Ελληνοαμερικανικών σχέσεων κινήσεις στρατηγικής προοπτικής

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις συνιστούν πολύ σημαντικό παράγοντα γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής υπεραξίας για την Ελλάδα, στον βαθμό που οι σχέσεις αυτές διατρέχουν μια ιστορική διαδρομή δεκαετιών και δη από τη δεκαετία του 1950 με την ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με την Τουρκία. Στην κατά τα ανωτέρω συμμαχική σχέση, ανεξαρτήτως του γεγονότος πως η Τουρκία σε μεγάλες διαδρομές της σύγχρονης Iστορίας αντιμετωπίστηκε ως πολυτιμότερος σύμμαχος για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα διατηρώντας μια σταθερότητα και εμμονή στον συμμαχικό προσανατολισμό, προσδίδει στη σχέση κατά ταύτα συνέπεια και συνέχεια.

Μεσούσης της υφιστάμενης αντιπαράθεσης Ουάσιγκτον – Άγκυρας, που παραπέμπει στην αμερικανική ενόχληση από την αγορά των S400, εκδηλώνεται η κουρδική διάσταση του τουρκικού προβλήματος. Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας δεν είναι ανεξάρτητες από τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της Τουρκίας, δεδομένων των ανακατατάξεων που εκ των πραγμάτων επέρχονται εξαιτίας της συγκρουσιακής διάστασης, που παραπέμπει στο Κουρδικό Ζήτημα, όπου ως γνωστόν το κουρδικό στοιχείο ενισχύεται τα μάλα από τις ΗΠΑ αποτελώντας έναν εν τοις πράγμασι αξιόπιστο σύμμαχό τους επί του εδάφους στη Συρία.

Τούτου δοθέντος ο τουρκικός παράγοντας υφίσταται μια εσωτερική, δυνάμει αιμάσσουσα πληγή, η οποία αναφέρεται ως ανωτέρω στην κουρδική οντότητα που συνιστά αυτόνομη εθνότητα εντός του τουρκικού κράτους, διεκδικούσα διαχρονικά ανεξάρτητη πολιτειακή δομή. Το κουρδικό ζήτημα συνιστά βραδυφλεγή βόμβα, ικανή συντρεχουσών αναλόγων προϋποθέσεων, όπως η δημιουργία κουρδικών εθνικών αυτόνομων νησίδων, να οδηγήσει το κράτος σε διάσπαση, με όλα τα ενδεχόμενα ως προς τα περαιτέρω επακόλουθα ανοιχτά.

Αθήνα και Λευκωσία αποτυπώνουν σταθερή, συνεπή συμμαχία για την Ουάσιγκτον, που εκδηλώνεται ως κρίσιμος κρίκος για τη γεωπολιτική, γεωστρατηγική παρουσία της υπερδύναμης στη ΝΑ Μεσόγειο και τον μεσανατολικό χώρο, προσφέροντας βάσεις και διευκολύνσεις συμμαχικής, παρεμβατικής λειτουργίας των ΗΠΑ στην περιοχή μέσω Κρήτης. Αυτό θα έπρεπε να υποβάλει την ελληνική πολιτική ηγεσία στην εκπόνηση στρατηγικής, παραπέμπουσας σε διεκδίκηση εθνικού επιπέδου ανταλλαγμάτων από την Ουάσιγκτον.

Κατά ταύτα η στρατηγική συγκυρία συνάδει προς μια αναβαθμισμένη παρουσία Ελλάδας και Κύπρου στην περιοχή, η οποία και σαφώς βρίσκεται σε αντιθετική σχέση προς τον τουρκικό επεκτατικό αναθεωρητισμό. Δεδομένου ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει ως αφετηριακό σημείο την Κύπρο, αξιοποιώντας Αθήνα και Λευκωσία τη σημερινή συγκυρία σύγκλισης συμφερόντων με την Ουάσιγκτον, οφείλει κανείς να υπερθεματίσει την αναγκαιότητα οι ΗΠΑ να συμβάλουν καθοριστικά στην ανάσχεσή του εκεί, από όπου το 1974 εκκίνησε, με την κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου. Η ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού διασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την παρεμπόδιση της περαιτέρω τουρκικής πορείας προς το Αιγαίο.

Η μεγάλη εικόνα των διαδραματιζομένων παραπέμπει στη δραστηριοποίηση του ελληνισμού, κυρίως εντός Αμερικής, έτσι ώστε η Τουρκία να υποστεί το μέγιστο δυνατό κόστος για τις παρανομίες που διεξάγει στη ΝΑ Μεσόγειο. Οι προειδοποιήσεις των ΗΠΑ οφείλουν να περάσουν στο στάδιο πραγμάτωσης στρατηγικών κινήσεων εις βάρος της Άγκυρας.

Η Άγκυρα εν προκειμένω δεν υπολογίζει τις δηλώσεις των Αμερικανών, που παραπέμπουν σε παραινέσεις, εξ ου και η εκ νέου αποστολή του Barbaros στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά υποχωρεί και συμμορφώνεται εφόσον η στρατηγική των ΗΠΑ και των άλλων δυνάμεων που αντιπαρατίθενται με την Άγκυρα δρομολογεί κόστος στην Τουρκία, είτε αυτό είναι οικονομικό είτε εδαφικό σε σχέση με το Κουρδικό είτε εξοπλιστικό.

Η Ελλάδα στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και δεδομένης της αντιπαράθεσης Ουάσιγκτον – Άγκυρας, οφείλει άνευ εταίρου να διεκδικήσει τη ενεργώ συμπράξει της Ουάσιγκτον την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ιστορικής σπουδαιότητας βήμα για την ελληνική πορεία προς το μέλλον και ένα ισχυρότατο πλήγμα για την τουρκική επιθετικότητα, γεγονός που θα προκαλούσε και δομικής υφής αποσταθεροποιητικές μεταβολές στο εσωτερικό πλαίσιο του τουρκικού κράτους, όπερ εκ των πραγμάτων και θα ανέκοπτε τον εν δυνάμει κινούμενο τουρκικό αναθεωρητισμό. Απώλεια της Κύπρου θα σήμαινε αυτονοήτως σοβαρές ανακατατάξεις για το τουρκικό πολιτικό σύστημα, ενώ ταυτόχρονα θα εκδήλωνε και ένα μεγίστης σπουδαιότητας εθνικό πλήγμα για την Τουρκία, αφού θα σηματοδοτούσε την ακύρωση ενός εθνικού στόχου καταλυτικής σημασίας, στον οποίο επένδυσε πολιτικά και στρατηγικά από τη δεκαετία του 1950.

Βιώνουμε μία εξέλιξη που δεν είναι τόσο πρωτόγνωρη, όσο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς η κρίση ΗΠΑ – Τουρκίας έχει ένα ιστορικό παρελθόν διά του εμπάργκο που επεβλήθη στην Τουρκία από το Αμερικανικό Κογκρέσο το 1975 εξαιτίας της κυπριακής τραγωδίας, το οποίο ως γνωστόν εάν συνεχιζόταν θα μπορούσε να επιφέρει την κατάρρευση του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Το γεγονός ότι σήμερα κατά γενική παραδοχή η ελληνική παρουσία και δυνητική επιρροή στην Ουάσιγκτον βρίσκεται στο καλύτερό της σημείο, που παραπέμπει στην αντίστοιχη περίοδο του 1975 – 1978 τηρουμένων των αναλογιών, επιτρέπει στην Αθήνα και τη Λευκωσία να χαράξουν στρατηγική, που να αποσκοπεί στη συρρίκνωση της τουρκικής ηγεμονικής ισχύος.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο