Πολιτισμός

Αναπτήρας στο σκοτάδι

Κι όμως, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ξέθαψε, μελοποίησε και ανέδειξε στιχουργούς που δεν έγραφαν εύκολα και φτηνά λογάκια. Συνεργάστηκε με τους μεγάλους, των οποίων η γραφή αποτυπώθηκε με πυρωμένο σίδερο σε συνειδήσεις και ζωές, αλλά και με μικρούς, τους οποίους «μεγάλωσε» με τον τρόπο που μόνο ένας τόσο μαζικός τροβαδούρος θα μπορούσε να κάνει

Ο ξαφνικός θάνατος ενός αγαπημένου καλλιτέχνη πυροδοτεί μοιραία μια σειρά από αντιδράσεις. Κατ’αρχήν, υπάρχει η θλίψη για τον άνθρωπο που κατάφερε να αφήσει το καλλιτεχνικό του στίγμα. Αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, φωτογραφίες, R.I.P, τα σουξέ σε πρώτο πλάνο κι εκείνα τα «κρυμμένα», τα αδικημένα, τα «παράλληλα» που κάνουν την εμφάνισή τους μετά από μήνες ή και χρόνια σιωπής. Ιστορίες, μαρτυρίες, αναδημοσιεύσεις αναρτήσεων συγγενών και φίλων που θρηνούν ως άνθρωποι τον άνθρωπό τους.

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είχε τις ιδιαιτερότητές του. Ήταν παράξενος, με τον τρόπο του μικρού παιδιού που μεγάλωσε στην αλάνα και στην αλητεία, που δεν ανέχεται πολλά-πολλά, που αυθαδιάζει όταν εκνευρίζεται, που τα λέει ωμά και πρωτόλεια, που στις πλείστες των περιπτώσεων δεν έχει τακτ. Ένας γίγαντας-παιδί, που όταν οι φίλοι και συνάδελφοί του συζητούσαν αναλύοντας ποιητές και μιλώντας με χιλιάδες παραπομπές, εκείνος προτιμούσε τρεις-τέσσερεις φωναχτές κουβέντες και μερικές άγαρμπες χειρονομίες.

Δεν ξέρω στ’ αλήθεια κατά πόσον ο ίδιος είχε πλήρη συνείδηση των στίχων που μελοποίησε και τραγούδησε. Αν τον γνώρισες προσωπικά, μάλλον θα σου έχει περάσει κι εσένα από το μυαλό «δεν μπορεί, ο τύπος μας κοροϊδεύει όλους». Κι όμως, ξέθαψε, μελοποίησε και ανέδειξε στιχουργούς που δεν έγραφαν εύκολα και φτηνά λογάκια. Συνεργάστηκε με τους μεγάλους, των οποίων η γραφή αποτυπώθηκε με πυρωμένο σίδερο σε συνειδήσεις και ζωές, αλλά και με μικρούς, τους οποίους «μεγάλωσε» με τον τρόπο που μόνο ένας τόσο μαζικός τροβαδούρος θα μπορούσε να κάνει. Κι αυτό μόνο τυχαίο δεν (μπορεί να) είναι. Λοιπόν;

Ξεκινώντας από τον Μιχάλη Μαρματάκη και τον Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο, χαράσσοντας δρόμο με τον Ισαάκ Σούση, τον Οδυσσέα Ιωάννου και τη Λίνα Δημοπούλου και καταλήγοντας στον Μάνο Ελευθερίου και τον Μιχάλη Γκανά, ο Μαχαιρίτσας κάθε άλλο παρά «χαβαλέ» έκανε με τα τραγούδια του.

Πίσω από την υπερφίαλη εξωστρέφεια, τα δυνατά γέλια, την αγαρμποσύνη του σώματος και πολλές φορές τα ακατανόητα νεύρα πάνω στη σκηνή και μπροστά από τις κάμερες, βρισκόταν απαστράπτων ένας θησαυρός. Για να μην αναφέρουμε το μπλαζέ στυλ που έγινε αντικείμενο έντονης σάτιρας και κριτικής από γνωστούς και άγνωστους, ακόμα και από τον αδελφικό του φίλο Γιάννη Ζουγανέλη. Πάντα γελούσε. Η σάτιρα τού άρεσε πολύ, η κακεντρέχεια όχι. Και αντιδρούσε.

Μετά, είναι οι μνήμες του καθενός, οι προσωπικές γεωγραφίες της νιότης μας. Καλοκαιρινά θέατρα σε Ελλάδα, Κύπρο και εξωτερικό, νερά που εκτοξεύονται στην πλατεία και δροσίζουν την έξαψη της στιγμής, παιδιά που έπιασαν για πρώτη φορά κιθάρα με το «Ένας Τούρκος στο Παρίσι» και το «Εκεί στον Νότο», χιλιοτραγουδισμένα λόγια, ανάσες που βιάζονται να μεγαλώσουν και άλλες που δεν κατάφεραν να μεγαλώσουν παρέα με το σώμα τους.

Συνεργασίες που ήρθαν κι έμειναν: Τερμίτες, Διονύσης Τσακνής, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Πυξ Λαξ, Γιάννης Κότσιρας, Θάνος Μικρούτσικος, Σάκης Μπουλάς, Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Θηβαίος, Δημήτρης Μητροπάνος, Αντώνης Βαρδής, Αλέκα Κανελλίδου, Δήμητρα Παπίου, Χάρις Αλεξίου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ελισσάβετ Καρατζόλη, Γιώργος Μαργαρίτης, Σωτηρία Λεονάρδου και άλλοι τόσοι που αδυνατώ να τους καταγράψω υπό τον φόβο της παράλειψης έστω και του μικρότερου. Και ασφαλώς, προεξέχων στο κάδρο ο Γιώργος Νταλάρας, για τον οποίο δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι του χρωστάει μια ολόκληρη καριέρα μετά τη συμμετοχή στο «Διδυμότειχο Blues». Χρυσές τομές, σωστές στιγμές, κατάλληλες συγκυρίες, ευτυχείς συναντήσεις. Συγχρονισμός με τον ρυθμό του όλου. Κι εμείς απλώς να αφομοιώνουμε.

Κανείς από όσους γνωρίζω δεν θεωρούσε τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ως τον «αγαπημένο του» καλλιτέχνη, ειδικά όταν το παιχνίδι παιζόταν στο τερέν των συγκρίσεων. Όσο κι αν τα τραγούδια του γέμιζαν τις κασέτες και τα cd μας, τις συλλογές και τα soundtrack των προσωπικών στιγμών, όσο κι αν το repeat είχε γίνει δεύτερη φύση μας, κανείς δεν τον τοποθετούσε στην κορυφή της λίστας. Γιατί; Μυστήριο.

Τι μένει λοιπόν από το μουσικό πέρασμα του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στις ζωές μας; Θα συμφωνήσω ότι καθένας μας κρατάει ό,τι του ταιριάζει και χτίζει την προσωπική του μυθολογία μακριά από γενικεύσεις και κοινότυπα συμπεράσματα. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: όσοι ενηλικιωθήκαμε τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες ακούγοντας ελληνικό τραγούδι, πάντα θα ανατριχιάζουμε στις πρώτες νότες του «Πόσο σε θέλω» και πάντα θα επιστρέφουμε -έστω νοητά, έστω για λίγο- στις καλοκαιρινές συναυλίες όπου όλο μας το φως γινόταν ένας υψωμένος αναπτήρας μέσα στο σκοτάδι.

ΥΓ: Το πρώτο τραγούδι που μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα για τον θάνατό του ήταν το «Ημίφως», το οποίο με τη σειρά του με πήγε 21 χρόνια πίσω, στη Μαρία, στον Κωστάκη, στην παρέα του 2ου Γυμνασίου Σαλαμίνας και στις φιλόδοξες κιθάρες μας.