Διεθνή

Πολιτικός διχασμός για την παραπομπή του Τραμπ

Η ξαφνική αλλαγή στις τάξεις της αντιπολίτευσης και ειδικότερα της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, οφείλεται στο γεγονός ότι οι βουλευτές πλέον ταυτίζονται με την άποψη ότι οι κατηγορίες κατά του Τραμπ δεν στερούνται ούτε σοβαρότητας αλλά ούτε και σαφήνειας

Με την προεδρική αναμέτρηση προ των πυλών και τις ΗΠΑ να βυθίζονται ολοένα και πιο βαθιά στον πολιτικό διχασμό, η έρευνα για τη διαδικασία παραπομπής του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ακόμα ένα επεισόδιο κλιμάκωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα. Οι εξελίξεις αυτές αναγκάζουν τους Δημοκρατικούς να λάβουν ριψοκίνδυνες αποφάσεις, οι οποίες δύνανται να διαμορφώσουν με καθοριστικό τρόπο το αποτέλεσμα των επικείμενων προεδρικών εκλογών του 2020. Την ίδια ώρα ο Λευκός Οίκος προχωρεί στην υλοποίηση των δικών του κινήσεων, σε μια προσπάθεια όχι μόνο να στρέψει αλλού την προσοχή, αφήνοντας αιχμές ακόμα και για κατασκοπία, αλλά και να προεξοφλήσει εκλογικά ποσοστά για τον Τραμπ.

Ένας «αξιόπιστος» μάρτυρας κάνει την αρχή

Μια αναφορά από «αξιόπιστο» μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, η οποία κατατέθηκε στον γενικό επιθεωρητή των υπηρεσιών πληροφοριών, Μάικλ Άτκινσον, αποτέλεσε την αρχή για τη νέα πολιτική κρίση στις ΗΠΑ. Η μαρτυρία αυτή κρίθηκε τόσο «αξιόπιστη και ανησυχητική», ώστε ενημερώθηκε άμεσα το Κογκρέσο, χωρίς όμως να γίνεται δυνατό να κατατεθεί αντίγραφο από την Κυβέρνηση Τραμπ. Στη συνέχεια η διερεύνηση του εν λόγω μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος από τα αμερικανικά ΜΜΕ έδειξε ότι η αναφορά αυτή αφορούσε στο περιεχόμενο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, που έγινε στις 25 Ιουλίου. Μετά από πολλές διαρροές, ο Αμερικανός Πρόεδρος παραδέχθηκε τελικά ότι ζήτησε από τον Ζελένσκι να διεξαγάγει μια έρευνα που αφορούσε τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν, και τον γιο του, Χάντερ, ο οποίος εργαζόταν για έναν ουκρανικό όμιλο φυσικού αερίου από το 2014, όταν ο πατέρας του ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Το φαινομενικά «αθώο» αυτό τηλεφώνημα του Τραμπ, σε συνδυασμό με το πάγωμα στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία που προηγήθηκε, με την πρόφαση ότι ήταν ένα μέτρο ενθάρρυνσης άλλων δυτικών χωρών να συμβάλουν στον στρατιωτικό προϋπολογισμό για την Ουκρανία, συμπλήρωσαν τα κομμάτια του παζλ για την αντιπολίτευση, η οποία έκρινε ότι ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος χρησιμοποίησε τα χρήματα της στρατιωτικής βοήθειας για να πιέσει τον Ζελένσκι να αρχίσει μια έρευνα διαφθοράς εις βάρος του πολιτικού του αντιπάλου, Τζο Μπάιντεν, και του γιου του.

Το ριψοκίνδυνο στοίχημα των Δημοκρατικών

Επί μήνες, μεγάλη μερίδα των Δημοκρατικών ζητούσε την έναρξη διαδικασίας παραπομπής κατά του Αμερικανού Προέδρου κυρίως λόγω της πίεσης των ερευνών για τη ρωσική ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές του 2016. Η «ανησυχητική ακολουθία» των πρόσφατων όμως γεγονότων, που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, φαίνεται ότι έπεισε και τους πιο επιφυλακτικούς, οι οποίοι πλέον τάσσονται με το μέρος των βουλευτών που ζητούσαν έναρξη της διαδικασίας. Πλέον περίπου το 80% των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων τάσσεται υπέρ της διεξαγωγής επίσημης έρευνας για την παραπομπή του Αμερικανού Προέδρου, παρά το γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα τα περισσότερα στελέχη της αντιπολίτευσης απέφευγαν την όποια αναφορά σε επίσημη έρευνα, αφού εκτιμούσαν πως θα ήταν μία κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου, η οποία θα μπορούσε να γυρίσει σε μπούμερανγκ. Εύλογα τίθεται το ερώτημα τι άλλαξε λοιπόν τώρα, ώστε οι Δημοκρατικοί να αποφασίσουν αυτήν την παράτολμη κίνηση. Αναλυτές επισημαίνουν ότι η ξαφνική αλλαγή στις τάξεις της αντιπολίτευσης και ειδικότερα της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, οφείλεται όχι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, 400 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές, αλλά στο γεγονός ότι οι βουλευτές πλέον ταυτίζονται με την άποψη ότι οι κατηγορίες κατά του Τραμπ δεν στερούνται ούτε σοβαρότητας αλλά ούτε και σαφήνειας, σε αντίθεση με την έρευνα Μάλερ, επιτρέποντάς τους να στηρίξουν μια επικίνδυνη διαδικασία, η έκβαση της οποίας θεωρείται αβέβαιη.

Η παγίδα του Τραμπ και οι τέσσερεις πραγματικότητες.

Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των προθέσεων των Δημοκρατικών, πολλοί αναλυτές σημείωσαν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ίσως τελικά και να επιζητούσε την παραπομπή του. Από νωρίς ο Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος πέρασε στην αντεπίθεση, αφήνοντας αιχμές ότι θέλει «να υπάρξει διαφάνεια για τον Τζο Μπάιντεν και το γιο του Χάντερ για τα εκατομμύρια δολάρια που αποσύρθηκαν γρήγορα και εύκολα από την Ουκρανία και από την Κίνα όταν ήταν αντιπρόεδρος». Το επιχείρημα ότι θα είναι προς όφελος του Τραμπ η εκκίνηση της διαδικασίας παραπομπής του βασίζεται σε τέσσερεις πραγματικότητες της αμερικανικής πολιτικής ζωής. Αρχικά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πρόταση για παραπομπή δεν είναι μια λαοφιλής διαδικασία. Κατά δεύτερο, ο Τραμπ μπορεί εύκολα να χρησιμοποιήσει τις «δυνάμεις» ώστε να αντιστρέψει το κλίμα, επιμένοντας ότι ο Τζο Μπάιντεν και ο γιος του είναι «διεφθαρμένοι» και οι δραστηριότητές τους στην Ουκρανία ήταν «σκανδαλώδεις». Το έχει ήδη πράξει μία φορά με τις διαρροές των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Χίλαρι Κλίντον. Κατά τρίτο, θεωρείται βέβαιο ότι μετά από μία παραπομπή, η οποία ευλόγως θεωρεί ότι δεν θα τον καθαιρέσει λόγω της κυριαρχίας του κόμματός του στη Γερουσία, θα οδηγήσει σε πόλωση, εδραιώνοντας την παρουσία του στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών. Τέλος, αυτού τους είδους πολιτικές αντιπαραθέσεις «παίζονται» στην αρένα του Τραμπ με τους δικούς του κανόνες. Ήδη έσπευσε να χαρακτηρίσει τη διαδικασία «ανέκδοτο» και «κυνήγι μαγισσών».

Ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα του τηλεφωνήματος

Παρά την έντονη ρητορική, η οποία συνοδεύει τη δραματικά εξελισσόμενη αυτή πολιτική καταιγίδα, αυτό που ουσιαστικά πρέπει να απαντηθεί είναι το κόστος της παρέμβασης Τραμπ για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η απάντηση συνοψίζεται στη νομική γνωμοδότηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στην οποία αναφέρεται ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκτέθηκε δυνητικά σε σοβαρό κίνδυνο δημόσιας ασφάλειας και αντικατασκοπίας όταν πίεσε τον Ουκρανό ομόλογό του να ξεκινήσει έρευνα για τον πρώην αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον γιο του. Αν και δεν διευκρινίζονται ποιοι είναι αυτοί οι κίνδυνοι αντικατασκοπίας, υπάρχουν αναφορές ότι Ρώσοι κατάσκοποι θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του τηλεφωνήματος, προτού να δημοσιοποιηθεί, και να το χρησιμοποιήσουν για να ασκήσουν πιέσεις στον Τραμπ. Επίσης, η προσπάθεια του Τραμπ να πιέσει τον Ζελένσκι να αναλάβει επισήμως δράση για να βοηθήσει στην επανεκλογή του το 2020 θεωρείται ότι παραβιάζει την αμερικανική νομοθεσία αναφορικά με τις προεκλογικές εκστρατείες. Και αυτό γιατί απαγορεύεται οποιουδήποτε είδους ξένη βοήθεια στους υποψηφίους. Ουσιαστικά, αυτά προβλέπεται ότι θα είναι και τα επιχειρήματα των Δημοκρατικών για να στηρίξουν την άποψη ότι πρόκειται για υπόθεση κατάχρησης εξουσίας, αφού ο Λευκός Οίκος αρχικά αρνήθηκε να καταθέσει στο Κογκρέσο την καταγγελία του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος για την τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Ουκρανό πρωθυπουργό, ενώ θεωρούν ότι ο Τραμπ χρησιμοποίησε τη στρατιωτική βοήθεια προς μία ξένη χώρα ως διαπραγματευτικό χαρτί για να αποσπάσει το «ναι» της ξένης κυβέρνησης σε έρευνα εις βάρος του πολιτικού αντιπάλου του.

Τι ακολουθεί τώρα

Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών προνοεί ότι ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου, μπορεί να αποπεμφθεί από το αξίωμά του λόγω «προδοσίας», «δωροδοκίας» ή διάπραξης «άλλων, σημαντικών εγκλημάτων», ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και η κατάχρηση εξουσίας. Η διαδικασία της αποπομπής έχει αφετηρία τη Βουλή των Αντιπροσώπων του Κογκρέσου και τις πλείστες περιπτώσεις η έρευνα διεξάγεται από την Επιτροπή Δικαιοσύνης. Ουσιαστικά η εν λόγω επιτροπή έχει τη δικαιοδοσία να αποφανθεί εάν προκύπτει κάποια παραβίαση του Συντάγματος, ώστε να δικαιολογείται η αποπομπή. Στη συνέχεια η απόφαση που θα ληφθεί τίθεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων, η έγκριση της οποίας απαιτεί απλή πλειοψηφία. Η διαδικασία, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Με την έγκρισή της ο αξιωματούχος θεωρείται μεν «αποπεμπόμενος», αλλά δεν απομακρύνεται από τη θέση του. Τότε τη διαδικασία αναλαμβάνει η Γερουσία για την οριστική απόφαση, η οποία για να προχωρήσει στην αποπομπή χρειάζεται πλειοψηφία των 2/3. Με βάσει τις ισορροπίες στο Κογκρέσο, οι Δημοκρατικοί έχουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων αλλά την πλειοψηφία στη Γερουσία κατέχουν οι Ρεπουμπλικάνοι, καθιστώντας έτσι μη ρεαλιστικό σενάριο υπό τις παρούσες συνθήκες την αποπομπή του Προέδρου Τραμπ.