Διεθνή

Δεν μπαίνουν στο… κόλπο οι Ευρωπαίοι

Η αυξανόμενη ένταση, η οποία τροφοδοτείται από περιστατικά όπως οι εκρήξεις σε τάνκερ, η ρίψη drone και η σύλληψη του βρετανικού πλοίου, δημιουργεί το ερώτημα ποια λύση θα επιλέξουν, τελικά, η Γερμανία και η Γαλλία, ώστε να αποκλιμακώσουν την ένταση στην περιοχή, αλλά να μη διαταράξουν τις σχέσεις που επιδιώκουν να διατηρήσουν με το Ιράν

Η κρίση στον Περσικό Κόλπο προκαλεί αναταράξεις στη Γηραιά Ήπειρο. Οι εκρήξεις στα τάνκερ στον Κόλπο του Ομάν και η κατάληψη του βρετανικού πλοίου από τους Φρουρούς της Επανάστασης πυροδότησαν ένα ντιμπέιτ στις ευρωπαϊκές χώρες για τον τρόπο αντιμετώπισης της εντεινόμενης κρίσης στην περιοχή. Η προσέγγιση των ΗΠΑ για αυξημένη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, στο πλαίσιο της στρατηγικής της «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν, δεν αντιμετωπίζεται θετικά από μεγάλη μερίδα των Ευρωπαίων εταίρων, οι οποίοι παραμένουν διχασμένοι ανάμεσα στη στρατιωτική ή τη διπλωματική οδό. Εντούτοις, ο δρόμος που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν δύναται να καθορίσει και το στρατιωτικό μέλλον όχι μόνο των ίδιων των χωρών, αλλά και ολόκληρης της ΕΕ.

Οι διαφορές αμερικανικού και ευρωπαϊκού σχεδίου

Μετά από πολυήμερες συζητήσεις οι ΗΠΑ κατέληξαν στην «επιχείρηση Sentinel» για αντιμετώπιση της κρίσης στον Περσικό Κόλπο. Συγκεκριμένα, το σχέδιο των ΗΠΑ προβλέπει ένα καθεστώς, στο οποίο το κάθε κράτος θα είναι υπεύθυνο να προστατεύει τα πλοία υπό τη δική του σημαία, αλλά συμπληρωματικά θα υπάρχουν κοινές επιχειρήσεις για την επιτήρηση της θάλασσας. Το συγκεκριμένο σχέδιο είχε παρουσιαστεί στη σύσκεψη του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο ως μια κοινή στρατηγική για προστασία των πλοίων στον Κόλπο. Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, το χαρακτήρισε ως μια «ναυτική πρωτοβουλία ασφάλειας με ευρύτερη συμμετοχή από διάφορες χώρες». Από την άλλην, οι Ευρωπαίοι εταίροι των ΗΠΑ και συγκεκριμένα η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες παραμένουν ακόμα διχασμένες, φαίνεται να προσανατολίζονται σε ένα σχέδιο το οποίο αρχικά θα έχει στόχο «να σχηματίσει μια εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή» και στη συνέχεια «να εγγυηθεί έναν ασφαλή δρόμο με τη συνοδεία πλοίων». Η διαφορά με την «επιχείρηση Sentinel» έγκειται στο γεγονός ότι οι δράσεις αυτές δεν θα εντάσσονται στην τακτική των ΗΠΑ για «μέγιστη πίεση», αφού θέλουν να κρατήσουν ζωντανή τη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν. Το εν λόγω σχέδιο, το οποίο είχε προταθεί από τον πρώην Υπουργό της Βρετανίας, Τζέρεμι Χαντ, προβλέπει την εξασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης των πλοίων στον Περσικό Κόλπο, στόχο τον οποίο θεωρητικά θα στήριζε και η Τεχεράνη.

Οι λόγοι της άρνησης της Γερμανίας

Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η ναυτική επιχείρηση στα Στενά του Ορμούζ θα κρίνει την «ποιότητα» των δυτικών συμμάχων του Τραμπ, με έμφαση κυρίως στη στάση της Γερμανίας και της Γαλλίας. Η διοίκηση Τραμπ έχει ήδη ζητήσει επίσημα τη συμμετοχή της Γερμανίας στη σχεδιαζόμενη ναυτική αποστολή, αλλά η απάντηση δεν ήταν η αναμενόμενη. Διά στόματος του Υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μάας, το Βερολίνο απάντησε ότι «θέλει να υπάρξει αποκλιμάκωση της έντασης, αλλά πρέπει να γίνει το παν για να αποφευχθεί περαιτέρω όξυνση της κατάστασης». Η ασαφής αυτή τοποθέτηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Γερμανία, Ρίτσαρντ Γκρενέλ, ο οποίος εξαπέλυσε σφοδρά φραστικά πυρά εναντίον της κυβέρνησης Μέρκελ, διερωτώμενος, «αφού η Γερμανία θέλει να διασφαλίσει την ελεύθερη διακίνηση στην περιοχή, από ποιον περιμένει να γίνει αυτό;». Παρά την επίσημη αρνητική απάντηση στο αίτημα των ΗΠΑ, η γερμανική Κυβέρνηση παραμένει διαιρεμένη, εάν πρέπει, τελικά, να συμμετάσχει. Η Καγκελάριος Μέρκελ, πάντως, ενώ αρνήθηκε τη συμμετοχή στην αποστολή με τις ΗΠΑ, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο διοργάνωσης ευρωπαϊκής αποστολής. Σε αντίθεση, όμως, με τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η απόφαση για ανάπτυξη γερμανικών στρατευμάτων πρέπει να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των Κομμάτων να τάσσεται κατά της συμμετοχής σε μια αποστολή υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Ένας από τους λόγους για τους οποίους αρνείται η Γερμανία να συμμετάσχει μπορεί να αναζητηθεί στη βαθιά ανησυχία ότι η μιλιταριστική προσέγγιση των ΗΠΑ θα μπορούσε να συμπαρασύρει τις ευρωπαϊκές χώρες σε μια πολεμική σύρραξη που η ίδια η Ουάσιγκτον προκάλεσε. Μάλιστα, το 2003 η Γερμανία είχε αρνηθεί τη συμμετοχή στη Συμμαχία των Προθύμων που συγκρότησαν οι ΗΠΑ για να εισβάλουν στο Ιράκ. Επίσης, δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι, από τις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, η Γερμανία έχει το λιγότερο «ενεργειακό» ενδιαφέρον για την περιοχή των Στενών του Ορμούζ, αφού η χώρα εισάγει το περισσότερο πετρέλαιό της είτε από τη Ρωσία είτε από χώρες οι οποίες δεν χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο θαλάσσιο δρόμο για τις εξαγωγές τους.

Η αινιγματική στάση της Γαλλίας

Η Γαλλία, αν και δεν έχει ανακοινώσει εάν θα συμμετάσχει στην επιχείρηση «Sentinel», με τον Εμμανουέλ Μακρόν, σε ρόλο «πυροσβέστη», προσπάθησε διά της διπλωματικής οδού να μειώσει την ένταση, προσεγγίζοντας τον Ιρανό Πρόεδρο, Χασάν Ροχανί. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Γαλλία έχει ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, αφού στηρίζεται κυρίως στη Σαουδική Αραβία για τις ενεργειακές της ανάγκες. Αυτό εξηγεί και τη διστακτικότητα του Μακρόν να πάρει συγκεκριμένη θέση. Σε αυτό να προστεθεί και το γεγονός ότι τόσο η Γαλλία, όσο και η Γερμανία, φοβούμενες τον ασταθή χαρακτήρα του Τραμπ και την επιθετικότητα των συμβούλων του, θεωρούν ότι ρισκάρουν να εμπλακούν σε μια γενικευμένη σύρραξη, εάν στείλουν πολεμικά πλοία στον Περσικό Κόλπο. Μπορεί η Γαλλία να έχει καταφέρει να αποφύγει την εμπλοκή στον πόλεμου του Ιράκ το 2013, εντούτοις τα οφέλη από τη συμμετοχή της στην επέμβαση στη Λιβύη το 2011 κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ παραμένουν ακόμα υπό αμφισβήτηση, αφού η «ακέφαλη» Λιβύη άνοιξε τις πόρτες στους αιτητές ασύλου που κατέκλυσαν την Ευρώπη από το 2015.

Η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου

Με το Ιράν να συνεχίζει να κρατάει υπό ομηρεία το βρετανικό τάνκερ Stena Impero και τη Σαουδική Αραβία να παραμένει ο κύριος πάροχος πετρελαίου για τη χώρα, η Βρετανία έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την ανάληψη δράσης στην περιοχή. Η βρετανική Κυβέρνηση είχε προτείνει μια κοινή ευρωπαϊκή αποστολή για προστασία των πλοίων στην περιοχή, ενώ έχει ήδη στείλει δύο πολεμικά στα Στενά του Ορμούζ. Στη συνέχεια, όμως, ο νέος Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον επέλεξε επιδεικτικά μια διαφορετική στάση από αυτήν της ΕΕ, ανακοινώνοντας τη συμμετοχή της χώρας του στη διεθνή ναυτική αποστολή των ΗΠΑ. Έτσι κι αλλιώς, η απουσία βρετανικών ενόπλων δυνάμεων στον Κόλπο «ανάγκασε» το Λονδίνο να δει με πιο θετικό μάτι την επιχείρηση των ΗΠΑ. Αν και η Βρετανία ανέκαθεν δεν διατηρούσε μεγάλη στρατιωτική αυτονομία από τις ΗΠΑ, η αλλαγή διακυβέρνησης και η ανάληψη εξουσίας από τον Μπόρις Τζόνσον απομάκρυναν περισσότερο τη χώρα από τους Ευρωπαίους εταίρους της, μιας και ο νέος Πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να βγάλει τη Βρετανία από την ΕΕ. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η εξέλιξη θορύβησε τις χώρες της ΕΕ. Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Ρολφ Μίτζενιχ, δήλωσε σχετικά με τη βρετανική απόφαση: «Η συμμετοχή των βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας στην αμερικανική αποστολή Sentinel θα αυξήσει την ένταση στην περιοχή. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα των εκατέρωθεν απειλών, εξοπλισμών και παράνοιας και ο ευρωπαϊκός ρόλος βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση». Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ταυτίζεται πλήρως με τις αμερικανικές θέσεις και, σε αντίθεση με τον Αμερικανό Πρόεδρο, το Λονδίνο συνεχίζει να τηρεί τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά. Παρόλα αυτά, όμως, η δυσκολία του Τραμπ να κινητοποιήσει μερίδα των δυτικών συμμάχων του δείχνει το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό η Βορειοατλαντική Συμμαχία. Οι «αστοχίες» της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ των προηγούμενων ετών κατέστησαν κάποια από τα μέλη του ΝΑΤΟ επιφυλακτικά στο να εμπλακούν, έστω και σε μια επιχείρηση, η οποία δεν προβλέπει, τουλάχιστον θεωρητικά, μιαν ανοιχτή πολεμική σύρραξη.

Οι επιδιώξεις της κάθε πλευράς στα Στενά του Ορμούζ

Όσα εκτυλίσσονται το τελευταίο διάστημα στον Περσικό Κόλπο είναι το αποτέλεσμα της απόφασης των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν που είχε συναφθεί το 2015. Η διοίκηση Τραμπ, απογοητευμένη από το σχετικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας, απομακρύνθηκε από αυτήν, ενώ, προς μεγάλη απογοήτευση των Ευρωπαίων, επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν. Από την άλλη, το Ιράν, με την πλάτη στον τοίχο, προσπαθεί να δείξει ότι ελέγχει τα Στενά του Ορμούζ και μπορεί ακόμα και να τα κλείσει, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. Η αυξανόμενη ένταση, η οποία τροφοδοτείται από περιστατικά όπως οι εκρήξεις σε τάνκερ, η ρίψη drone και η σύλληψη του βρετανικού πλοίου, δημιουργεί το ερώτημα ποια λύση θα επιλέξουν, τελικά, η Γερμανία και η Γαλλία, ώστε να αποκλιμακώσουν την ένταση στην περιοχή, αλλά να μη διαταράξουν τις σχέσεις που επιδιώκουν να διατηρήσουν με το Ιράν.