Αναλύσεις

Το σκάνδαλο του ΤΚΑ, που κανείς δεν αγγίζει

Το κράτος δεν φαίνεται πρόθυμο να αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος των 7,5 δις προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Τον «φάκελο» με το μεγάλο έλλειμμα του Ταμείου Κοινωνικών ασφαλίσεων ανοίγει σήμερα η «Σημερινή». Διαχρονικά το κράτος δανείζεται, και μάλιστα άτοκα, από το Ταμείο, και χωρίς μέχρι σήμερα να επιστρέψει αυτά τα χρήματα. Χρήματα του φορολογούμενου πολίτη, που με κόπο καταβάλλει κάθε μήνα. Σήμερα, το ποσόν που οφείλει το κράτος στο Ταμείο ανέρχεται στα 7,5 δις ευρώ. Δυστυχώς, όμως, η στρέβλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα οι ασφαλιζόμενοι και δη οι συνταξιούχοι, που τόσα χρόνια συνεισφέρουν με τον ιδρώτα τους στο Ταμείο, όχι μόνο να μην έχουν κανένα όφελος από αυτά τα 7,5 δις, αλλά μεγάλο ποσοστό να ζουν με συντάξεις πείνας. Παράλληλα το κράτος, χρησιμοποιώντας την αυστηρή νομοθεσία, τιμωρεί με πρόστιμο και μέχρι με φυλάκιση τους ασφαλιζόμενους που δεν καταθέτουν έγκαιρα τις οφειλές τους στο Ταμείο, τη στιγμή που το ίδιο παρανομεί στις πλάτες των πολιτών.

Είναι πρόδηλον ότι αν υπήρχαν αυτά τα χρήματα ή αν το κράτος επένδυε τις εισπράξεις αυτές σε ασφαλείς επενδύσεις που να αποφέρουν κέρδος, τότε ίσως να μπορούσαν να γίνουν και οι κατάλληλες διορθώσεις.

Να υπενθυμίσουμε ότι η Κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει καταρτίσει κανένα σχέδιο αποπληρωμής των χρημάτων που χρωστά στο Ταμείο, με τη δικαιολογία ότι με τις σημερινές συνθήκες και εισπράξεις που λαμβάνει, μπορεί το Ταμείο να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις του. Έτσι, η «μαύρη τρύπα» που άνοιξαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις στο αποθεματικό του Ταμείου παραμένει ανοικτή ακόμα και σήμερα, παρά την όποια ανάπτυξη δείχνουν οι αριθμοί στα οικονομικά του κράτους και τα πλεονάσματα που υπάρχουν στον κρατικό προϋπολογισμό.

Η «μαύρη τρύπα» του Ταμείου

Το αποθεματικό του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που ξεπερνά τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ, δεν αποδίδει τίποτα στο ταμείο, αφού είναι κατατεθειμένο στο κράτος μέσω του Γενικού Λογιστηρίου με μηδενικό επιτόκιο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν προέκυψε επί καιρώ οικονομικής κρίσης, αλλά ίσχυε ανέκαθεν και έχει απασχολήσει αρκετές φορές τόσο το συνδικαλιστικό κίνημα όσο και τη Βουλή. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στο τέλος του 2016 οι επενδύσεις του αποθεματικού του ΤΚΑ έφταναν τα 7,3 δις ευρώ, ενώ τα πραγματικά κεφάλαια του Ταμείου ήταν μόλις 286,6 εκατ. ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό, ύψους 7,06 δις, ήταν κατατεθειμένο στο Γενικό Λογιστήριο. Δύο χρόνια αργότερα, περί τα τέλη του 2018, γινόταν λόγος για αύξηση αυτού του ποσού στα 8,2 δις ευρώ, ενώ σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση που είχε η Βουλή επί του θέματος, τον περασμένο Σεπτέμβριο το ποσό αυτό ανερχόταν στα 7,5 δις ευρώ.

Για να γίνει πιο κατανοητό, να εξηγήσουμε ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, όλοι οι εργαζόμενοι, όπως και η εργοδοτική πλευρά, συνεισφέρουμε στο ΤΚΑ και από αυτά τα χρήματα προκύπτει το αποθεματικό του Ταμείου. Αντί, λοιπόν, αυτά τα χρήματα να διαμοιράζονται αναλογικά ή να επιστρέφονται με κάποιον τρόπο πίσω στους δικαιούχους τους, τα δανείζεται το κράτος και τα επενδύει όπου και όπως αποφασίζει ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών, στερώντας έτσι από τους δικαιούχους τους, όπως για παράδειγμα τους χαμηλοσυνταξιούχους, το δικαίωμα να ζουν αξιοπρεπώς. Συγκεκριμένα, όπως εξηγείται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο άρθρο 73, παράγραφος 6, «ο διευθυντής, σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες του Υπουργού Οικονομικών, επενδύει το ενεργητικό του Ταμείου, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των αποθεμάτων του, λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια, τη ρευστότητα και απόδοση των επενδύσεων, τον ρόλο τον οποίο οι επενδύσεις αυτές πρέπει να διαδραματίζουν στη γενικότερη αναπτυξιακή προσπάθεια και την κυβερνητική δημοσιονομική και οικονομική πολιτική».

Με λίγα και απλά λόγια, το κράτος δανείστηκε μέχρι σήμερα 7,5 δις ευρώ από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και κατά παράβαση του νόμου δεν τα επιστρέφει. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να μένει το Ταμείο χωρίς αποθεματικό και να πληρώνονται οι συνταξιούχοι και οι λήπτες των επιδομάτων από τις μηνιαίες εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος κατακρατεί αποθεματικό ύψους 7,5 δις, το οποίο έχει μπει στον κρατικό κορβανά, έχει δαπανηθεί από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις και οφείλει να το επιστρέψει. Από πλευράς του το κράτος θεωρεί πως δεν προκύπτει πρόβλημα από την κατακράτηση του αποθεματικού, παραθέτοντας τη δικαιολογία ότι οι παροχές στους δικαιούχους πληρώνονται από τις εισπράξεις του Ταμείου. Αυτό, βέβαια, μπορεί να πει κάποιος ότι επιτυγχάνεται εύκολα όταν οι παροχές παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και οι εισπράξεις -άρα οι εισφορές των πολιτών- σε υψηλά. Στο μεταξύ, την ώρα που το κράτος παράνομα κατακρατεί αυτά τα χρήματα, η νομοθεσία τιμωρεί αυστηρά όσους ασφαλισμένους δεν καταθέσουν έγκαιρα την οφειλή τους στο Ταμείο, με πρόστιμα ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με φυλάκιση.

Οι εισηγήσεις πέφτουν στο κενό

Κατά καιρούς το θέμα απασχολεί τόσο τη Βουλή όσο και τον Γενικό Ελεγκτή και τα αρμόδια όργανα ελέγχου των δημοσιονομικών καταστάσεων του κράτους. Αυτό που παρατηρείται και καταγγέλλεται είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης από πλευράς Κυβέρνησης για σταδιακή αποπληρωμή του χρέους του κράτους προς το ΤΚΑ με την παράλληλη δημιουργία πραγματικού αποθεματικού, κάτι το οποίο αποτελεί και εισήγηση της Τρόικας. Παρά τις συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή για εφαρμογή της νομοθεσίας ώστε να αρχίσει το κράτος με χρονοδιάγραμμα να αποπληρώνει σταδιακά σε βάθος χρόνου τις οφειλές του προς το ΤΚΑ, μέχρι σήμερα δεν έχει ληφθεί σχετική πολιτική απόφαση. Η σχετική νομοθεσία, που παραμένει ανεφάρμοστη και συγκεκριμένα το άρθρο 73 του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ορίζει ότι μέχρι τον Μάρτιο του 2010, υποχρεωτικά οι Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας θα έπρεπε να έχουν καταθέσει νομοσχέδιο, για τη δημιουργία Ανεξάρτητης Επιτροπής Διαχείρισης του αποθεματικού και τη δημιουργία ικανοποιητικού αποθεματικού, σύμφωνα με τις οδηγίες της διεθνούς τράπεζας, ύψους ενός δισεκατομμυρίου.

Πετρίδης: «Προέχει το δημόσιο χρέος»

Δεν αποτελεί πρωταρχικό στόχο για την Κυβέρνηση η αποπληρωμή του χρέους του κράτους προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών, Κωνσταντίνου Πετρίδη.

Ερωτηθείς εάν υπάρχουν σκέψεις για να αρχίσει επιτέλους η σταδιακή αποπληρωμή του χρέους προς το ΤΚΑ, δήλωσε στη «Σημερινή» πως προέχει η αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Ο Υπουργός εξήγησε πως το χρέος στο ΤΚΑ είναι ενδοκυβερνητικό και δεν μετριέται καν ως δημόσιο χρέος από την ΕΕ. «Έγινε παλιά και το έχουμε εδώ και αρκετές δεκαετίες», συμπλήρωσε. Περαιτέρω, υπέδειξε πως δεν απειλείται η βιωσιμότητα του ΤΚΑ που, σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες, είναι βιώσιμο και τυγχάνει εγγύησης από το κράτος αν χρειαστεί.

Τι λένε οι εργοδότες

Διίστανται οι απόψεις των εργοδοτικών οργανώσεων, όσον αφορά την έναρξη της σταδιακής αποπληρωμής του χρέους του κράτους προς το ΤΚΑ. Από τη μια το ΚΕΒΕ θεωρεί πως τώρα είναι καιρός να αρχίσει η συζήτηση του εν λόγω θέματος, αν αναλογιστεί κανείς ότι η οικονομία παράγει σοβαρά πλεονάσματα, και από την άλλη η ΟΕΒ εκφράζει την άποψη πως οι σημερινές συνθήκες και το περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομίας δεν ευνοούν τη συζήτηση για δημιουργία πραγματικού αποθεματικού.

Μιλώντας στη «Σημερινή», ο Γενικός Γραμματέας του ΚΕΒΕ, Μάριος Τσιακκής, υπενθύμισε πως όταν τέθηκε θέμα διαγραφής του χρέους από το κράτος, ως ΚΕΒΕ δεν το αποδέχθηκαν γιατί πρόκειται για αποταμιεύσεις των εργαζομένων. «Αυτό που είπαμε τότε, ήταν ότι μπορεί να παραμείνει ως εκκρεμότητα του κράτους μέχρι να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά», συμπλήρωσε.

Το ΚΕΒΕ, σύμφωνα με τον κ. Τσιακκή, θεωρεί ότι το κράτος πρέπει να ξοφλήσει το χρέος του και μέσα από τα πλεονάσματα που θα αρχίσουν να δημιουργούνται να συζητηθεί ξανά το θέμα μερικής επιστροφής του χρέους σταδιακά με δόσεις. Με αυτόν τον τρόπο, όπως είπε, θα ενισχυθεί η βιωσιμότητα του Ταμείου και εάν καταφέρει να εισπράξει ολόκληρο το ποσό, τότε θα μπορεί να βελτιωθεί και το ύψος των συντάξεων, οι οποίες στον ιδιωτικό τομέα είναι μηδαμινές. Παράλληλα, μπορεί να οδηγήσει και στη σταδιακή μείωση του ύψους των εισφορών, γεγονός που θα συμβάλει στη μείωση του κόστους απασχόλησης με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

«Θεωρούμε ότι πρέπει να ξεκινήσει μία συζήτηση δεδομένου και ότι υπάρχουν σοβαρά πλεονάσματα τα οποία παράγει η οικονομία, τα οποία όμως πρέπει να τύχουν σωστής διαχείρισης και να δοθούν εκεί όπου υπάρχουν πραγματικές ανάγκες», δήλωσε, τονίζοντας πως το ΚΕΒΕ θεωρεί ότι η βελτίωση του ύψους των συντάξεων αποτελεί προτεραιότητα.

Από πλευράς του ο Γενικός Διευθυντής της ΟΕΒ, Μιχάλης Αντωνίου, σε δηλώσεις του στη «Σ» τόνισε πως οι υποχρεώσεις του Ταμείου είναι εγγυημένες από το κράτος, το οποίο όποια ελλείμματα μπορεί να παρατηρηθούν είναι υποχρεωμένο να τα καλύπτει. Η τακτική που ακολουθείται, όπως είπε, είναι να αξιοποιούνται οι καταθέσεις και οι εισφορές σε αναπτυξιακά έργα και δεν είναι κατατεθειμένα κάπου.

Ο κ. Αντωνίου υπενθύμισε πως το 2010 λήφθηκε η απόφαση να δημιουργηθεί πραγματικό αποθεματικό με την καταβολή από το κράτος 200 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο για το χρέος, με την παράλληλη σύσταση μίας διαχειριστικής επιτροπής που θα αποφάσιζε πώς θα αξιοποιούνταν αυτά τα χρήματα. Πρόκειται, όπως είπε, για μία απόφαση που δεν υλοποιήθηκε λόγω του ξεσπάσματος της οικονομικής κρίσης, χωρίς όμως να προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα. Το Ταμείο, σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου, μέχρι σήμερα είναι πλεονασματικό, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η εγγύηση του κράτους ότι, όποτε χρειαστεί, θα συνεισφέρει. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δημόσια οικονομικά και το ΤΚΑ είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Άλλωστε, όπως είπε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλη αυτή η αναπτυξιακή πολιτική που ακολουθήθηκε έγινε με χρήματα που προέκυψαν από εσωτερικό δανεισμό, ο οποίος δεν συνυπολογίζεται στο δημόσιο χρέος.

Καταληκτικά, ο κ. Αντωνίου εξέφρασε την άποψη ότι οι σημερινές συνθήκες και το οικονομικό περιβάλλον σε παγκόσμια κλίμακα δεν ευνοεί τη συζήτηση για δημιουργία πραγματικού αποθεματικού.

Η άποψη των συντεχνιών

Την ανάγκη για να επανεκκινήσει το πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους του κράτους στο ΤΚΑ έθιξε σε δηλώσεις στη «Σ» η Αναπληρώτρια Γενική Γραμματέας της ΠΕΟ, Σωτηρούλα Χαραλάμπους. Σύμφωνα με την ίδια, πρέπει σταδιακά να δημιουργηθεί ένα πραγματικό αποθεματικό και ένας μηχανισμός για τη σωστή αξιοποίηση των χρημάτων αυτών που διαχρονικά δανείζεται το κράτος.

Εισήγηση της ΠΕΟ, όπως είπε, είναι να επανεκκινήσει το πρόγραμμα αποπληρωμής που ξεκίνησε επί διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια, το οποίο όμως να είναι ανάλογο των σημερινών οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους. Ταυτόχρονα, όπως συμπλήρωσε, πρέπει να συζητηθούν οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα λαμβάνονται οι αποφάσεις για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των χρημάτων του Tαμείου προς όφελος της κοινωνίας και των δικαιούχων του.

Σήμερα, πρόσθεσε, τις αποφάσεις για το πού επενδύονται αυτά τα χρήματα τις λαμβάνει ο Υπουργός Οικονομικών και κατά τη γνώμη της η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνει πιο συμμετοχική. Συγκεκριμένα, όπως είπε, πρέπει να υπάρχουν διαχειριστικές επιτροπές και να ετοιμαστεί μία επενδυτική πολιτική, ώστε εκείνοι που δημιουργούν το Ταμείο, δηλαδή το κράτος, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, να έχουν λόγο στην αξιοποίησή του.

Με τη σειρά του ο Γενικός Οργανωτικός της ΣΕΚ, Πανίκος Αργυρίδης, σχολίασε στη «Σ» ότι το κράτος διαχρονικά κατέθετε τα χρήματα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο Γενικό Λογιστήριο και πλήρωνε τις υποχρεώσεις του σε επιδόματα και συντάξεις και τα υπόλοιπα τα αξιοποιούσε σε έργα ανάπτυξης. Ερωτηθείς εάν είναι καιρός να αρχίσει η αποπληρωμή του χρέους του κράτους προς το ΤΚΑ, υπέδειξε ότι η ΣΕΚ πολλές φορές έχει πει ότι αυτά τα 7,5 δις πρέπει να μας απασχολήσουν, με την έννοια, όμως, της απόδοσης αυτού του κεφαλαίου, του οποίου σήμερα είναι μηδενική. «Εμείς λέμε ότι αυτά τα ποσά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μέσω μίας επενδυτικής πολιτικής χωρίς ρίσκο, ώστε να αποδίδουν καλύτερα και μέσα από αυτήν την απόδοση να βελτιώσουμε τις παροχές του ΤΚΑ».

Ο κ. Αργυρίδης συνέχισε λέγοντας πως το θέμα του ΤΚΑ θα πρέπει να συζητηθεί εφ’ όλης της ύλης και ο κατάλληλος χρόνος είναι τώρα, με την ολοκλήρωση της νέας αναλογιστικής μελέτης που γίνεται από το Υπουργείο Εργασίας, ενώ πρόσθεσε πως το θέμα της βιωσιμότητάς του είναι αδιαπραγμάτευτο. «Κατά δεύτερο πρέπει να δούμε το θέμα της σύνταξης στο 63ο έτος και το "πέναλτι" του 12% και να αξιολογήσουμε τα νέα δεδομένα που θα προκύψουν από τη μελέτη προς όφελος των δικαιούχων. Πρέπει, κατά την άποψή μας, να ενισχυθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι και να υπάρξει μία πιο δίκαιη κατανομή, γι’ αυτό και ως ΣΕΚ έχουμε συγκεκριμένες εισηγήσεις, μεταξύ των οποίων και την καλύτερη αξιοποίηση του αποθεματικού, ώστε να αρχίσει να αποδίδει περισσότερο και με την ολοκλήρωση της αναλογιστικής μελέτης, θα αναμένουμε την ενημέρωση και την έναρξη διαλόγου στο Συμβούλιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου θα τις καταθέσουμε», είπε κλείνοντας.

Το θέμα πάει ξανά στη Βουλή

Ανά τρίμηνο ενημερώνεται η Βουλή για το ύψος του χρέους του κράτους στο ΤΚΑ και, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Ανδρέα Φακοντή, η τελευταία ενημέρωση που είχαν ήταν τον Σεπτέμβριο του 2019 και το ποσό αυτό έφτανε τα 7,5 δις ευρώ. Κληθείς από τη «Σ» να σχολιάσει την έλλειψη πολιτικής βούλησης για το θέμα, είπε πως τώρα που η οικονομία έχει βελτιωθεί και υπάρχουν πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, πρέπει να ξεκινήσει η σταδιακή αποπληρωμή του χρέους. «Πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένη επενδυτική πολιτική», πρόσθεσε. Ο κ. Φακοντής εξήγησε πως αυτήν τη στιγμή τα λεφτά που έχουν δοθεί στο κράτος είναι με μηδενικό επιτόκιο, ενώ ταυτόχρονα υπέδειξε ότι πρέπει να γίνει μία προσπάθεια να ξεκαθαρίσει το όλο ζήτημα γιατί υπάρχει ένα γκρίζο σημείο όσον αφορά τη διαχείριση αυτού του αποθεματικού. Το γκρίζο σημείο, σύμφωνα με τον κ. Φακοντή, προκύπτει γιατί ο νόμος λέει ξεκάθαρα ότι θα πρέπει να υπάρχει μία τριμελής επιτροπή που να διαχειρίζεται το αποθεματικό, ενώ αντίθετα αυτό που συμβαίνει ανέκαθεν είναι να το διαχειρίζεται ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών. Καταληκτικά, ανέφερε πως υπάρχουν σχετικά θέματα εγγεγραμμένα στην Επιτροπή, τα οποία εντός του πρώτου 6μήνου του 2020 θα τα επαναφέρει στην ατζέντα για συζήτηση, ώστε να ζητήσει από την αρμόδια Υπουργό τον καθορισμό συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων για αποπληρωμή του χρέους και τη δημιουργία μίας επενδυτικής πολιτικής.