Στρατηγικού επιπέδου συναντήσεις

Στο περιθώριο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προγραμματίζεται να λάβει χώραν συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, τόσο με την αμερικανική ηγεσία, όσο και με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ερντογάν, συναντήσεις που θα πρέπει να υπερβούν το τυπικό, διαδικαστικό τους ενδιαφέρον, δεδομένου μάλιστα ότι οι σχέσεις Αθηνών - Άγκυρας άγγιξαν στο πρόσφατο παρελθόν τα όρια θερμού επεισοδίου. Στο πλαίσιο μιας προγραμματικής συζήτησης θεμάτων μεταξύ του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη και του Προέδρου Ερντογάν θα έπρεπε να περιλαμβάνονται ζητήματα που άπτονται των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο, των παραβιάσεων εναερίου χώρου και θαλάσσιας ζώνης, της διαρκώς προβαλλόμενης διεκδίκησης νήσων και βραχονησίδων, αλλά και του προσφυγικού ζητήματος, που αποτελεί μία σταθερά εκτεινόμενη απειλή, γνωστού όντος πως ο δρόμος προς τη Δύση και την Ευρώπη είναι το Αιγαίο και η ελληνική επικράτεια.

Επίσης, ως ιδιαιτέρως σημαντική κρίνεται η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο, ενώπιον του οποίου θα πρέπει να τεθούν θέματα που άπτονται, τόσο των τουρκικών επιθετικών ενεργειών στο Αιγαίο και σε σημεία της ελληνικής επικράτειας, όσο και αναφορικά προς κινήσεις που θίγουν αμερικάνικα συμφέροντα στην κυπριακή ΑΟΖ. Τούτων δεδομένων, θα ήταν χρήσιμη και για τις δύο χώρες η ανάδειξη της δυνατότητας συνεργασίας και στους τομείς της τεχνολογίας και της αμυντικής βιομηχανίας, που συνάδει προς την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική και τους περιφερειακούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.

Ο κρίσιμος ρόλος της Ελλάδας αναδεικνύεται και διά της παραχώρησης Βάσεων για τις ΗΠΑ, καλύπτοντας κενό ασφαλείας στην παρουσία και δράση της Ουάσιγκτον στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Αυτό αντανακλά ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, που θα πρέπει να αποδίδεται εν είδει συμμαχικού ανταλλάγματος στη στρατηγική υποστήριξη των ΗΠΑ στο Αιγαίο και στην κυπριακή υπόθεση. Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε ανώτατο επίπεδο άπτεται της αμερικανικής υποστήριξης στα ελληνικά συμφέροντα και στοχοθεσίες, προκειμένου να ενδυναμωθεί η αποτρεπτική στρατηγική έναντι του τουρκικού επεκτατισμού σε Ελλάδα και Κύπρο.

Η Αθήνα οφείλει να κινηθεί με αποπνέουσα αυτοπεποίθηση διπλωματία, δηλαδή να αναπτύξει το δικό της σχέδιο στρατηγικής παρουσίας του Ελληνισμού στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου δεδομένων των αμερικανικών και διεθνών συμφερόντων, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας, συμπράττοντας με τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα δε με το γεωστρατηγικό επίπεδο διεθνούς παρουσίας, η θέση και ο ρόλος της χώρας στην περιοχή καλλιεργούν ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες, που της επιτρέπουν να καταστεί επενδυτικός προορισμός, έτσι ώστε οικονομία και πολιτική να πορευθούν από κοινού σε μια διαδρομή ισχυροποίησης του ελληνικού κράτους.

Αναφορικά προς την Κύπρο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ως είθισται, μεταβαίνει στη Γενική Συνέλευση, σχεδιάζοντας και συναντήσεις με ηγέτες σημαντικών χωρών, που μπορούμε να υποψιαζόμαστε πως θα αποτυπώσουν παραδοσιακές απόψεις και σχέσεις που συνιστούν τη θετική διεθνή συνεργασία μεταξύ Κύπρου και των χωρών τους. Επ’ αυτού του σκεπτικού ιδιαίτερης σημασίας θα ήταν επαφές με συγκεκριμένους ηγέτες, όπως των ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας και Γαλλίας, με συγκεκριμένο πλαίσιο στόχευσης, που να άπτεται, όχι τόσο της διεξαγωγής ή επανέναρξης του ούτω καλούμενου διακοινοτικού διαλόγου, αλλά πολύ περισσότερο της ανάδειξης της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής, του εποικισμού, των συστηματικών θαλασσίων προκλήσεων και της αναγκαιότητας ο διεθνής παράγων να συμβάλει στην άρση της διεθνούς παρανομίας, που επηρεάζει την πορεία επιβίωσης και περαιτέρω ανάπτυξης του κράτους και κατά προέκταση της ευρωπαϊκής ασφάλειας σε μιαν από τις κρισιμότερες περιοχές του κόσμου.

Ως θα έπρεπε να αναμένεται, η Άγκυρα θέτει εντόνως ζητήματα και προβαίνει σε αντίστοιχες ενέργειες, που συνάδουν προς την παλαιόθεν διατυπωθείσα στρατηγική της για επικυριαρχία και συνολικό έλεγχο της Κύπρου, εσχάτως δε και διά της απειλής επέκτασης της κατοχής, εμμένουσα εκ παραλλήλως όλως ιδιαιτέρως στη ρητορική της πολιτικής ισότητας. Η τουρκική ερμηνεία της την αποδίδει όχι υπό την έννοια των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά σε επίπεδο εξίσωσης δύο ούτω καλούμενων κρατικών οντοτήτων, όπως τα αντιλαμβάνεται η ίδια, το ένα εκ των οποίων είναι το προϊόν παράνομης εισβολής και κατοχής.

Τόσο η απειλή για άνοιγμα των Βαρωσίων, όσο και ο εποικισμός, που συνιστά έγκλημα πολέμου, θα πρέπει να αναδειχθούν από τις κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας, έτσι ώστε να τεθεί διεθνώς το θέμα, παρά το γεγονός πως τα ψηφίσματα δεν έχουν καμία ουσιαστική επίπτωση επί των τουρκικών συμφερόντων. Επιπτώσεις θα είχαν εάν πέραν των ψηφισμάτων οικοδομείτο και ένα διεθνές οικονομικό και ευρύτερο εμπάργκο έναντι της Τουρκίας, όπερ και δεν αναμένεται να συμβεί.

Τέλος, η προβλεπόμενη συνάντηση μεταξύ Ερντογάν και Τραμπ αναμένεται ευλόγως να έχει ιδιαίτερες αναφορές σε σχέση με τη Συρία και το Κουρδικό ζήτημα, όπου η διεκδικούμενη από τον Ερντογάν «ζώνη ασφαλείας», την οποία αξιώνει να ελέγχει η Άγκυρα, εάν τελικώς υλοποιηθεί, θα σημάνει περιφερειακές μεταβολές στην περιοχή υπέρ του τουρκικού παράγοντα.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο