Αναλύσεις

Ένα διεθνές διπλωματικό συλλαλητήριο για τα εθνικά θέματα

Πρέπει άμεσα να προχωρήσει η πολιτική ηγεσία σε απόλυτη συνεννόηση με την αντιπολίτευση ενεργοποιώντας και τη νέα πρόεδρο, η οποία οφείλει τάχιστα ν’ αναλάβει ενημερωτικές πρωτοβουλίες, ώστε να επιτύχουμε ένα πραγματικό, διπλωματικό συλλαλητήριο με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο και να καταστούν γνωστοί στη διεθνή κοινή γνώμη οι κίνδυνοι που απειλούν σήμερα την Ελλάδα

Πριν από σχεδόν μισό αιώνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέμενε να εισέλθει η Ελλάδα στην ΕΟΚ, κυρίως γιατί έτσι θα εξασφαλίζονταν τα ανατολικά της σύνορα μιας διά παντός. Τώρα ξέρουμε πως αυτή η προοπτική δεν ίσχυσε ποτέ, κυρίως επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται όλα αυτά τα χρόνια πολύ λίγο Ευρώπη και ακόμα λιγότερο Ένωση. Στην εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή μεγάλοι Γάλλοι ηγέτες, όπως ο Ζισκάρ ντ' Εστέν, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ζακ Ντελόρ, είχαν το πάνω χέρι. Όμως, αργότερα, η Γερμανία με τις οικονομικίστικες εμμονές και την κοντόφθαλμη πολιτική προσωπικής της ισχύος κατέστησε την Ευρωπαϊκή Ένωση έναν ασήμαντο παίκτη στο διεθνές πολιτικό σκάκι, αποδεχόμενη πλήρως τον δευτερεύοντα ρόλο που της επεφύλασσε η Αμερική και επιμένοντας στο να αποκλείει μία κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή δύναμη, έναν ιστορικό παράγοντα της ηπείρου μας, όπως είναι η Ρωσία. Σε αντίθεση, βέβαια, με τη σκανδαλώδη εύνοια προς τον παραδοσιακό της σύμμαχο, την Τουρκία. Τις συνδέουν, το βλέπετε, κοινές γενοκτονίες... Ο ιστορικός του μέλλοντος θα γράψει ότι η Μέρκελ εξελίχθηκε σε νεκροθάφτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ότι από την άλλην η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως νταλίτ, ως ο παρίας της Ευρώπης, είναι πλέον βέβαιο. Με κύρια υπεύθυνη τη Γερμανία, την "ηγέτιδα" της Ενωμένης Ευρώπης, που μας "σώζει" διαχρονικά, όπως είπαμε, αλλά και τεράστια ευθύνη της ελληνικής πολιτικής ελίτ, η υστέρηση της οποίας είναι περισσότερο από προφανής. Όπως είναι πλέον βέβαιον ότι μπροστά στα συμφέροντα και τις ανίερές τους συμμαχίες όλοι οι ισχυροί της Γης γράφουν και τους θεσμούς που συγκροτούν την παγκόσμια ασφάλεια και το διεθνές δίκαιο στα παλιά τους υποδήματα.

Εν ολίγοις, είναι αδιανόητο να καλείται ως εγγυητής ανακωχής στη Λιβύη η Τουρκία, η οποία συνήψε μια εντελώς παράνομη συμφωνία, ένα memorandum το οποίο κατήγγειλαν, τουλάχιστον φραστικά, όλες οι μεγάλες δυνάμεις κι όχι η Ελλάδα, παράγοντας ασφαλείας στην περιοχή. Η οποία, Τουρκία, διεθνής ταραξίας αναμφίβολα, επιπλέον κατέχει μετά από εισβολή το ήμισυ χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχοντας καταστήσει εδώ και μισό αιώνα τη Λευκωσία την μόνη διχοτομημένη πρωτεύουσα της Ενωμένης (;) Ευρώπης. Αφού ακόμη και το Βερολίνο επανενώθηκε. Γι' αυτήν την Τουρκία μιλάμε.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, τίθεται και από δεξιούς και από αριστερούς το εξής ψευτοδίλημμα: Τι θέλετε, δηλαδή, να κάνουμε έναν πόλεμο για τον οποίον δεν είμαστε προετοιμασμένοι ή οφείλουμε να επιμένουμε στις πολιτικές κατευνασμού και στον εφησυχασμό των "συμμαχιών" μας; Δηλαδή, να παραμένουμε καρπαζοεισπράκτορες των γειτόνων μας εξ Ανατολών, λες και δεν υπάρχουν, πριν από οτιδήποτε άλλο, κρίσιμες δυνατότητες διπλωματικής αντίδρασης σε όλα τα διεθνή φόρα, σ' όλες τις πρωτεύουσες των ισχυρών του πλανήτη.

Η Ελλάδα, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει και έχει κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί έντονα και στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο και στις λοιπές πρωτεύουσες της Ένωσης για τη μη συμμετοχή της σε μία διάσκεψη στην οποία συζητήθηκαν - διακυβεύθηκαν ζωτικά μας συμφέροντα. Σε αντίθεση με την Τουρκία, που έχει εξελιχθεί διαχρονικά σε τρομοκράτη της περιοχής. Μην ξεχνάτε ότι με τη Λιβύη έχουμε κοινή ΑΟΖ, μίαν ΑΟΖ η οποία καταστρατηγήθηκε πρόσφατα από τον τουρκικό ιμπεριαλισμό. Χωρίς να ξεχνάω την εγκληματική καθυστέρηση εκ μέρους κυβερνήσεων που θυμίζουν τις δωσιλογικές της Κατοχής, οι οποίες δεν ενεργοποίησαν ελληνική ΑΟΖ ως όφειλαν και ιστορικά και πολιτικά. Η Ελλάδα πρέπει άμεσα, πρέπει τώρα να καταστήσει παντού και προς όλους γνωστή την απόλυτη ενόχλησή της: Στους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα, μέσω των πρεσβειών μας στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ. Όχληση και δυσφορία, όχι παρακλήσεις.

Εν προκειμένω, δεν υπάρχουν περιθώρια προσωπικής πολιτικής, όπως συνέβαινε με τον Νίκο Κοτζιά, αλλά όλο το διπλωματικό σώμα πρέπει να ενεργοποιηθεί και να αξιοποιηθεί. Η χώρα αντιμετωπίζει κρισιμότατο εθνικό κίνδυνο και απειλείται η κατοχυρωμένη από διεθνείς συνθήκες υπόστασή της. Δεν παίζουμε, ούτε εφησυχάζουμε με τέτοια θέματα. Πρέπει άμεσα να προχωρήσει η πολιτική ηγεσία σε απόλυτη συνεννόηση με την αντιπολίτευση ενεργοποιώντας και τη νέα πρόεδρο, η οποία οφείλει τάχιστα ν’ αναλάβει ενημερωτικές πρωτοβουλίες, ώστε να επιτύχουμε ένα πραγματικό, διπλωματικό συλλαλητήριο με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο και να καταστούν γνωστοί στη διεθνή κοινή γνώμη οι κίνδυνοι που απειλούν σήμερα την Ελλάδα. Αν ζούσε σήμερα ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αξιοποιούσε προσωπικότητες με παγκόσμιο κύρος όπως η Μελίνα Μερκούρη. Μην ξεχνάτε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε κάνει Υπουργό Επικρατείας τον Μίκη Θεοδωράκη, επίσης πασίγνωστο στη διεθνή κοινότητα. Θα μπορούσαμε να προωθήσουμε ως πρέσβη των ελληνικών δικαίων μία προσωπικότητα σαν τον Κώστα Γαβρά ή τον Θεόδωρο Κουρεντζή ή τον Λεωνίδα Καβάκο. Έναν διεθνή καλλιτέχνη όπως είναι ο Δημήτρης Αληθεινός ή ο Νάκης Παναγιωτίδης. Ένα τέτοιο κεφάλαιο δημοσίων σχέσεων δεν είναι ευκαταφρόνητο, όπως δεν πρέπει να υποτιμάται η δυνατότητα της ελληνικής Διασποράς. Και, βέβαια, οφείλουμε άμεσα να προβάλουμε στα μεγάλα παγκόσμια κέντρα τον σύγχρονο πολιτισμό μας και τον τρόπο με τον οποίον αυτός βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το κλασικό παρελθόν. Οι Εορτασμοί του 2021 πρέπει να έχουν ως στόχο την προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, όχι εσωστρεφείς εκδηλώσεις που να ικανοποιούν τον ενδημούντα επαρχιωτισμό μας. Μπορούν να επιτύχουν μία τέτοια υπέρβαση οι κυβερνώντες και η πραγματοποίησή της είναι εθνικό καθήκον. Το Υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει άμεσα να αλλάξει δομή και πολιτική, ώστε να ηγηθεί μιας τέτοιας υπερπροσπάθειας, ενώ ο Πρωθυπουργός χρειάζεται επειγόντως έναν εξειδικευμένο σύμβουλο επί του πολιτισμού, όπως διαθέτει, λόγου χάρη, συμβούλους για την εθνική ασφάλεια, τη διπλωματία κ.λπ. Ο πολιτισμός, τον οποίο οι πολιτικοί υποτιμούν ή φοβούνται, αποτελεί μείζον πολιτικό όπλο. Ο προκάτοχός του Αντώνης Σαμαράς είχε ως σύμβουλο πολιτισμού τον καθηγητή αισθητικής στο Παρίσι Δημοσθένη Δαββέτα, μία καλή επιλογή. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε την ευαισθησία να τον διατηρήσει ή να επιλέξει κάποιον καλύτερο. Ο κ. Μητσοτάκης;