Το άναρχο διεθνές περιβάλλον και εμείς

Οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώραν στην Ανατολική Μεσόγειο, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή καθώς και στο διεθνές περιβάλλον υπενθυμίζουν για άλλη μια φορά πως τα κράτη κινούνται στο άναρχο διεθνές σύστημα με γνώμονα την εκπλήρωση των δικών τους συμφερόντων. Ως εκ τούτου, Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να κατανοήσουν κάποιες πραγματικότητες και να αναπροσαρμόσουν αντιλήψεις και πρακτικές σε σχέση με τα εθνικά μας ζητήματα.

Για χρόνια τώρα η Ελλάδα ακολουθούσε μια κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας, θεωρώντας ότι με αυτήν την πρακτική θα εξασφαλιζόταν η ειρήνη και τα εθνικά συμφέροντα. Αλλά και στο Κυπριακό δυστυχώς ακολουθήθηκε μια πολιτική συνεχών παραχωρήσεων, με την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα απέτρεπε τα χειρότερα. Οι πραγματικότητες, όμως, είναι διαφορετικές. Δυστυχώς, στη σημερινή συγκυρία τυχόν εφαρμογή του διαπραγματευτικού κεκτημένου θα οδηγήσει σε σαφή επιδείνωση των δεδομένων για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ταυτόχρονα αρνητικές θα είναι οι συνέπειες όχι μόνο για τους Ελληνοκύπριους και την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά για ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Η Ελλάδα απέφυγε όλα αυτά τα χρόνια να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με τις γειτνιάζουσες χώρες Ιταλία, Αίγυπτο, Λιβύη και Κύπρο επειδή υπήρχε ο φόβος αντίδρασης από την Τουρκία, με την οποία επίσης υπάρχει ανάγκη οριοθέτησης. Και τούτο παρά τις αξιώσεις της Άγκυρας, η οποία προ πολλού είχε εκφράσει τις προθέσεις της για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Η πιο πρόσφατή της κίνηση, η συμφωνία για οριοθέτηση της ΑΟΖ της με τη Λιβύη, είναι ενδεικτική των τουρκικών προθέσεων.

Στην περίπτωση της Κύπρου, πέραν της κατοχής του 37% του εδάφους της χώρας, η Τουρκία αμφισβητεί την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία θεωρεί ως εκλιπούσα. Επιπρόσθετα, στα όρια που αναγνωρίζει απαιτεί τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων με τους Τουρκοκύπριους. Αναμφίβολα η Άγκυρα χρησιμοποιεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως στρατηγική μειονότητα για να προωθήσει τους γεωπολιτικούς της στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να αξιολογήσουν τα δεδομένα με πραγματισμό, μακριά από ψευδαισθήσεις. Θα πρέπει να κατανοηθεί και να εμπεδωθεί ότι η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη. Η ιστορία της χώρας αυτής είναι γνωστή. Και η Άγκυρα δεν διστάζει να προχωρήσει στην υλοποίηση των στόχων της με όλα τα μέσα, ιδίως όταν διαπιστώσει ότι η διάθεση για αντίσταση στην αντίπαλή της πλευρά είναι σχετικά μειωμένη. Σημειώνεται συναφώς ότι διαχρονικά η Ελλάδα και πολύ περισσότερο η Κύπρος είχαν υπερβολικές προσδοκίες από τον ΟΗΕ αλλά και από την ΕΕ.

Προφανώς δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Ταυτόχρονα επιθυμούμε ένα ειρηνικό μέλλον με αξιοπρέπεια. Αναφορικά με τις διαφορές που υπάρχουν με την Τουρκία στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο θα είναι θετική εξέλιξη η κατάληξη σε έναν έντιμο συμβιβασμό, ο οποίος όχι μόνο θα επιλύσει τα προβλήματα, αλλά θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για συνεργασία. Αυτή η κατάληξη, όμως, δεν είναι εφικτή χωρίς τον αμοιβαίο σεβασμό και ενόσω η Τουρκία αισθάνεται ότι μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της διά της ισχύος.

Είναι θλιβερό το γεγονός ότι για μια ακόμη φορά συγκεκριμένοι κύκλοι στην Αθήνα θεωρούν ότι ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας πηγάζουν από τη στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία προσπαθεί να διεκδικήσει τα αυτονόητα. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα έγκειται στο υφιστάμενο ανισοζύγιο δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στην ψευδαίσθηση ότι με τον κατευνασμό θα εξασφαλισθεί η ειρήνη.

Ελλάδα και Κύπρος θα είναι σε καλύτερη θέση να εξασφαλίσουν ένα ειρηνικό μέλλον με αξιοπρέπεια εάν αναβαθμίζουν συνεχώς τους συντελεστές ισχύος (ένοπλες δυνάμεις, οικονομικά, δημογραφικά δεδομένα κ.λπ). Παράλληλα είναι σημαντικό να διαφοροποιηθούν κάποιες νοοτροπίες. Για παράδειγμα, για χρόνια τώρα καλλιεργούνται ιδεολογήματα, τα οποία υποσκάπτουν την έννοια του έθνους, του κράτους και των εθνικών συμφερόντων. Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό ότι η προάσπιση των αναφαίρετων εθνικών δικαιωμάτων δεν συγκρούεται κατ’ ανάγκην με την προώθηση οικουμενικών αξιών. Ούτε παραβλέπει την ανάγκη για μια δικαιότερη κοινωνία στις χώρες μας.

*Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας