ως αντιστάθμισμα για την αύξηση του εταιρικού φόρου στο 15%: μείωση του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών στο 15% από 20% και κατάργηση του τέλους χαρτοσήμων που αφορά πωλητήρια συμβόλαια και μείωση του φόρου επί μερισμάτων κατά 2% (απορροφώντας εν μέρει την αύξηση του εταιρικού φόρου για εταιρείες με Κύπριους μετόχους, εφόσον οι ξένοι μέτοχοι απαλλάσσονται πλήρως από την καταβολή φόρων σε μερίσματα).

Η μεγάλη εικόνα της αύξησης του εταιρικού φόρου είναι το μήνυμα που δίνεται σε κάποιον ο οποίος θέλει να δραστηριοποιηθεί στην Κύπρο. Μια εικόνα μεταβαλλόμενης φορολογικής μεταχείρισης, σε μια περίοδο, μάλιστα, που, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι γεμάτη προκλήσεις. Για παράδειγμα, ένας επενδυτής ακινήτων κάλλιστα θα μπορούσε να σκεφτεί ότι, σε ένα «ασταθές» φορολογικό περιβάλλον, οι περιορισμένοι φόροι στα ακίνητα μπορεί να διπλασιαστούν.

Σημειώνεται ότι η αναγκαιότητα για φορολογική μεταρρύθμιση δημιουργείται από τις επιχειρηματικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις τόσο εντός, όσο και εκτός Κύπρου. Οποιεσδήποτε ενδεχόμενες αλλαγές χρειάζονται μελέτη, σωστό χειρισμό και χρόνο (timing), ώστε να διασφαλίζεται η σταθερή ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών.