Προβολή έθνους-κράτους ενόψει Brexit

Ενώ το ευρωπαϊκό όραμα στο οικονομικό επίπεδο αγγίζει τα όρια της ολοκλήρωσης, η πολιτική αντίστοιχη προσδοκία ενοποίησης αντιπαρατίθεται αθορύβως, πλην όμως αποτελεσματικά με την εμφιλοχωρούσα και βαθέως αγκιστρωμένη αντίληψη του έθνους - κράτους

Ο στρατηγός Charles de Gaulle, απελευθερωτής και Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά τη δεκαετία του 1960, αναφερόμενος στον βρετανικό λέοντα υπογράμμιζε πως αν η Βρετανία ενταχθεί στο ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικής και οικονομίας, τότε θα επέλθει η αρχή του τέλους του ευρωπαϊκού ενοποιητικού πειράματος. Εξ ου και δις, το 1963 και το 1967, απέρριψε το αίτημα της Βρετανίας να ενταχθεί στην τότε Ευρώπη των Έξι της Συνθήκης της Ρώμης.

Η Βρετανία διατρέχεται από το αυτοκρατορικό σύνδρομο της χώρας που για αιώνες εμπέδωνε μία αποικιοκρατική πολιτική κυριαρχίας σε διάφορα μέρη του κόσμου και ως τέτοια ανέπτυξε και πολιτική υπεροχή έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Εκ τούτου προκύπτει και η ανάγνωση της διαγραφόμενης τάσης ενός Brexit, το οποίο εκδηλώνεται κατά ταύτα ως μία φυσιολογική πορεία των πραγμάτων με βάση το ιστορικό δεδομένο και πολύ λιγότερο ως μία μη αναμενόμενη βρετανική στρατηγική, που αποδίδεται πολύ περισσότερο σε επίπεδο πολιτικής βούλησης στρατηγικού πλαισίου και όχι απλώς ως τακτική κίνηση ή τυχαίο γεγονός.

Ενώ το ευρωπαϊκό όραμα στο οικονομικό επίπεδο αγγίζει τα όρια της ολοκλήρωσης, η πολιτική αντίστοιχη προσδοκία ενοποίησης αντιπαρατίθεται αθορύβως, πλην όμως αποτελεσματικά με την εμφιλοχωρούσα και βαθέως αγκιστρωμένη αντίληψη του έθνους - κράτους. Το τελευταίο ως προϊόν τριών και πλέον αιώνων αντιστέκεται και δεν αφήνει περιθώριο απάλειψης της εθνικής ταυτότητας και οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής τοιούτης. Διαπιστώνεται πως το πρόβλημα δεν είναι διαχειρίσιμο ως μία δεδομένη αντίστιξη συμφερόντων, αλλά παραπέμπει σε δομές που διατρέχουν την ευρωπαϊκή πορεία μέσα από την ισχυρή προβολή των εθνικών ταυτοτήτων, που υπερέχουν ενός επερχόμενου, ασαφούς ευρωπαϊκού τοιούτου.

Το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία εκδηλώνει εσχάτως και διά του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον την βούλησή της να αποχωρήσει από την κοινή ευρωπαϊκή οικογένεια, της οποίας το πλαίσιο της πολιτικής διαμορφώνει μια διάσταση κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος, αποτυπώνει τη συνείδηση της βρετανικής ελίτ να καλλιεργεί το παρόν και το μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τρόπο που να αντιστοιχεί στην αντίληψη ενός κραταιού, αυτοκρατορικού, αποικιοκρατικού παρελθόντος και όχι στην διάσταση ενός σύγχρονου, ισοτίμου εταίρου σε μια ευρωπαϊκή κοινή πορεία με μικρές και μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η προαναγγελθείσα αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν πρόκειται να επηρεάσει τις δομές της ΕΕ, στον βαθμό που η Μεγάλη Βρετανία εντάχθηκε μεν στην Ένωση, όχι ως μία ευρωπαϊκή χώρα που παρέπεμπε σε ένα κοινό ιστορικό, πολιτισμικό και παραδοσιακά πολιτικό παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο ως ξένο σώμα, που επιχειρούσε εντασσόμενο στην Ένωση να επικυριαρχήσει τούτης, όπερ και δεν ευοδώθηκε, όπως επίσης συνεπής προς αυτήν την εκδοχή διατήρησε το νόμισμά της μετά την εμφάνιση του ευρώ. Επομένως, ένα κράτος, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο που αξιοποιεί το άρθρο 50 της Συνθήκης για την ΕΕ, δεν επιφέρει ουσιαστικό πλήγμα συνοχής στην ΕΕ, γιατί ακριβώς το Λονδίνο αντικριζόταν σταθερά και μέσα από την αυτοαντίληψή του ως μία άλλη διάσταση χώρας, που δεν είχε συνειδητή παρουσία στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Πέραν τούτων, με η χωρίς συμφωνία, η αποχώρηση επιτρέπει στο αμερικανοβρετανικό παραδοσιακό σύνδρομο σύμπλευσης μιαν ανανεωτική ενδυνάμωσή του, πράγμα που εσχάτως προέβαλε και ο Αμερικανός Πρόεδρος, επί τη βάσει διαμόρφωσης κοινών συμφερόντων τόσο στην οικονομία, όσο και στην πολιτική, επίπεδα που αναφέρονται σε σφαίρες επιρροής, που βρίσκονται εν εξελίξει σε διάφορα μέρη της υδρογείου. Οι σχέσεις Βρετανίας - ΗΠΑ προβλέπονται και εκ παραδόσεως και εκ συμφερόντων, αλλά και από τις σύγχρονες ηγετικές προσωπικότητες, που είναι επικεφαλής των δύο χωρών ότι θα είναι εξαιρετικά στενές και προσανατολισμένες σε κοινές διεθνείς οικονομικές δράσεις.

Η Βρετανία ούσα μια χώρα με μακρά παράδοση στο εμπόριο και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ως αποικιοκρατική δύναμη της σύγχρονης ιστορίας διαθέτει την ειδική γνώση, την εμπειρία και τη διεθνή αξιοπιστία, που θα της επέτρεπε να αναπτύξει κατά μόνας και σε σύμπραξη με άλλες κρατικές οντότητες, όπως οι ΗΠΑ, ένα δίκτυο διεθνών οικονομικών σχέσεων, που θα μπορούσε να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται από την αποχώρησή της από την ΕΕ, ίσως μάλιστα να της έδινε και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Επομένως, η Βρετανία μεσομακροπρόθεσμα δεν πρόκειται να έχει ιδιαίτερες απώλειες και σημαντικό κόστος από την αποχώρησή της, ούτε στο πολιτικό, ούτε στο οικονομικό επίπεδο, δεδομένων των ισχυρών δομών της και της παραδοσιακής διεθνούς παρουσίας της στον κόσμο τις τελευταίες εκατονταετίες. Τα επιμέρους ζητήματα που άπτονται των επιπτώσεων σε επίπεδο οικονομικών συναλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένου Βασιλείου, τα οποία είναι υπαρκτά και θα εκδηλωθούν, εκλαμβάνονται από τους Βρετανούς ως παρεπόμενα μιας θετικής για τους ίδιους εξέλιξης, που θα αντιμετωπιστούν εκ των ενόντων και όταν επέλθει η συγκεκριμένη ώρα. Εκείνο που διερωτάται κανείς παραπέμπει στο κατά πόσον η Βρετανία με τη σημερινή της απρόβλεπτη ηγεσία θα θελήσει να αναλάβει και τις οικονομικές υποχρεώσεις της από την αποχώρηση έναντι της Ένωσης.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο