Αποτροπής επερχόμενος ρεαλισμός

«Μεσούντων των παράνομων τουρκικών γεωτρήσεων εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και της ταυτόχρονης προβολής απειλών εκ μέρους της Άγκυρας, εμφανίζεται έκδηλη η τάση του κυπριακού πολιτικού συστήματος να προτείνει επανέναρξη των συνομιλιών, εν είδει ανεξήγητου και πολιτικά αφελούς κατευνασμού του τουρκικού παράγοντα»

Σήμερα η Τουρκία ενόψει των εν εξελίξει γεωτρήσεων που λαμβάνουν χώραν στην Κυπριακή ΑΟΖ από διεθνή εταιρικά σχήματα, όπως της ExxonMobil και της Total, προβάλλει την αξίωση για σύμπραξη εκ μέρους δήθεν των Τουρκοκυπρίων στις σημαντικές ενεργειακές πρωτοβουλίες που λαμβάνουν χώραν στην κυπριακή θαλάσσια επικράτεια. Ο τουρκικός στόχος είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού: Η Άγκυρα επιδιώκει με τη συνέργεια του τουρκικού παράγοντα ως ισοτίμου εταίρου στις διεθνείς, γεωστρατηγικά σημαντικές για την Κύπρο πρωτοβουλίες, που διενεργούνται στην κυπριακή ΑΟΖ, να αποκομίσει τοιουτοτρόπως γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά οφέλη χωρίς κανένα κόστος.

Μεσούντων των παράνομων τουρκικών γεωτρήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ και της ταυτόχρονης προβολής απειλών εκ μέρους της Άγκυρας, εμφανίζεται έκδηλη η τάση του κυπριακού πολιτικού συστήματος να προτείνει επανέναρξη των συνομιλιών, εν είδει ανεξήγητου και πολιτικά αφελούς κατευνασμού του τουρκικού παράγοντα.

Ο διάλογος, ο οποίος βρίσκεται επί θύραις, συνιστά μία συνθήκη διαπραγμάτευσης ανίσων, στον βαθμό που η Κυπριακή Δημοκρατία ευρίσκεται σε πλήρη άμυνα, η τουρκική θέση ενισχύεται συνεχώς, όχι μόνο επί του εδάφους, αλλά και στη θάλασσα και με δεδομένο το γεγονός της αδυναμίας του διεθνούς δικαίου να εφαρμόζεται ενιαίως, καθολικώς και αδιαιρέτως, αλλά μόνο εφόσον έχεις τη δύναμη να το επιβάλεις, πράγμα που ως γνωστόν δεν συμβαίνει στην κυπριακή περίπτωση.

Η επανέναρξη διαπραγματεύσεων εν είδει πενταμερούς ή οποιουδήποτε άλλου σχήματος, των τουρκικών παρανόμων γεωτρήσεων εν πλήρη εξελίξει, δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τις τουρκικές κινήσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώραν τόσο επί του εδάφους, όσο και στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, της περιοχής της Καρπασίας και της νότιας θαλάσσιας ζώνης μη υπολειπομένης. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία επιχειρεί τακτικές περικύκλωσης της κυπριακής επικράτειας κλείνοντας την Κύπρο, όχι μόνο στον βορρά, αλλά και στον νότο μέσω θαλάσσης.

Ενώ κατά τα ανωτέρω η Τουρκία προβαίνει σε διεθνώς παράνομες κινήσεις στη θάλασσα και επί του εδάφους, ο Ελληνισμός αγνοεί τα δεδομένα της τουρκικής επιθετικής στρατηγικής και προσχωρεί σε ένα παλαιόθεν ισχύον ριτουάλ διαπραγμάτευσης ανεξαρτήτως ελληνικών επιδιωκομένων στόχων, δηλαδή «διαπραγμάτευση για τη διαπραγμάτευση». Αυτή είναι μία ατυχής αντίληψη της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, η οποία δεν αντιλαμβάνεται ότι η διαπραγμάτευση οφείλει να λαμβάνει χώραν μόνον εφόσον υπάρχει προσδοκία ικανοποίησης εθνικού συμφέροντος από την διαδικασία που επέρχεται. Η διαπραγμάτευση συνιστά ένα μέσο που χρησιμοποιούν οι χώρες στη στρατηγική τους για να επιτύχουν στόχους, όχι για να έχουν απώλειες στις εθνικές τους υποθέσεις ή να κατευνάσουν την άλλη πλευρά, πολλώ δε μάλλον ακολουθώντας μιαν απολύτως ασαφή διαπραγματευτική διαδρομή.

Ενόψει των επερχόμενων διαπραγματεύσεων εκδηλώνεται από τουρκικής πλευράς η παραδοσιακά προβαλλόμενη θέση περί αφενός ενδεχόμενης ενσωμάτωσης των κατεχομένων στην τουρκική επικράτεια ή της επιδίωξης της διεθνούς αναγνώρισης του βορείου τμήματος ως ανεξάρτητου κράτους, δηλαδή της επισημοποίησης της διχοτόμησης της Κύπρου σε διαδικασίες που επιφέρουν συνθήκες μη αναστρέψιμες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται προδήλως η ενίσχυση της τουρκικής διαπραγματευτικής θέσης, μεγιστοποιούνται ταυτόχρονα οι εκβιαστικές πιέσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά για λύση, ενδυναμώνοντας παράλληλα πολιτικές αντιλήψεις εν Κύπρω και εν Ελλάδι που συνηγορούν στην ιδέα της λύσης ανεξαρτήτως προνοιών που να απεικονίζουν το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα.

Για τους γνωρίζοντες την τουρκική στρατηγική σε σχέση με την Κύπρο, η ανωτέρω προβαλλόμενη απειλή δεν απηχεί τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας, αφού ως γνωστόν η Τουρκία από τη δεκαετία του 1950 ακολούθησε με συνέπεια στρατηγικές κινήσεις που επεδίωκαν να επιφέρουν τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου και όχι του βορείου μέρους της μόνο. Συνεπώς οι προβαλλόμενες και ως απειλές, λύσεις διχοτόμησης της Κύπρου κατά τα ανωτέρω δεν ανταποκρίνονται σε κανένα σενάριο αληθών επιδιώξεων της Άγκυρας, αλλά αποτυπώνουν τακτικές κινήσεις.

Ως εκ τούτου, γνωστής ούσης της τουρκικής στοχοθεσίας, Αθήνα και Λευκωσία, αντί να προστρέχουν σε ανώφελες κινήσεις επανέναρξης ενός άκαρπου διακοινοτικού διαλόγου, οφείλουν να κινηθούν προς την κατεύθυνση της «αγοράς» χρόνου, στοχεύοντας στη θωράκιση της κυπριακής θαλάσσιας ζώνης, συνομολογώντας προς τούτο ισχυρές αμυντικές συμμαχίες και αξιοποιώντας τη συγκυρία της τουρκικής διεθνούς απομόνωσης, με μόνιμο μέλημα την έτι περαιτέρω διεθνή στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προς τούτο υπενθυμίζεται το παλαιόθεν εκπονηθέν Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου, το οποίο αποσκοπούσε στην ενδυνάμωση της παρουσίας του ελληνικού κράτους ως δύναμης υποστήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεδομένης ούσης της κοινής απειλής και με περαιτέρω στόχο τη διαπραγματευτική ενδυνάμωση της Κύπρου και ταυτόχρονη αναβάθμιση της γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής παρουσίας της Ελλάδος στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Οι συνθήκες σήμερα εμφανίζονται απολύτως πρόσφορες για την πραγμάτωση μιας σύγχρονης εκδοχής του παραπάνω Δόγματος, αποσκοπούντος στη σύζευξη Αθηνών και Λευκωσίας με Ιερουσαλήμ και Κάιρο αντιστοίχως.

Η κατά τα ανωτέρω συνομολόγηση αμυντικών συμμαχιών, επιβάλλεται να αποτελεί μέρος στρατηγικού σχεδίου για την ανάπτυξη μιας μακράς διαδρομής στρατηγικής του Ελληνισμού στην περιοχή.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο