Όψεις τουρκικού ηγεμονισμού

«Ο Ερντογάν προέβαλε τη φιλοσοφία και τη στρατηγική στόχευση της Άγκυρας αναφορικά προς τη θέση, τον ρόλο και την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής»

Στην ομιλία του στην 74η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προέβαλε τη φιλοσοφία και τη στρατηγική στόχευση της Άγκυρας αναφορικά προς τη θέση, τον ρόλο και την παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που συνάδει προς τη διάσταση ενός ηγεμονικού σταθεροποιητή.

Υπό το ανωτέρω πρίσμα οφείλει κανείς να αναγνώσει, δηλαδή να ερμηνεύσει τις εν προκειμένω αναφορές του Τούρκου Προέδρου, που παραπέμπουν στη Συρία, στο Ιράκ, τη διαλυμένη από τον εμφύλιο Λιβύη, τη μουσουλμανική πλην όμως κοσμικώς εξουσιαζόμενη Αίγυπτο, τις δηλώσεις σχετικά με το Ισραήλ και τα Υψώματα Γκολάν, καθώς και τη νότια πλευρά του Καυκάσου, που παραπέμπει στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τουτέστιν την αρμενική διάσταση της ευρύτερης περιοχής. Στο ίδιο πλαίσιο υποδεικνύει επίσης την κρίσιμη στη διαμάχη Ινδίας – Πακιστάν περιοχή του Κασμίρ, όντας η Τουρκία εν προκειμένω στο πλευρό του Πακιστάν, ενώ προσλαμβάνει το πολύπαθο Αφγανιστάν, λόγω του μουσουλμανικού πληθυσμού, ως χώρο ευρισκόμενο εγγύς των συμφερόντων και ενδιαφερόντων του τουρκικού παράγοντα. Τούτων λαμβανομένων υπόψη αναδεικνύεται η στρατηγική στόχευση της Άγκυρας να είναι ενεργώς παρούσα, δηλαδή εμπλεκόμενη στα δεδομένα και στις εξελίξεις της περιοχής.

Εκ παραλλήλως, στην εκλαμβανόμενη από τον Ερντογάν διεθνώς αναπτυσσόμενη ρητορική και πρακτική εναντίον των μουσουλμάνων ως θρησκείας και ως εθνότητας, αναγνωρίζει τον εαυτό του καθηκόντως ως επικεφαλής, του οποίου η χώρα εξαιτίας και της γεωστρατηγικής και γεωγραφικής της θέσης οφείλει να βρίσκεται ad hoc στην ηγετική διάσταση του διεθνούς μουσουλμανικού κόσμου. Ως προς τούτο προβάλλει ως βασική συνιστώσα και προσανατολισμό, κατά τα ειωθότα των κρατών, το εθνικό συμφέρον της Τουρκίας, όπου οι περαιτέρω βηματισμοί της επηρεάζονται άνευ εταίρου από τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Με έναν τέτοιο γνώμονα αναδεικνύεται και το ζήτημα της πυρηνικής ισχύος, θεμιτό και αναγκαίο στην τουρκική οπτική, ως διάστασης που θα συμβάλει στη μετεξέλιξη της Άγκυρας σε υπερδύναμη της περιοχής, έτσι ώστε να είναι σε θέση να λειτουργεί και να δρα ισοτίμως με άλλες μεγάλες δυνάμεις.

Αναπτύσσοντας τη θέασή του ο Τούρκος Πρόεδρος σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο, αντιπαρατίθεται, ως θα έπρεπε να αναμένεται, προς το σκεπτικό περί μηδενικής ασφάλειας και μηδενικών εγγυήσεων για την Κύπρο, όπου η Τουρκία διατηρεί εγγυητικά δικαιώματα κυριαρχίας εξαιτίας της παρουσίας των Τουρκοκυπρίων, τους οποίους αντιλαμβάνεται ως λαό, την προστασία του οποίου είναι επιφορτισμένη εκ παραδόσεως και «διεθνούς νομιμότητας» να υπερασπίζεται. Σημειώνεται πως η ιδέα των εγγυήσεων, που παραπέμπει σε τουρκοβρετανικής έμπνευσης διαδρομή, είναι όχι μόνο παρωχημένη, αλλά και διεθνώς μη συνυφασμένη προς το διεθνές δίκαιο, κατά την αντίληψη του οποίου τα κράτη έχουν την ευθύνη μόνα και μετά συμμάχων να υπερασπίζονται τον εαυτό τους.

Των ανωτέρω λεχθέντων οφείλει κανείς να διαμορφώσει ένα περίγραμμα της τουρκικής συλλογιστικής, που εκφράστηκε και στη σχετική ομιλία του Ερντογάν, που να υπακούει σε τρεις παραμέτρους. Η πρώτη παραπέμπει στην εμπέδωση ηγεμονικής παρουσίας στην περιοχή, η οποία κατά την προσέγγιση της Άγκυρας διασφαλίζει μια ειρήνη προσαρμοσμένη στις τουρκικές αντιλήψεις. Η δεύτερη αφορά στη δημιουργία συνθηκών πολύπλευρης εξάρτησης των υφιστάμενων παραγόντων, λαών και εθνοτήτων από την κατά τα ανωτέρω ηγεμονική δύναμη. Η τρίτη αποσκοπεί στην επανειλημμένως διεκδικηθείσα αναθεώρηση συνόρων και συνθηκών επ’ ωφελεία της τουρκικής ηγεμονικής παρουσίας.

Γνωστού όντος πως η Άγκυρα βιώνει εδώ και δεκαετίες την εσωτερική διάσταση ενός προβλήματος που απειλεί την ενότητα και τη συνοχή της χώρας και που συνίσταται στη διεκδίκηση της κουρδικής εθνότητας του δικαιώματος για αυτοδιάθεση και οικοδόμηση ανεξάρτητης κουρδικής οντότητας, διακηρύττει την αντίληψη περί ζώνης ασφαλείας κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων, την οποία αποκαλεί διάδρομο ειρήνης. Κατά ταύτα επιδιώκει τον τουρκικό έλεγχο της περιοχής, προβάλλοντας μία παραπλανητική αντίληψη περί ουδέτερης ζώνης.

Η περιοχή αυτή κατοικείται πλειοψηφικά από το κουρδικό στοιχείο. Σε περίπτωση εφαρμογής του διαδρόμου θα οδηγηθούν εκ των πραγμάτων σε αναγκαστική φυγή από τον χώρο εν είδει εθνοκάθαρσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνεται σε σημαντικό βαθμό το ενδεχόμενο ενός σεναρίου οικοδόμησης κουρδικού κράτους στο άμεσο μέλλον.

Το ανωτέρω σκεπτικό προβάλλει η Τουρκία ως όφελος των ευρωπαϊκών χωρών, που κατακλύζονται από προσφυγικές ροές, ότι δηλαδή θα μπορέσουν σε αυτήν τη ζώνη να μετεγκατασταθούν μέχρι και 3 εκατομμύρια προσφύγων, αποφορτίζοντας τις πρωτεύουσες, που αισθάνονται διαρκή απειλή από την παρουσία μουσουλμανικών πληθυσμών. Η δημιουργία του διαδρόμου δεν επιλύει το πρόβλημα των προσφυγικών ροών, καθότι οι ροές θα καταστούν πλέον ελεγχόμενες από τον Ερντογάν στη ζώνη αυτή και θα εκδηλώνουν την ενεργοποιημένη παρουσία τους κατά τη βούληση του Τούρκου ηγέτη, που σημαίνει πως ο ίδιος θα είναι σε θέση να τις χρησιμοποιήσει ως μέσο διαρκούς εκβιασμού της Ευρώπης, όχι μόνο στο επίπεδο της ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και αναφορικά προς ένα σταθερό οικονομικό πλαίσιο αξιώσεων της Άγκυρας προς τους Ευρωπαίους.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο