Πολιτισμός

Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ λατρεύει τις τελείες και μισεί τα θαυμαστικά

Σε μια εποχή που τα θαυμαστικά κυριαρχούν στη δημόσια, την ιδιωτική και την εμπιστευτική ζωή μας, έχοντας πληθωριστεί και χάσει την ουσία και την αξία τους, η επιστροφή στην τελεία ίσως είναι μια λύση, προκειμένου να πατήσουμε πιο σταθερά στον λόγο, να πούμε λιγότερα λόγια, να μας δοθεί ο χρόνος να σκεφτούμε περισσότερο πριν πράξουμε

Με… «Τρεις τελείες», ο Χρήστος Α. Μιχαήλ μάς καλεί να κάνουμε στάση και να αφουγκραστούμε, ερωτηματικά και δημιουργικά, τον θάλλοντα αναβρασμό της ύπαρξης. Να ακούσουμε μέσα και έξω από μας, ώστε να αρθρώσουμε έναν πιο στέρεο λόγο, αλλά και να ορθωθούμε μέσα του, πιο στέρεοι, οι ίδιοι.

Τρεις τελείες… Τι πρέπει να καταλάβουμε; Αισθάνομαι ότι μας παροτρύνεις να αντικρίσουμε την ύπαρξή μας μέσα από τα… σημεία στίξης.

Από τα σημεία στίξης, η τελεία είναι σίγουρα το αγαπημένο μου. Δεν είναι μόνο η στιβαρότητα του πνεύματος που αποδίδει σε μια πρόταση το τετελεσμένο, το “δεν έχει παρακάτω”, αλλά και το γεγονός ότι αποτελεί το κύριο συστατικό για πολλά άλλα σημεία στίξης. Σε κάθε περίπτωση, μάλλον θα το γνωρίζεις, αποστρέφομαι το θαυμαστικό. Πολύ όμως. Σε μια εποχή που τα θαυμαστικά κυριαρχούν στην δημόσια, την ιδιωτική και την εμπιστευτική ζωή μας, έχοντας πληθωριστεί και χάσει την ουσία και την αξία τους, η επιστροφή στην τελεία ίσως είναι μια λύση, προκειμένου να πατήσουμε πιο σταθερά στον λόγο, να πούμε λιγότερα λόγια, να μας δοθεί ο χρόνος σκεφτούμε περισσότερο πριν πράξουμε. Εξάλλου, από μόνη της η διαδικασία της γραφής του συγκεκριμένου βιβλίου πάτησε πάνω σε γρήγορες αποφάσεις, ακαριαίες πράξεις και γεγονότα εναλλάσσονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στο κείμενο του βιβλίου, ένα ποίημα 64 αυστηρά δομημένων στροφών, με μέτρο και σφιχτές ρίμες, δεν θα συναντήσει κανείς πληθώρα σημείων στίξης, αλλά οι παύσεις και το πνεύμα της ανάγνωσης εμπνέονται με διάφορους τρόπους. Είναι σαφές, δεν έχει ερωτηματικά. Σε οδηγεί. Εξάλλου, η φόρμα του βιβλίου είναι από μόνη της “προφορική” σε έναν ρυθμό που, όσοι τουλάχιστον μιλάμε την ελληνική γλώσσα, τον περιέχουμε από πάντα και για πάντα.

Ένα τραγουδιστό ποίημα

Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη φόρμα;

Πρώτον, η προφορικότητα που μόλις ανέφερα. Ένα έμμετρο, ομοιοκατάληκτο ποίημα προφέρεται, “τραγουδιέται”, αν θέλεις, από μόνο του, με τον τρόπο που περπατιέται με άνεση ένα δρομάκι στη Χρυσαλινιώτισσα. Έχω τη μια μου ρίζα στο ελληνικό τραγούδι και μοιραία τραβάω νερό από εκεί. Οι ποιητές του ελληνικού τραγουδιού μάς δίδαξαν πολλά και υπάρχουν και άλλες τάξεις ακόμα για να δώσουμε εξετάσεις και να προαχθούμε. Δεύτερον, οι περιορισμοί στη διαδικασία της δημιουργίας μού ασκούν μια απίστευτη γοητεία. Δεδομένου - βεβαίως - ότι αυτοί τίθενται από εμένα τον ίδιο και όχι από κάποιον άγραφο νόμο του λογοτεχνικού “σιναφιού” που επιβάλλει τρόπους, φόρμες και νόρμες. Ακόμα και τα ελευθερόστιχά μου ποιήματα στα προηγούμενα βιβλία, ήταν αποτέλεσμα σπασμένων μέτρων, μπορείς μάλλον να τα αφηγηθείς χωρίς να σου βάζουν παγίδες για να σκοντάψεις. Είναι σαν να σου δώσω μια μπάλα, να σε ρίξω στην αφρικανική σαβάνα και να σου πω “τώρα παίξε μπάλα”. Τι θα παίξεις; Τι νόημα θα έχει να σουτάρεις με δύναμη και να φτάνει η μπάλα ένα χιλιόμετρο μακριά, χωρίς δοκάρια, χωρίς γραμμές και κανόνες και κυρίως χωρίς τους υπόλοιπους 21;

Κοιτάζοντας μέσα στον καθρέφτη

Ένα βιβλίο εξ όψεως ερωτικό, που, ωστόσο, θίγει και αναμοχλεύει βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα. Γιατί επέλεξες να μιλήσεις μέσα από τη συγκεκριμένη περιένδυση;

Κατ’ αρχάς, υπήρξαν γεγονότα, αφορμές και καταστάσεις που μου όπλισαν το χέρι. Κατά δεύτερον, εν προκειμένω, ο έρωτας λειτουργεί όπως λες ως “περιένδυση”, ως πεδίο για να μετρήσουμε κάποια άλλα ζητήματα στον πήχη της πραγματικότητας. Επί της ουσίας το κείμενο είναι ένας μονόλογος απέναντι σε κάποιον “βουβό ρόλο”, ο οποίος ούτε απαντάει, ούτε κινείται, σχεδόν ούτε ανασαίνει. Ό,τι έκανε, έκανε. Το ποίημα κοιτάζει στα μάτια μια ολόκληρη γενιά και, υπό αυτήν την έννοια, κοιτάζει μέσα στον καθρέφτη. Εξ ου και οι αναφορές για ένα “βαθιά” υπαρξιακό κείμενο, έχουν βάση. Τι βλέπει, λοιπόν, καθείς σε αυτόν τον καθρέφτη; Βλέπει μοναξιά, κλειδωμένες πόρτες, οθόνες κινητών που αναβοσβήνουν μέσα στη νύχτα, οργασμούς που μένουν απλώς οργασμοί, επιτάχυνση και αδιέξοδα. Αδιέξοδα που απευθύνονται σε μονάδες και όχι σε σύνολα. Και, ασφαλώς, έναν κύκλο που κλείνει στο σημείο ακριβώς απ’ όπου άνοιξε, έχοντας, ωστόσο, περικλείσει μέσα του ένα ολόκληρο νεογέννητο σύμπαν, το οποίο ως βίωμα και σκέψη ενσωματώνεται στην ψυχή και τη συνείδηση. Μέχρι την επόμενη κρίση, στην οποία θα κληθεί να δώσει νέες απαντήσεις σε νέα ερωτήματα, εξίσου ή και περισσότερο σκληρά. Και να ηττηθεί εκ νέου.

Κλιμάκωση του ερωτικού αισθήματος

Πόσο διαφορετικό είναι αυτό το βιβλίο σε σχέση με τα προηγούμενα;

Όχι και τόσο. Θα έλεγα ότι αποτελεί κάτι σαν φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Το μόνο που το διαφοροποιεί είναι η κλιμάκωση του ερωτικού αισθήματος, το οποίο στη «Σκιά γυναίκα» (Μετρονόμος 2014) ήταν εξ ορισμού πολιτικής φύσης και στην «Καχυποψία ενός άλλοθι» (Τετράγωνο 2010) ήταν σκόρπιο και καταμερισμένο με την αντοχή της πρώτης νιότης, ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής. Συν το γεγονός ότι η αυστηρότητα στη φόρμα που υπάρχει εδώ, δεν υπήρχε στα προηγούμενα βιβλία ως απόλυτος κανόνας. Στη μεν “Σκιά γυναίκα” υπάρχουν τρία έμμετρα κομμάτια ως πυλώνες της βασικής δομής και της μεγάλης εικόνας, ενώ στην “Καχυποψία ενός άλλοθι” έχω απομονώσει τα έμμετρα σε ξεχωριστή κατηγορία, στο τέλος. Κατά τα λοιπά, το ίδιο χέρι έγραψε και τα τρία, όπως και διάφορα άλλα σκόρπια σε περιοδικά, ιστοσελίδες και συρτάρια. Τα σημάδια του χρόνου, πάντως, έχουν διαφορετικά βάθη. Κι αυτό φτιάχνει τον χάρτη του καθενός μας.

Παρουσίαση του βιβλίου

Οι εκδόσεις Μελάνι και το Σολώνειον Κέντρον Βιβλίου διοργανώνουν παρουσίαση του βιβλίου τού Χρήστου Α. Μιχαήλ (Χρήστου Μιχάλαρου) με τίτλο «Τρεις τελείες» την Τρίτη, 8 Οκτωβρίου, ώρα 19:00 στην αίθουσα «Καστελιώτισσα», στη Λευκωσία.

Για το βιβλίο και τον ποιητή θα μιλήσουν:

- Κώστας Γουλιάμος, Πρύτανης Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

- Σοφία Ιορδανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

- Γιώργος Κολοκασίδης, δικηγόρος

Μουσική παρέμβαση από τον Γιώργο Καλογήρου.

Δομημένο σε 64 έμμετρες ομοιοκατάληκτες στροφές, ερωτικό και βαθιά υπαρξιακό, το βιβλίο συνομιλεί ευθέως με τη γενιά του ποιητή, αλλά και με τις προηγούμενες, μέσω μιας κατά μέτωπον οριακής αφήγησης.