Αναλύσεις

Η ασφάλεια της Κύπρου στη διεθνή διάσκεψη

Στο ευρύ κοινό και όχι μόνο, υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι μια μελλοντική διεθνής διάσκεψη (τύπου Γκραν Μοντανά) θα ασχοληθεί με το ζήτημα της ασφάλειας που θα έχει η Κύπρος μετά τη λύση και οι αποφάσεις που θα ληφθούν, θα περιληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας που θα επιτευχθεί

Παρά το γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις για συμφωνία επί των όρων αναφοράς δεν κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα, εντούτοις, η απόφαση των εμπλεκομένων για συνέχιση της διαδικασίας, αφήνει ανοικτή την προοπτική για τα επόμενα βήματα που θα οδηγήσουν στη σύγκληση της διεθνούς διάσκεψης για οριστική λύση του Κυπριακού. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι στην παρούσα περίοδο οι συνθήκες είναι δυσμενείς για τη πλευρά μας, από την άλλη όμως γνωρίζουμε ότι οι συνομιλίες είναι ο μοναδικός τρόπος επίλυσης διεθνών διαφορών και προβλημάτων. Ο πόλεμος δεν επιλύει προβλήματα. Παράγει πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία οι συνομιλητές χρησιμοποιούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν. Με την ελπίδα ότι θα επαναρχίσουν ουσιαστικές συνομιλίες, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ σε κάποια καίρια σημεία επί των ζητημάτων της ασφάλειας.

Διεθνής διάσκεψη και ασφάλεια

Στο ευρύ κοινό και όχι μόνο, υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι μια μελλοντική διεθνής διάσκεψη (τύπου Γκραν Μοντανά) θα ασχοληθεί με το ζήτημα της ασφάλειας που θα έχει η Κύπρος μετά τη λύση και οι αποφάσεις που θα ληφθούν, θα περιληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας που θα επιτευχθεί. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί, γιατί σύμφωνα με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο 4 της Συνθήκης της Λισσαβώνας), η ασφάλεια των κρατών αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των κρατών. Κατά συνέπεια, τα θέματα ασφάλειας ούτε μπορούν να συζητηθούν στη διεθνή διάσκεψη, ούτε και να περιληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας λύσης του Κυπριακού. Αυτά θα περιληφθούν στο νέο Σύνταγμα του κεντρικού κράτους και ενδεχομένως σε μια συνθήκη συμμαχίας με γειτονικές χώρες. Αν ανατρέξουμε στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, θα δούμε ότι στη συμφωνία εγκαθίδρυσης της ΚΔ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη για την ασφάλεια. Τα ζητήματα ασφάλειας περιλήφθηκαν στο Σύνταγμα της ΚΔ και στη συνθήκη συμμαχίας, κείμενα τα οποία συντάχθηκαν και υπογράφτηκαν μετά την εγκαθίδρυση της ΚΔ.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι, με τι θα ασχοληθεί μια διεθνής διάσκεψη με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων; Η απάντηση είναι απλή. Με τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού που περιλαμβάνει τη κατάργηση της συνθήκης εγγυήσεων και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Ούτε η συνθήκη εγγυήσεων ούτε η παρουσία ξένων στρατευμάτων έχουν σχέση με την ασφάλεια του νέου κράτους, που θα προκύψει από μια λύση του Κυπριακού. Μπορεί η συνθήκη εγγυήσεων να αναφέρει στο άρθρο II ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις εγγυώνται την ασφάλεια της ΚΔ, όμως αυτή η ασφάλεια αναφέρεται σε πολιτικής φύσεως δράσεις των εγγυητριών δυνάμεων είτε από κοινού είτε μεμονωμένα, στην περίπτωση που διαταραχθεί η συνταγματική τάξη της ΚΔ. Επ’ αυτού υπάρχουν δύο γνωματεύσεις, η μία της νομικής υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας των ΗΕ όταν την ζήτησε η ελληνική αντιπροσωπία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της συνθήκης το 1959 και η άλλη του εξειδικευμένου στο Διεθνές Δίκαιο νομικού οίκου Frank Soskice του Λονδίνου, στον οποίο αποτάθηκε ο Μακάριος το 1963, όταν ετοίμαζε τα 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Και οι δύο γνωματεύσεις αναφέρουν ότι η ανάληψη δράσης (to take action) από τις εγγυήτριες δυνάμεις, όπως καθορίζεται στο άρθρο IV της συνθήκης, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει χρήση στρατιωτικών μέσων, γιατί το μόνο αρμόδιο όργανο που μπορεί να αποφασίσει τη χρήση ένοπλης βίας είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Στη βάση των παραπάνω, θεωρώ λανθασμένη την άποψη που διατύπωσε ο ΓΓ του ΟΗΕ στο Γκραν Μοντανά ότι η συνθήκη εγγυήσεων θα πρέπει να αντικατασταθεί με ένα σύγχρονο σύστημα ασφάλειας. Με κανένα άλλο σύστημα ασφάλειας δεν μπορεί να αντικατασταθεί η συνθήκη εγγυήσεων, παρά μόνο με την κατάργησή της. Το σύστημα ασφάλειας, που θα έχει η Κύπρος, αν δηλαδή θα έχει ένοπλες δυνάμεις ή όχι, αν θα συνάψει συμμαχίες με άλλα κράτη ή θα ενταχθεί σε ένα συλλογικό σύστημα ασφάλειας π.χ. ΝΑΤΟ, θα αποφασισθεί από το κεντρικό κράτος της Ομόσπονδης Κύπρου, που θα είναι και το υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει ο ΓΓ του ΟΗΕ ή τουλάχιστον να συμβουλευόταν τους νομικούς του συμβούλους.

Αποστρατιωτικοποίηση

Οι θιασώτες της αποστρατιωτικοποίησης είναι καιρός να αντιληφθούν ότι καμιά συμφωνία λύσης του Κυπριακού δεν πρόκειται να περιλαμβάνει την αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου, διότι αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με το Διεθνές όσο και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τόσο το Διεθνές όσο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθορίζουν σαφώς ότι το θέμα της ασφάλειας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών, τα οποία διατηρούν το δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας. Πέραν τούτου, και τα δύο αυτά κορυφαία κείμενα του Διεθνούς Δικαίου, υποχρεώνουν τα κράτη όχι απλώς να έχουν ένοπλες δυνάμεις αλλά και να τις ενισχύουν (άρθρο 45 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο 47.3 της Συνθήκης της Λισσαβώνας). Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που κανένα κράτος σήμερα δεν είναι αποστρατιωτικοποιημένο με διεθνή συμφωνία. Κάποια μικρά κράτη που δεν έχουν ένοπλες δυνάμεις, έτσι αποφάσισαν τα ίδια, διατηρούν όμως το δικαίωμα να αποκτήσουν όποτε το αποφασίσουν. Στο δε διεθνές λεξιλόγιο, μπορεί κανείς να βρει τις φράσεις «αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη» ή «αποστρατιωτικοποιημένη περιοχή», όχι όμως «αποστρατιωτικοποιημένο κράτος». Με δεδομένο δε ότι ο Καταστατικός Χάρτης υπερισχύει κάθε άλλης συνθήκης, ακόμα και στην περίπτωση που περιληφθεί στη συμφωνία λύσης η αποστρατιωτικοποίηση, αυτή μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή από το νέο κράτος που θα προκύψει από τη λύση. Αυτό άλλωστε συνέβη με τη Γερμανία, η οποία με τη συνθήκη του Πότσδαμ (1945) υποχρεούτο να είναι αποστρατιωτικοποιημένη. Με την ίδρυση όμως λίγο αργότερα του ΟΗΕ, η Γερμανία, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, εξοπλίστηκε και κατέστη μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις του ΝΑΤO. Η Ελλάδα, επίσης, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) ήταν υποχρεωμένη να τηρεί τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αποστρατιωτικοποιημένα, όπως και τα Δωδεκάνησα με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947). Με την ίδρυση της στρατιάς του Αιγαίου από την Τουρκία μετά το 1974, η Ελλάδα επικαλούμενη το δικαίωμα της αυτοάμυνας, εξόπλισε και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα χωρίς καμιάν αντίδραση, παρά μόνο από την Τουρκία.

*Αντιστράτηγος ε.α.