Αναλύσεις

Χριστόφορος Ευαγγελίδης: Στερνός χαιρετισμός σ’ έναν αγνό αγωνιστή της ΕΟΚΑ

Ένα βλαστάρι της ηρωικής Ποταμίτισσας, που έμεινε, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, πιστός στον όρκο του, προσηλωμένος στα αθάνατα ελληνοχριστιανικά ιδανικά, που σήμερα αποτελούν αντικείμενο ειρωνείας και αμφισβήτησης στην πολύπαθη ελληνική ιδιαίτερη πατρίδα μας

Ένα εκλεχτό μέλος της, τον Χριστόφορο Ευαγγελίδη του Προκόπη, έχασε πρόσφατα η οικογένεια των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Ένα βλαστάρι της ηρωικής Ποταμίτισσας, που έμεινε, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, πιστός στον όρκο του, προσηλωμένος στα αθάνατα ελληνοχριστιανικά ιδανικά, που σήμερα αποτελούν αντικείμενο ειρωνείας και αμφισβήτησης στην πολύπαθη ελληνική ιδιαίτερη πατρίδα μας.

Από νεαρή ηλικία, μαθητής της τέταρτης τάξης του Απεήτειου Γυμνασίου Αγρού, είχε ενταχθεί στη θρυλική ΕΟΚΑ και πρόσφερε τις υπηρεσίες του μέχρι τη μέρα που ο Αρχηγός Διγενής διέταξε κατάπαυση του πυρός. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, ταπεινός και ευσεβής, όπως οι περισσότεροι αγωνιστές της γενέτειράς του Ποταμίτισσας, ουδέποτε επικαλέστηκε την αγωνιστική του ιδιότητα για να ζητήσει βοήθεια ή εύνοια από το κράτος.

Τον αείμνηστο Χριστόφορο Ευαγγελίδη τον γνώρισα όταν έγραφα το ανέκδοτο ακόμη βιβλίο μου «Ποταμίτισσα - Το Σούλι της ΕΟΚΑ». Μου τον γνώρισε ο φίλτατος συναγωνιστής και συγχωριανός του, στρατηγός εν αποστρατεία Λουκής Αυγουστίδης. Συναντηθήκαμε για να του πάρω συνέντευξη, όπως έκανα με όλους τους επιζώντες, μέχρι τότε που έγραφα το βιβλίο, αγωνιστές της Ποταμίτισσας.

Η πρώτη ερώτηση που του υπέβαλα ήταν ποιος τον μύησε και κάτω από ποιες συνθήκες. Και η απάντηση ήταν άμεση: «Στην ΕΟΚΑ με μύησε ο συμμαθητής και φίλος μου Αντρέας Λουκαΐδης, αδελφός της Ειρήνης Τσαγκάρη, συζύγου του ήρωα του Πελεντριού Σωτήρη Τσαγκάρη. Πηγαίναμε πάντοτε μαζί περπατητοί καθημερινά από την Ποταμίτισσα στο Απεήτειο Γυμνάσιο Αγρού, όπου φοιτούσαμε στην τέταρτη τάξη και το απόγευμα γυρίζαμε πάλι από το μονοπάτι στο χωριό μας».

Μια μέρα που οι δυο φίλοι γύριζαν στο χωριό τους από τον Αγρό, μετά από συγκρούσεις με τον στρατό στους δρόμους του χωριού, μιλούσαν για την ΕΟΚΑ και το χρέος των νέων ν’ αγωνιστούν για την ελευθερία και την Ένωση της Κύπρου με τη Μάνα Ελλάδα. Τότε, ο Αντρέας τον ρώτησε: «Χριστόφορε, είσαι πρόθυμος να μπεις στην ΕΟΚΑ και να συνεργαστείς μαζί μου;». Κι ο Χριστόφορος, κοιτάζοντάς τον κατάματα, του απάντησε: «Ρε Αντρέα, με ρωτάς αν είμαι έτοιμος να μπω στην ΕΟΚΑ; Μέχρι τώρα που δεν ήμουν μυημένος παρέλειψα καμιά φορά να συμμετάσχω στις μαχητικές διαδηλώσεις και τον πετροβολισμό των στρατιωτών του Χάρντιγκ; Είμαι πανέτοιμος Αντρέα να ορκιστώ στην ΕΟΚΑ και, αν χρειαστεί, να δώσω και τη ζωή μου για την Ένωση της Κύπρου μας με τη Μάνα Ελλάδα».

Μόλις κατέβηκαν οι δυο φίλοι στο χωριό, ο Αντρέας όρκισε τον Χριστόφορο κι από εκείνη τη στιγμή άρχισε η στενή αγωνιστική συνεργασία τους. Μαζί τους και οι συμμαθητές συγχωριανοί τους Τάσος Παπα-αγαθοκλή και Χριστόφορος Ματθαίου. Αποστολή τους η μεταφορά αλληλογραφίας και η ρίψη φυλλαδίων στο πρώτο στάδιο. Αργότερα, η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών, ιδιαίτερα χειροβομβίδων, που κατασκεύαζε ο αείμνηστος ήρωας Στυλιανός Λένας, που λημέριαζε συχνά στην Ποταμίτισσα. Μου είπε χαρακτηριστικά ο αείμνηστος Χριστόφορος: «Ήμασταν τότε νεαροί μαθητές, αλλά η καρδιά μας παλλόταν από εθνική περηφάνια και αγωνιστική διάθεση. Διψούσαμε για δράση και ήμασταν πάντα πρόθυμοι να εκτελέσουμε, χωρίς καμιάν αντιλογία, κάθε εντολή της ΕΟΚΑ. Ποτέ δεν λογαριάσαμε κινδύνους. Ήμασταν έτοιμοι για κάθε αποστολή, όσο επικίνδυνη και να ήταν».

Από τον Αγρό οι νεαροί μαθητές μετέφεραν τις βόμβες στην Ποταμίτισσα κι από εκεί μεταφέρονταν σε γειτονικά χωριά. Ο Χριστόφορος είχε αναλάβει τη μεταφορά των βομβών στο Πελέντρι. Είχε συγγενείς εκεί και η συχνή παρουσία του δεν κινούσε καμιά υποψία στους περίεργους. Μού είπε χαρακτηριστικά: «Η μάνα μου ήταν από το Πελέντρι και είχε τρεις αδελφούς που κατοικούσαν εκεί. Τον Παναγή, τον Φιλιππή και τον Γιαννή. Πήγαινα στο σπίτι του θείου μου Παναγή, που γνώριζα καλά τα πατριωτικά του αισθήματα και τον εμπιστευόμουν απόλυτα. Ήξερα ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και πήγαινα κατ’ ευθείαν κοντά του. Εκεί με περίμενε πάντοτε ο Γιώργος Οικονόμου, στον οποίο έδινα τις βόμβες και γύριζα περπατητός στην Ποταμίτισσα».

Η αγωνιστική δράση του Χριστόφορου συνεχίστηκε αμείωτη, μέχρι τη λήξη του αδικαίωτου Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Κι ο Χριστόφορος ουδέποτε μίλησε για την προσφορά του, ούτε ζήτησε καμιάν αμοιβή ή άλλη βοήθεια. Έμεινε πιστός στον όρκο του και με θλίψη έβλεπε αγωνιστές να διεκδικούν δάφνες, τιμές και αξιώματα, που οι πιο πολλοί δεν τα άξιζαν. Δεν απέκρυβε την πικρία του για το θλιβερό κατάντημα πρώην αγωνιστών να πρωτοστατούν σε εκδηλώσεις ζημιογόνες για τον αγώνα του κυπριακού Ελληνισμού. Τους αποκαλούσε με περιφρόνηση «θλιβερούς ανανιστές».

Έφυγε ο Χριστόφορος πρόωρα, με τον καημό της αλύτρωτης Κύπρου, που διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο από το επεκτατικό τέρας του τουρκικού Αττίλα. Συχνά μονολογούσε: «Θα μονοιάσει ο λαός μας; Θα κάνει κάποτε ξαστεριά στην Κύπρο; Θα σωθεί η πατρίδα μας;». Κι έφυγε, χωρίς ποτέ να πάρει από κανέναν απάντηση στα βασανιστικά ερωτήματά του. Έφυγε αφήνοντας στην οικογένειά του και τους συναγωνιστές του αγαθή μνήμη ενός σεμνού αγωνιστή και απροσκύνητου Έλληνα.

Στο καλό, συναγωνιστή Χριστόφορε Ευαγγελίδη. Αιωνία η μνήμη σου.