Η αρνητική θεώρηση του δεδομένου

Η διεθνής προβολή του μη δεδομένου ενισχύει τη θέση και παρουσία του κράτους στη διεθνή κοινότητα. Εξ αντιδιαστολής η δεδομένη διάσταση της παρουσίας μειώνει την ικανότητα των κρατών να πορεύονται αξιόπιστα, δηλαδή πειστικά ως προς τις διεκδικήσεις και θέσεις τους στο διεθνές σύστημα

Καλούμεθα λίαν προσεχώς να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, που οδήγησε στη συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους. Παρά ταύτα, η πρώτη διαπίστωση σε σχέση με την παραπάνω επέτειο παραπέμπει σε μια δυσοίωνη οπτική, που υπογραμμίζει το αρνητικό γεγονός πως ως Eλληνισμός δεν καταφέραμε να διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο εθνικό κράτος. Τούτο σημαίνει την κρατική εκείνη οντότητα, η οποία να διαθέτει το θεσμικό πλαίσιο που διαχρονικά να είναι σε θέση να παράγει κοινωνική πολιτική για το σύνολο του πληθυσμού, να συμβάλλει σε μία αδιάλειπτη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη και ταυτόχρονα να προβάλλει μιαν αξιοπρεπή και ισχυρή διεθνή παρουσία.

Ενώ η έννοια του έθνους ως ταυτότητας του συνόλου των Ελλήνων βρίσκεται αδιαλείπτως παρούσα και αντανακλάται στις εκφάνσεις της καθημερινότητας κατά τρόπο εμφανώς αβίαστο, εντούτοις το ιστορικώς διαπιστωμένο σε όλη την πορεία του Ελληνισμού προβληματικά διαδηλωμένο παρόν παραπέμπει στο κράτος. Κράτος σημαίνει τους μηχανισμούς πολιτικής και εξουσίας εντός και εκτός της χώρας, που είναι σε θέση να τροφοδοτεί και να ανατροφοδοτεί αντιλήψεις ζωής και να διαμορφώνει πολιτική κουλτούρα ως ιστορία και ως πολιτιστικό παρελθόν της χώρας και του λαού.

Σήμερα, δυο αιώνες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, είμεθα πολλαπλά διεθνώς εξαρτώμενοι από διάφορα επίπεδα του διεθνούς παράγοντα, πολιτικά και οικονομικά, ενώ η πελατειακή λογική ως συνιστώσα της ύπαρξης του ελληνικού κράτους εσχάτως μετατρέπεται από την πολιτική λογική της βουλευτικής πελατείας σε κομματική τοιούτη, δηλαδή σε μιαν αντίληψη υποταγής της πολιτικής στις εκάστοτε θέσεις και συμφέροντα των κομμάτων. Οι κομματικές προβολές δεν αντικατοπτρίζουν σταθερά και αποτελεσματικά την εθνική διάσταση της πολιτικής, η οποία πρωτίστως αντανακλά το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον, που ορίζεται από την ιστορική πορεία της χώρας, τις αναζητήσεις του παρόντος και τις διεθνοπολιτικές προβολές του μέλλοντος.

Πέραν όμως των διαπιστώσεων αναφορικά προς την κομματική διάρθρωση της πολιτικής, που συνιστά μια παραδοσιακά δεδηλωμένη και εκδηλούμενη σταθερά παθογένεια του ελληνικού κράτους, σημειώνουμε και την αρνητική θεώρηση του δεδομένου, η οποία παραπέμπει και στη δυναμική ή μη παρουσία των κρατών στο διεθνές σύστημα. Οι πολιτειακές οντότητες ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου υπερασπιζόμενες το εθνικό τους συμφέρον προβάλλουν στο τακτικό επίπεδο της παρουσίας τους την αίσθηση της μη δεδομένης προσαρμοστικότητας στις διεκδικήσεις του διεθνούς παράγοντα.

Συνεπώς, μέσα από την υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος διατρανώνουν την παρουσία τους ως ανεξάρτητες οντότητες σε μια εν πορεία θετική στάση συγκρουσιακού και αντιπαρατιθέμενου διεθνούς πολιτικού περιβάλλοντος. Αυτό σημαίνει πως ο δεδομένος δεν προσλαμβάνει τον προσήκοντα σεβασμό ως αναγνώριση ισχύος και διεκδικητικής παρουσίας, αλλά ως μία διάσταση ημετέρου, του οποίου η διαδρομή αναγιγνώσκεται ως απροβλημάτιστα παρούσα. Τοιουτοτρόπως, εισπράττει κατά το διεθνοπολιτικώς λεγόμενο εκείνα, τα οποία αποφασίζει ο τρίτος παράγων να του παραχωρήσει, ενώ ο μη δεδομένος διεκδικών, προκειμένου να κερδηθεί η σύμπραξή του, εφόσον συνίσταται ως μια χρησιμότητα του διεθνούς περιβάλλοντος, θα εισπράττει τα οφέλη που διεκδικεί, τα οποία είναι πολλαπλάσια του δεδομένου.

Επανερχόμενοι στις εξελίξεις, που άπτονται του ελληνικού εθνικού χώρου και της συγκρουσιακής διαδρομής του με τον τουρκικό αντίστοιχο, διαπιστώνουμε πως η Αθήνα, ούσα δεδομένη, τουτέστιν προσαρμοσμένη στη βούληση του δυτικού παράγοντα, εισπράττει τη συμπάθεια της συμμαχικής, πολιτικής διάταξης των σχέσεων, ενώ η Τουρκία ούσα μη δεδομένη δεν εισπράττει τη συμπάθεια, αλλά κατά κανόνα την πολιτική διάσταση προσδοκίας συνεργατικής πολιτικής με τον δυτικό παράγοντα, όπερ και το εξαργυρώνει διεκδικώντας μείζονα οφέλη. Στην ενδεχόμενη εκδήλωση κόστους από τις διάφορες συγκρουσιακές ή άλλες τριβές με τον δυτικό παράγοντα, το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και εν γένει η δομή της κοινωνίας είναι σε θέση να απορροφά τους κραδασμούς των εξελίξεων χωρίς οποιαδήποτε επιζήμια για το ίδιο πρόκληση βλάβης.

Η διεθνής προβολή του μη δεδομένου ενισχύει τη θέση και παρουσία του κράτους στη διεθνή κοινότητα. Εξ αντιδιαστολής η δεδομένη διάσταση της παρουσίας μειώνει την ικανότητα των κρατών να πορεύονται αξιόπιστα, δηλαδή πειστικά ως προς τις διεκδικήσεις και θέσεις τους στο διεθνές σύστημα. Επιπλέον, υπογραμμίζεται και η εγγενής διάσταση πως τα κράτη επιδιώκουν την αύξηση της επιρροής τους μέσα και από αντιλήψεις διεκδίκησης μη δεδομένων παραγόντων της διεθνούς πολιτικής, δηλαδή η αναζήτηση συμμαχικών ή εταιρικών σχημάτων παραπέμπει ενίοτε σε αντιθετικές σχέσεις, όπου και διεκδικείται χώρος διεθνούς πολιτικής, που μέχρι τούδε δεν προβαλλόταν ως φιλικός.

Συμπερασματικά, η θεώρηση του δεδομένου ως μη αντιτιθέμενου διεθνοπολιτικού παράγοντος οδηγεί σε συνθήκη περιορισμένης προβολής της παρουσίας και της αποδοχής του στα διεθνή δρώμενα, ενώ παραλλήλως η αποτρεπτική του λειτουργία εμφανίζεται ως απλή κρατική διεργασία αποδυναμωμένων δυνατοτήτων και παρεμβατικής ισχύος.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο