Αναλύσεις

Ορθόδοξη (Η)οmo…λογία

Η Εκκλησία… ανεπισήμως διαχωρίζει τη θέση της από τον Μητροπολίτη Νεόφυτο, καθώς, όπως εγκύρως μας δηλώθηκε από αρχιεπισκοπικούς κύκλους, «η Εκκλησία δεν ασπάζεται τις απόψεις του Μόρφου, οι οποίες είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν την ίδια»

Διαστάσεις διαλαμβάνει ο σάλος που προκάλεσαν οι περί ομοφυλοφίλων και ομοφυλοφιλίας αναφορές του Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου, με την Εκκλησία να εμφανίζεται… σιωπηρώς διχασμένη (τη εξαιρέσει του Μητροπολίτη Κυρηνείας Χρυσόστομου, ο οποίος διαφώνησε δημοσίως με τις τοποθετήσεις του Μόρφου, για να δεχθεί τη «διορθωτική» επίθεση του Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ), τον Γενικό Εισαγγελέα, υπό το βάρος των κοινωνικών αντιδράσεων, να παρεμβαίνει, ζητώντας τη διερεύνηση πιθανών ποινικών αδικημάτων, τον Σύμβουλο του Προέδρου της Δημοκρατίας για Πολυπολιτισμικότητα, Αποδοχή και Σεβασμό στη Διαφορετικότητα, Κώστα Γαβριηλίδη, να αφήνει αιχμές κατά του Κώστα Κληρίδη για εκδήλωση κωλυσιεργίας και καθυστέρησης στην παρέμβασή του, και την Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη, με γραπτή της τοποθέτηση, να επικρίνει τον κ. Νεόφυτο για τις δηλώσεις του, χαρακτηρίζοντάς τες προσβλητικές για τη γυναίκα, τη μητρότητα και τη διαφορετικότητα ως προς την επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού.

Σε δημόσιες τοποθετήσεις προέβησαν, με ανακοινώσεις τους, και πολιτικά κόμματα, ενώ ιδιαίτερα έντονες ήταν οι αντιπαραθέσεις των πολιτών στα social media, καθώς, πέραν της μεγάλης και έντονης κατακραυγής, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να στηρίξουν τον Μητροπολίτη Μόρφου για τις τοποθετήσεις του ή να τον υπερασπιστούν για τις επικρίσεις που δέχθηκε.

Διαχωρίζει τη θέση της η Εκκλησία

Την ίδια ώρα, η Εκκλησία… ανεπισήμως διαχωρίζει τη θέση της από τον Μητροπολίτη Νεόφυτο, καθώς, όπως εγκύρως μας δηλώθηκε από αρχιεπισκοπικούς κύκλους, «η Εκκλησία δεν ασπάζεται τις απόψεις του Μόρφου, οι οποίες είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν την ίδια».

Ο ίδιος ο κ. Νεόφυτος, όπως πληροφορούμαστε, επιφυλάσσεται να απαντήσει προς όλες τις επικρίσεις, εκκλησιολογικώς, διά γραπτής δήλωσης, μετά την παρέλευση της εορτής του Δεκαπενταυγούστου.

Κύκλοι, δε, της Μητρόπολης Μόρφου, αποδίδουν τις διαστάσεις που διέλαβε το θέμα στις «υπερβολικές διογκώσεις» ελλαδικών ΜΜΕ, τονίζοντας, παράλληλα, ότι ο κ. Νεόφυτος δεν έπραξε τίποτε άλλο από το να εκφράσει τη θέση της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται στην ίδια την εκκλησιαστική Παράδοση και τα κείμενα των Αγίων Πατέρων.

Τι είναι, λοιπόν, οι πρόσφατες δηλώσεις του Μητροπολίτη; Μια τολμηρή άρση της αμηχανίας της Εκκλησίας να τοποθετηθεί, δημόσια, για κρίσιμα ζητήματα της εποχής, μέσα στο προσίδιο πατερικό πλαίσιο, όπως διατείνονται υποστηρικτές του, ή ένας επιτήδειος, υπό το πρόσχημα της αληθολογίας, στρατωνισμός της σκέψης, μια αλαζονική επίδειξη της πνευματικής αυθεντίας, ένας, πέραν κάθε λογικής αμφισβήτησης, κατηχισμός του δόγματος; Είναι η στάση και ο λόγος του, στάση ενός πραγματικού ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή αντιπροσωπεύουν το είδος εκείνο των ανθρώπων που, ιερή κυρώσει, και εθισμένοι να συγκροτούν τον λόγο τους μονολογικά, στο πλαίσιο μιας αδιαμφισβήτητης πνευματικής και ποιμαντορικής εξουσίας, έμαθαν να μιλούν χωρίς αμφισβήτηση του κύρους τους και χωρίς αντίρρηση για τα λεγόμενά τους, σε βαθμό που να χάνουν κάθε αίσθηση κριτικής, αυτοπεριορισμού, καταλογισμού και αυτοκαταλογισμού; Ανθρώπων που τους διαφεύγει, επιπρόσθετα, ότι ο λόγος τους, ως δημόσιος, ξεπερνά κατά πολύ τις προσλαμβάνουσες του δεδομένου ακροατηρίου τους – δεδομένου παροντικά και συλλογιστικά – και φτάνει σε όλη την έκταση και τις ακρώρειες του δημόσιου χώρου, όπως, τουλάχιστον, αυτός ορίζεται από τις περιοχοθετήσεις του μιντιακού και διαδικτυακού πεδίου;

Ένας θεολόγος (Θεόδωρος Κυριακού), ένας ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτής (Βασίλης Χριστοδούλου) και ένας φιλόσοφος (Τίτος Χριστοδούλου) παίρνουν θέση, σχολιάζοντας στη «Σ» τις τοποθετήσεις του Μητροπολίτη Μόρφου, σ’ έναν δημόσιο διάλογο για τη θέση και τον λόγο της Εκκλησίας, που φαίνεται πως έχει αρχίσει να αποκτά ένα ευρύτερο και ουσιαστικότερο ενδιαφέρον και στο πλαίσιο του οποίου η ίδια η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι αμέτοχη.

Βασίλης Χριστοδούλου (ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής)

Το γιατί ένα άτομο γίνεται ομοφυλόφιλο είναι κάτι που απασχολεί έντονα την Επιστήμη και υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις ως προς τούτο, με τη συνδρομή σημαντικών επιστημονικών πειθαρχιών, όπως η βιολογία, οι κοινωνικές επιστήμες, η ψυχανάλυση, η επιγενετική, που δίνει έμφαση στις προγενετικές εμπειρίες, κ.λπ.

Είναι κοινώς παραδεδομένο, εξάλλου, ότι το στρες των γυναικών, ειδικά σε περιόδους έντονων αναταραχών και πολέμων, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του ποσοστού των ομοφυλοφίλων. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή, σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, παραμένει ανοικτή, χωρίς να μπορεί να δοθεί μία και αποκλειστική απάντηση.

Πέρα από αυτό, όμως, σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι ομοφυλόφιλοι και που αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, γι’ αυτό το ζήτημα πρέπει να προσεγγίζεται με πολύ μεγάλη σοβαρότητα.

Δεν μπορεί η Εκκλησία να παραγνωρίζει αυτό το γεγονός και να αρθρώνει έναν λόγο μισαλλόδοξο, αντικρίζοντας τους ανθρώπους αυτούς χωρίς αγάπη και κατανόηση, μέσα από διαχωριστικές γραμμές.

Η ρητορική μίσους μπορεί να διαλαμβάνει διάφορες μορφές, από υπονοούμενα μέχρι καθαρές τοποθετήσεις, που υπονομεύουν την αρχή της ισότητας, της αλληλοαναγνώρισης και της αλληλοαποδοχής. Εν προκειμένω, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο παρελθόν έχουν ειπωθεί και πολύ χειρότερα, γεγονός που καταδεικνύει ότι το πρόβλημα είναι βαθύ και διαχρονικό.

Η Εκκλησία και οι κληρικοί πρέπει να καταλάβουν ότι ζουν σε μια συντεταγμένη Πολιτεία, με οργανωμένους θεσμούς, και δεν μπορούν να τίθενται υπεράνω αυτών των θεσμών. Οι θεσμοί ελέγχονται από κανόνες και νόμους και κανείς δεν υπέρκειται αυτών. Στην κυπριακή κοινωνία δεν λειτουργεί Σαρία, όπως σε πολλές χώρες του μουσουλμανικού κόσμου. Και θεωρώ ότι, κάποια στιγμή, οι ίδιοι θεσμοί της Πολιτείας πρέπει να λειτουργήσουν με τέτοιον τρόπο, ώστε η Εκκλησία και ο κλήρος να το αντιληφθούν.

Την ίδια ώρα, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει ευρύτερα κατανοητό ότι η ρητορική μίσους δεν αντιμετωπίζεται με άλλη ρητορική μίσους… Δεν μπορείς να κλείσεις έναν οχετό ανοίγοντας άλλον οχετό - εν τοιαύτη περιπτώσει, αυτό που θα γίνει είναι να βρομίσουμε περισσότερο. Οφείλουμε, λοιπόν, να αντιδρούμε σε τέτοιες τοποθετήσεις, αλλά κόσμια και χωρίς ακρότητες, εμμένοντας στο ουσιώδες: Ότι δεν μπορούμε να στιγματίζουμε ανθρώπους γι’ αυτό που είναι, και πρέπει να είμαστε έναντι τέτοιων τοποθετήσεων αυστηρά κριτικοί. Πρέπει, με άλλα λόγια, να αντιληφθούμε, ότι η κοινωνία είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και δεν μπορεί να κωφεύουμε απέναντι σε φαινόμενα ρατσισμού και αποκλεισμού του άλλου.

Παράλληλα, μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτειακών θεσμών, οι οποίοι δεν μπορούν να βλέπουν και να παραβλέπουν, να ακούν και να παρακούν, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Δεν νοείται να εκδηλώνονται τα ευαίσθητα αντανακλαστικά των θεσμών μόνον όταν πρόκειται για τους αδυνάμους, αλλά όχι για τους κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ισχυρούς ή τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Την ίδια ώρα, τα πρόσωπα των θεσμών θα πρέπει να σέβονται τους θεσμούς που εκπροσωπούν, αγόμενα στο ύψος των ευθυνών τους.

Εν προκειμένου, ακόμη και ένας λόγος συγκαταβατικός περί κανονικότητας και μη κανονικότητας θα πρέπει να ελέγχεται, αφού λειτουργεί διαχωριστικά και καταγγελτικά για τον άλλο και την ετερότητα. Η Εκκλησία εμφανίζεται να υπερασπίζεται μια δήθεν κανονικότητα, δίνοντας τα μέσα σε κάποιους να καταφερθούν, συχνά με βίαιο και επιθετικό τρόπο, εναντίον των θεωρούμενων μη κανονικών. Θεωρώ ότι, με αυτήν τη στάση της Εκκλησίας, μειώνεται και σπιλώνεται η ίδια η πίστη. Γιατί, αυτό το αποτέλεσμα έχει ο μισάνθρωπος και ρατσιστικός λόγος των ταγών της. Και, δυστυχώς, δεν έχουν τον Θεό τους μερικοί…

Θεόδωρος Κυριακού (θεολόγος)

Είναι προφανές ότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα άρθρωσης και εκφοράς του δημόσιου λόγου της Εκκλησίας. Δυστυχώς, η Εκκλησία σήμερα δεν αρθρώνει έναν ζείδωρο, ζωντανό λόγο για τα ζητήματα του παρόντος, αλλά επαφίεται στον κάθε ιεράρχη να εκφράζει προσωπικές απόψεις, οι οποίες, συχνά, απηχούν μεσαιωνικές αντιλήψεις και δοξασίες.

Ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε ο Μητροπολίτης Μόρφου, στιγματίζοντας τους ομοφυλοφίλους και τις μητέρες τους ως ανθρώπους, είναι απαράδεκτος. Αν είναι δυνατόν, να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο ένας ιεράρχης.

Το πιο ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι διάχυτες στην κυπριακή κοινωνία, κάτι που διαπιστώσαμε μέσα από την υποστήριξη που είχε ο κ. Νεόφυτος από αρκετούς χρήστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι έδειξαν να συμφωνούν.

Η Εκκλησία δεν θα πρέπει να αναμειγνύεται στον χώρο της Επιστήμης, ιδία, μάλιστα, για θέματα για τα οποία η ίδια η Επιστήμη δεν μπορεί να διατυπώσει έναν οριστικό, καταληκτικό λόγο.

Προβληματική είναι, ακόμη, κατά τη γνώμη μου, η διαρκής αναφορά στους αγίους γέροντες της εποχή μας και η επίκληση των όσων είπαν για διάφορα ζητήματα, καθώς, τις περισσότερες φορές, γίνεται μια αποσπασματική χρήση των λόγων τους, προς εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών. Άλλωστε και οι ίδιοι οι άγιοι μπορεί να κάνουν λάθος, δεν είναι αλάθητοι. Και, προφανώς, δεν πρόκειται ούτε για καφετζούδες, ούτε για μέντιουμ. Υπάρχει ζώσα η μεγάλη αγιοπατερική παράδοση και μέσα από αυτήν οφείλει η Εκκλησία να αντικρίζει τα κρίσιμα προβλήματα της εποχής.

Εν προκειμένω, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κάτι ανάλογο γίνεται και με τις προφητείες, με κάποιους ιεράρχες, όπως ο Μόρφου, να ισχυρίζονται ότι ήδη έχουμε εισέλθει στην ιστορική διαδικασία εκπλήρωσης των προφητειών, κατά τόπο και χρόνο, κάτι που δεν ισχύει.

Φρονώ, λοιπόν, πως για το όλο θέμα θα πρέπει να παρέμβει άμεσα και ουσιαστικά η Ιερά Σύνοδος, αλλά αμφιβάλλω αν θα το πράξει. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κουβαλά τα βαρίδια ανάλογων τοποθετήσεων – να υπενθυμίσω μόνον τη δήλωσή του ότι η Εκκλησία θα δημιουργήσει δικά της σχολεία για να διορθώσει τους «παρεκκλίνοντες» και τους ομοφυλόφιλους.

Συνοδικός λόγος σημαίνει άρθρωση λόγου αληθείας και δεν μπορεί να περνούν απαρατήρητα τέτοια φαινόμενα. Και ο ίδιος ο Μητροπολίτης Μόρφου όφειλε να ζητήσει δημοσία συγγνώμη προς το ποίμνιό του για τον σάλο που προκάλεσε.

Κλείνοντας, θα πρόσθετα ότι, εάν η Εκκλησία εξέφραζε, πραγματικά, έναν λόγο ζωής, θα τον εξέφραζε και ενώπιον ενός ακροατηρίου προβληματισμένου και κριτικά σκεπτόμενου και όχι ενώπιον ενός κοινού που δεν μπορεί να διανοηθεί καν την αμφισβήτηση των όσων λέγονται από καθέδρας.

Τίτος Χριστοδούλου (φιλόσοφος)

Ώστε... του 'βρωμούν' οι ομοφυλόφιλοι; Όπως τον Χίτλερ που έφτιαξε γι' αυτούς το Άουσβιτς; Σύγκρουση Εκκλησίας ή ιεράρχη και ομοφυλοφίλων, με τον Μητροπολίτη Μόρφου να επανέρχεται κατά της ομοφυλοφιλίας προσθέτοντας αφιονισμένους περί... δυσωδίας χαρακτηρισμούς στην περίεργη 'επιστημονική' αιτιολογία της και την Accept (οργάνωση των ομοφυλοφίλων) να ετοιμάζει μηνύσεις. Περί δίκιου λόγος, περί δικαίου μέτρα. Μπορεί να υπάρξει το πρώτο ή μπορεί να λύσει το θέμα το δεύτερο; Τι λέγουν οι φιλόσοφοι; Υπάρχει εδώ το φυσικό και το αφύσικο, μπορεί να ορίζεται νομικώς ή αστυνομικώς μια τέτοια διάκριση και μπορεί να αστυνομεύεται ή ΄θεραπεύεται' ως 'άρρωστη' ή ως 'αρρωστημένη' η επιθυμία;

Δυσωδία, λοιμώξεις, μολύνσεις; Η 'pollution', της Mary Douglas. Λάθος ύλη σε λάθος μέρος. Και λάθος χρόνο.

Αμόλυντος ο αναμάρτητος - δηλαδή ο μη παραβιάζων τις φυσικές και ομαλές, δηλαδή υγιείς ταξινομήσεις. Καρδίαν καθαράν Κύριος ουκ εξουθενώσει.

Οι απολυμάνσεις; Βουντού, ξορκισμοί και μαγικές ράβδοι; Εν γένει ραβδισμοί, αυτοραβδισμοί με το φραγγέλιο, απειλή αιωνίων βασάνων, στα κατώτατα και πυρόκαυστα του ηθικού σύμπαντος. Ο Σαβοναρόλα. Flesh Inferno.

Εγκλεισμός; Δηλαδή κάθαρση της κοινωνίας από τα ρυπαρά και μολυσματικά. Εδώ κι αν το φιλοσοφείς, με τον Φουκώ και τις περί εγκλεισμού θεωρίες του.

Χώροι του λευκού

Άσπρη πέτρα ξέξασπρη. Τα βασικά χρώματα είναι τρία. Στο Νοσοκομείο τα εξής ένα. Το λευκό. Χώροι και χρώμα της αποστείρωσης, του εγκλεισμού, της ανοσοποίησης. Του καθαρμού του καθαρού από το ακάθαρτο, με το βρόμικο να ορίζεται (να αφορίζεται, διαφορίζεται και εξορίζεται), μας είπεν η Mary Douglas, ως λάθος ύλη σε λάθος μέρος.
Διά την εαυτού ασφάλειαν, αλλά και της κοινωνίας.
Στις κοινωνίες του εγκλεισμού και της αστυνόμευσης. Μας λένε και οι μεταμοντέρνοι, οι Φουκώ. Δι' ημάς τους εγκλείστους, τους φουκαράδες.

Κάποιος να ανάψει τα φώτα; Ως ο διαφωτισμός να μην έλαβε ποτέ χώραν.

Έρως και Αμαρτία (ή Έρως και Θάνατος); Γιατί η Εκκλησία αστυνομεύει την επιθυμία και τιμωρεί τον έρωτα;

Έρως και Θάνατος. Κι η ορίζουσα την αμαρτία και διά της Αμαρτίας Εκκλησία. Η αστυνόμευση της ανθρώπινης, ερωτικής επιθυμίας. Αφού, από τον καιρό των Εβραίων και της 'guiltless guilt' που τους ορίζει - σκεφθείτε τον Γερμανοεβραίο Κάφκα - η Εκκλησία ριζώνει και αντλεί δύναμη και νομιμοποίηση από την αστυνόμευση τής ερωτικής (και όχι μόνο) επιθυμίας, την 'ύλη' που ορίστηκε από τον Πλωτίνο και τους νεοπλατωνικούς ως πηγή και ως συνώνυμη του Κακού. Το προπατορικό αμάρτημα, η αναίτια ενοχή...

Επιθυμία που στον Τριστάνο και την Ιζόλδη - το μνημειώδες του 'Έρωτος στην Δύση" ιστόρημα κατά τον Rougement - αποπνευματοποιείται αναβάλλουσα την εκπλήρωση έξω από την σωματική ύπαρξη, στην άλλη, αγγελική ζωή. Η αγεφύρωτη τώρα διαφορά ανάμεσα στο σημείο και το σημαινόμενο, η βάσανος της γλώσσας, του λόγου που χωρίζει όσα η επιθυμία στην αλήθεια της, ή τον ίμερο της γνώσης, θέλει να ενώσει. Ο Παράδεισος πρέπει πάντα να είναι αλλού, ολοέν να περιμένει... Η ριζική, αιώνια του Νοήματος διαφορά. Μέλλοντα ταύτα, προείδε και ο Πλάτων...

Μύθος και σεξουαλικότητα
Πώς μυθικά αρχέτυπα, από τους Ορφικούς μύθους, μέσα από τον Πυθαγορισμό και τον Νεοπλατωνισμό και την ενσωμάτωσή των στον Χριστιανισμό κατέλιπαν την βαθιά χαραγμένη στον αξιακό κι ηθικό μας ορίζοντα, στην Δύση, αντίληψη της δυαδικότητας της ανθρώπινης φύσης.
Το σωματικό, υλικό κι ορεκτικό 'υπό κάτω' της ερωτικής επιθυμίας ως έδρας και πηγής του κακού αντιπαραβαλλόμενο προς την ανώτερη, πνευματική, ασκητική 'άνω θρώσκουσα' προς το θείον ανθρώπινη φύση: πόλωση που στους αιώνες εκφράστηκε ως ανταγωνισμός του Αρσενικού προς την καταλύουσα απειλή του Θηλυκού ή, στο Μεσαιωνικό πρότυπο του Τριστάνου και της Ιζόλδης, μια ιδανική ηθική 'εκπλήρωση' μέσα από την συνεχή άρνηση και ακύρωση.

Ο Έρως κι η σεξουαλικότητα όχι ως πολιτισμική σταθερά, αλλά ως ιστορικά μεταβαλλόμενη, ανοικτή κι άπειρη ανθρώπινη δυνατότητα.