Κόμματα

Κόμματα με έδρες, βουλευτές χωρίς βούληση

Η μη κατατεθείσα, εν τέλει, πρόταση νόμου, αλλά και άλλες τινές που λαμβάνουν χώραν στα κοινοβουλευτικά παρασκήνια και οι οποίες επιχειρούν να επιλύσουν το… όζον ζήτημα της 56ης έδρας, έχουν βαθύτερες προεκτάσεις, εγγίζοντας το βαθύτερο ζήτημα της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του βουλευτή ως εκφραστή της λαϊκής βούλησης

Είναι γνωστά τα γεγονότα που τον Μάιο/Ιούνιο 2011 οδήγησαν στη διαγραφή του βουλευτή Ζαχαρία Κουλία από το ΔΗΚΟ (μαζί με τον τότε αναπληρωτή πρόεδρο του κόμματος, Γιώργο Κολοκασίδη, ο οποίος δικαιώθηκε, εν τέλει, από το δικαστήριο στην προσφυγή που έκανε), λόγω κομματικής απείθειας, κατά την εκλογή Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Τότε είχε αναπτυχθεί ένας έντονος δημόσιος διάλογος -που δεν υπελείφθη, βεβαίως, οξύτητας και ακραίων αντιπαραθέσεων-, κατά πόσον, ο διαγραφείς βουλευτής, αφού διαφώνησε και καταψήφισε τις επιλογές του κόμματός του, όφειλε να παραδώσει τη βουλευτική έδρα, παραιτούμενος.

Η ρήξη στο Δημοκρατικό Κόμμα και η δημόσια συζήτηση που αναπτύχθηκε ανέδειξε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της καταστατικής θέσης του βουλευτή στην κοινοβουλευτική τάξη, σε σχέση με την κομματική του ένταξη, κατά τα συνταγματικώς προβλεπόμενα.

Η τότε ηγεσία του ΔΗΚΟ αλλά και πλειάδα στελεχών υπεδείκνυαν στον διαγραφέντα βουλευτή ότι, θέτοντας, με τις ενέργειές του, εαυτόν εκτός κόμματος, όφειλε να παραδώσει και τη βουλευτική έδρα, η οποία, συμφώνως προς την επιχειρηματολογία τους, ανήκε στο κόμμα με το οποίο εξελέγη και όχι στον ίδιο.

Αντικρούοντας τις υποδείξεις της ηγεσίας και τις καταγγελίες για κομματική «προδοσία», ο βουλευτής αντέτεινε ότι η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα ελευθερία του ως βουλευτή είναι υπέρτερη της κομματικής του «δέσμευσης» και ότι, ως βουλευτής, εξελέγη από τους ψηφοφόρους. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να του αφαιρεθεί η έδρα, επειδή ψήφισε ή ενήργησε αντιθέτως προς τις υποδείξεις της ηγεσίας του κόμματος.

Η αναφορά στο εν λόγω γεγονός γίνεται, γιατί, ίσως για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, ηγέρθη με τέτοια οξύτητα το ζήτημα «σε ποιον ανήκει η βουλευτική έδρα, στο κόμμα ή στον βουλευτή» και κατά πόσον η ελευθερία του βουλευτή να αποφασίζει και να πράττει κατά συνείδηση, ακόμη και ενάντια στις αποφάσεις του ιδίου του κόμματός του, είναι υπέρτερη της κομματικής του ένταξης.

Τα όρια της κομματικής πειθαρχίας

Ακόμη, ποια τα όρια της κομματικής πειθαρχίας και μέχρι πού φτάνει η απορρέουσα, από την ένταξη σ’ έναν κομματικό οργανισμό, δέσμευση; Συνακόλουθα, μέχρι πού φτάνει η ισχύς και η δύναμη ενός κομματικού Καταστατικού εν σχέσει προς τα στελέχη του και, ιδία, τους βουλευτές του, που είναι εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης;

Δεν ήταν η πρώτη φορά, βεβαίως, που ηγέρθη «πρακτικά» αυτό το ζήτημα. Ειδικότερα, το Δημοκρατικό Κόμμα υπήρξε και σε άλλες περιόδους… παθόν, με γνωστότερη την περίπτωση διαγραφής των Ντίνου Μιχαηλίδη, Κατερίνας Πασχαλίδου Παντελίδου, Γιώργου Λυκούργου, Μιχάλη Μιχαηλίδη, Πανίκου Λεωνίδου και Χαράλαμπου Καραμανλή, η οποία έφθασε μέχρι και το Εφετείο.

Τότε, υπήρξε και η πρώτη δικαστική απόφαση (1999), που αμφισβήτησε την απόφαση της διαγραφής.

Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του πρώην βουλευτή του ΑΚΕΛ, Κυριάκου Τυρίμου, ο οποίος, ως πρώτος επιλαχών, διεκδίκησε τη βουλευτική έδρα του εκλεγέντος το 2009, ως ευρωβουλευτή, Τάκη Χατζηγεωργίου.

Το θέμα προσέλαβε χαρακτηριστικά δικαστικής διαμάχης και, εν τέλει, ο κ. Τυρίμος δεν ανακηρύχθηκε βουλευτής, γιατί το κόμμα του, όπως κατέγραψε η δικαστική απόφαση, δεν επιβεβαίωσε ότι εξακολούθησε να είναι μέλος του, αφού, «σύμφωνα με το καταστατικό του κόμματος, οι αποβληθέντες καλούνται να πληρώνουν τη συνδρομή τους, ούτως ώστε να διατηρούν δικαίωμα σε επανεξέταση για επανένταξη στο κόμμα».

Περίπτωση, η οποία καταδεικνύει περίτρανα την ισχύ και τη δύναμη του Καταστατικού ενός πολιτικού κόμματος.

Ελευθερία του βουλευτή και δημοκρατική λειτουργία

Η μη κατατεθείσα, εν τέλει, πρόταση νόμου εκ μέρους του βουλευτή της Αλληλεγγύης, Μιχάλη Γιωργάλλα, αλλά και άλλες τινές που λαμβάνουν χώραν στα κοινοβουλευτικά παρασκήνια και οι οποίες επιχειρούν να επιλύσουν το… όζον ζήτημα της 56ης έδρας, έχουν βαθύτερες προεκτάσεις, εγγίζοντας το βαθύτερο ζήτημα της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του βουλευτή ως εκφραστή της λαϊκής βούλησης.

Είναι προφανές πως τέτοιες ρυθμίσεις συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη βούληση των βουλευτών, ενισχύοντας το καθεστώς της «κομματοκρατίας» και του κομματικού ελέγχου. Και αποτελούν φαλκίδευση της αρχής της ελεύθερης εντολής, περιστέλλοντας, ουσία και πράξει, το δικαίωμα γνώμης και ψήφου, κατά συνείδηση, των βουλευτών.

Αν η κομματική πειθαρχία είναι υπέρτερη της ελεύθερης βούλησης του βουλευτή σε βαθμό άρσης της βουλευτικής του ιδιότητας όταν πράττει διαφορετικά από τις κομματικές αποφάσεις, τότε αίρεται ο ακρογωνιαίος δεσμός με τη λαϊκή βούληση και την αρχή του εντολέα, με τον βουλευτή να καθίσταται πλήρως υποχείριο στις κομματικές επιταγές.

Αν όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν τη μερίδα των εκλογέων που τους εξέλεξε, τότε η κομματική «διαμεσολάβηση» δεν μπορεί να είναι υπέρτερη της ελεύθερης βούλησης του βουλευτή.

Είναι χαρακτηριστική, προς τούτο, η περίπτωση του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ναι μεν δεν προστατεύει τον βουλευτή από την αποβολή ή οποιαδήποτε κύρωση εκ μέρους του κόμματός του, όμως η διαγραφή δεν θίγει ούτε πλήττει τη βουλευτική του ιδιότητα, η οποία παραμένει.

Είναι, λοιπόν, αυτονόητο, ότι αν η βουλευτική έδρα ανήκει στο κόμμα και όχι στον βουλευτή, τότε, κάθε κόμμα, θα είχε την απόλυτη εξουσία καθαίρεσης ή εκπαραθύρωσης οιουδήποτε βουλευτή έκρινε ότι δεν συμμορφώνεται με την κομματική θέληση – ίδε θέληση της εκάστοτε κομματικής ηγεσίας ή της πλειοψηφίας της κομματικής ηγετικής ομάδας.

Τελικώς, πρυτάνευσαν πιο σώφρονες προσεγγίσεις και αυτό το οποίο αρκετοί έγκριτοι νομικοί ονόμασαν «παραβίαση του δημοκρατικού πλαισίου» και «αντιδημοκρατική παρέκκλιση» δεν επετεύχθη.