Η λογική του κατευνασμού και η δύναμη της αποτροπής

«Δεδομένου του γεγονότος ότι η ισχύς συνδέεται άρρηκτα με την παράσταση της αποτροπής, είναι σημαντικό η ανάγνωση του εκάστοτε αντιπάλου να παραπέμπει στην αληθινή πραγματικότητα της ισχύος»

Η ισχύς ως δομικό γνώρισμα της διεθνούς πολιτικής, αφενός αντανακλάται στη στρατιωτική διάσταση, που σημαίνει ένα ισοζύγιο δύναμης, εμπεδώνοντας την ισορροπία ειρήνης και ασφάλειας και αφετέρου στην ενεργό και διαδηλωμένη θέληση λαού και ηγεσίας να λειτουργούν τόσο αποτρεπτικά, όσο και διεκδικητικά.

Δεδομένου του γεγονότος ότι η ισχύς συνδέεται άρρηκτα με την παράσταση της αποτροπής είναι σημαντικό η ανάγνωση του εκάστοτε αντιπάλου να παραπέμπει στην αληθινή πραγματικότητα της ισχύος. Δεν επιτρέπεται επ’ ουδενί να αφεθεί στην διεκδικούσα χώρο και δικαιώματα πλευρά η αίσθηση, έστω και καθ’ υποψία, περί μη διαδηλωμένης βούλησης της εν δικαίω ευρισκομένης χώρας να υπερασπισθεί με όλες τις δυνάμεις, στρατιωτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές, την παρουσία και τη διαδρομή της στο διεθνές σύστημα κρατών.

Υπάρχει μία παραφθορά της έννοιας της ειρήνης, και σε ό,τι μας αφορά στα Eλληνοτουρκικά, όπως τούτη ενίοτε εκδηλώνεται στον δημόσιο λόγο, όπου γίνεται αντιληπτή ως παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων και όχι ως συνυφασμένη με το περιεχόμενο των όρων ελευθερία και δικαιοσύνη. Κάθε έννοια και αντίληψη πολιτικής δεν είναι μετέωρη, αλλά έχει ένα ιστορικό πλαίσιο που την ακολουθεί, το οποίο δεόντως και κατ’ ανάγκηn πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε σχετική προσέγγιση.

Το τουρκικό πολιτικό σύστημα από την δεκαετία του 1950 και εντεύθεν διαγράφει έναν δομικό επεκτατισμό, που προάγει την διά της ισχύος επιβολή, παραβιάζοντας συστηματικά την του δικαίου ισχύ. Σε αυτήν τη συλλογιστική η ειρήνη, στην αρνητική της εκδοχή, δηλαδή της απλής απουσίας πολέμου, θα μπορούσε, βραχέως έστω, να πραγματώνεται διά της αποδοχής των διεκδικήσεων της επιτιθέμενης χώρας. Στο σκεπτικό τούτο μετουσιώνεται ο κατευνασμός, χαρακτηριστικότερο ιστορικά σύγχρονο παράδειγμα του οποίου είναι η επί ναζιστικής Γερμανίας συνομολόγηση του Συμφώνου του Μονάχου το 1938 μεταξύ Χίτλερ και Τσάμπερλεν, που οδήγησε σε περαιτέρω επιθετικότητα της χιτλερικής Γερμανίας. Ως ανωτέρω καταδεικνύεται πως η κατευναστική λογική, όχι μόνο δεν περιορίζει την επιθετικότητα, αλλά αντιθέτως την ενδυναμώνει, συμβάλλοντας στη διαιώνισή της.

Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ορίζοντα μακράς διαδρομής, η αντιπαράθεση προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη διαρκή διεκδίκηση του τουρκικού παράγοντα ελληνικών θέσεων, δικαίων, δικαιωμάτων, εδαφικών και θαλάσσιων περιοχών. Εν προκειμένω, η προσέγγιση παραχώρησης εθνικού χώρου εν είδει «διευθέτησης» διατυπώνει μιαν αποσπασματική οπτική, καθώς αγνοεί τον παράγοντα ιστορικό συγκείμενο, όπου όταν και όσο Ελλάδα και Κύπρος υποχωρούν, τόσο πιο διεκδικητικά επιθετική εμφανίζεται η Τουρκία, παραπέμποντας κατά ταύτα στην αποτυχία της λογικής του κατευνασμού. Υπ’ αυτό το πρίσμα μιας αναθεωρητικής πολιτικής καταγράφεται το γεγονός πως όπου η Άγκυρα ελάμβανε χώρο, όπως στο παράδειγμα της Ίμβρου, Τενέδου και Κύπρου, η συνέχεια αποκάλυπτε μία τουρκική αντίληψη πολλαπλασιασμού των διεκδικήσεων, εν προκειμένω διά της αξίωσης ανατροπής του status quo του Αιγαίου ή της περίπτωσης της Θράκης. Κατά τα ανωτέρω οι προτάσεις υποχωρητικότητας εν είδει διευθετήσεων στο Αιγαίο οδηγούν νομοτελειακά και με βάση το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε έτι περαιτέρω διεκδικήσεις της Άγκυρας.

Σημειώνεται πως μια ενεργός αντιπαράθεση στις σχέσεις κρατών είναι πολύ περισσότερο ικανή να εκδηλωθεί όταν υφίσταται ανισορροπία ισχύος, τουτέστιν επέρχεται ή ενεργοποιείται όταν ο ένας εκ των δύο, με συνέπεια ο εν αμύνη και δικαίω ευρισκόμενος, προβάλλει θέση διεθνοπολιτικής αδυναμίας. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εάν η απειλούμενη χώρα επιδείξει υποχωρητικότητα ή φόβο τότε καθίσταται πιθανή η πραγμάτωση της επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία εκλαμβάνει τον φόβο ως αδυναμία, απηχώντας κατά ταύτα παραδοχές εκ του διαχρονικά επίκαιρου Διαλόγου Αθηναίων - Μηλίων.

Παρά το γεγονός πως στην Τουρκία δεν υφίσταται πλέον η στρατογραφειοκρατία που υπήρχε στο παρελθόν, που ήταν ο ρυθμιστικός παράγοντας ελέγχου του πολιτικού συστήματος, ένα πλήγμα στην τουρκική κρατική και πολιτειακή δομή θα επέφερε απρόβλεπτες εξελίξεις. Εάν στην αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας, σε οποιαδήποτε κρίσιμη στιγμή, η Ελλάδα επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στην τουρκική στρατηγική, είναι εξόχως πιθανό, παρά την ηγεμονική παρουσία του Ερντογάν, τούτο να δρομολογήσει εσωτερικές αντιδράσεις και ανακατατάξεις, που μπορούν να λειτουργήσουν και καταλυτικά σε ότι αφορά τη σημερινή ηγεσία της χώρας διασφαλίζοντας παράλληλα δυνητικά τα ελληνικά εθνικά δικαιώματα στο Αιγαίο.

Με δεδομένο πως η Τουρκία στοχεύει στην εμπέδωση ενός κυρίαρχου ρόλου στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δημιουργώντας συνθήκες φινλανδοποίησης, η ελληνική πλευρά οφείλει, γνωρίζοντας τους στόχους του αντιπάλου, τόσο τους διαχρονικούς, όσο και της φιλοσοφίας της Γαλάζιας Πατρίδας, να κατανοήσει το κατά Mearsheimer δόγμα που αποτυπώνεται στην αντίληψη «ό,τι είναι για τα οικονομικά το χρήμα, είναι η ισχύς για τις διεθνείς σχέσεις». Κατανοώντας την ανωτέρω πολιτικά πάντα επίκαιρη προσέγγιση, η Ελλάδα οφείλει να λάβει όλα εκείνα τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα και να εφαρμόσει στρατηγικές που να οδηγούν σε μια εν τοις πράγμασι υπεράσπιση της ειρήνης που συνιστά μια οιονεί ταύτιση με την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο